Ο Αχιλλέας Κυριακίδης κάθεται στην κεφαλή του τραπεζιού. Απέναντί του η Ιωάννα.
Ανάμεσά τους, τρεις κόρες, εγγονές και γαμπροί. Είναι ένας πατριάρχης που αντιπαθεί τους εθνάρχες.
Εφυγε από την Ελλάδα μόλις επέστρεψε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, λέγοντας «το έργο το ’χω ξαναδεί».
Εζησε τα νιάτα του σε τρεις τόπους: σ’ ένα υπόσκαφο στη Σαντορίνη, όπου άνοιξε το πρώτο καφέ που σέρβιρε εσπρέσο κι έπαιζε Ραχμάνινοφ και Μπαχ.
Σ’ ένα χωριό στην Αφρική, όπου βρέθηκε με τη φαντασία του, ακολουθώντας ένα νεανικό όνειρο που δεν πραγματοποιήθηκε. Και στην πλατεία του Αγίου Θεράποντα, όπου εκβάλλουν οι λεωφόροι του μυαλού του.
Το πανοραμίκ της ζωής του περνάει από τα πρώτα τσιγάρα στον περίβολο της εκκλησίας, το αντικρινό Γυμνάσιο, το δημοτικό γήπεδο «Γρηγόρης Λαμπράκης» και μια αποβολή για τη συμμετοχή του στη διαδήλωση που απέτυχε να δώσει «Προίκα στην Παιδεία».
Περιλαμβάνει επίσης τα καφενεία των φοιτητικών του χρόνων όπου κερδίζει το πρώτο του ταξίδι στην Ιταλία, παίζοντας πρέφα, κανονική, με λεφτά.
Στον Αγιο Θεράποντα παντρεύτηκε, κι αυτός τον προστατεύει από τη νοσταλγία για κείνα που δεν θα συμβούν.
Οταν μιλάει, κοιτάζεις τα χέρια του που κρατάνε το ίσο. Δεν του αρέσει η πραγματικότητα, κι αυτό δεν είναι πρόβλημα, γιατί φτιάχνει τις δικές του.
● Εχω την αίσθηση ότι δουλεύεις όσο δέκα διάολοι μαζί. Γράφεις, διαβάζεις και μεταφράζεις διαρκώς. Ανεβάζεις ταχύτητα ή μπαίνεις σ’ ένα ρυθμό κι αυτός σε πάει;
Δεν ξέρω, ίσως είναι το μόνο ερώτημα που δεν μπορώ να απαντήσω. Σίγουρα είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Διαβάζω λιγότερο όταν μεταφράζω. Παθιάζομαι και μπαίνω βαθιά στη μετάφραση, αλλά αυτό μου κάνει κακό, γιατί γράφω λιγότερο.
● Είσαι άνθρωπος με πρόγραμμα;
Μάλλον των συνηθειών. Δεν ξενυχτάω, δεν δουλεύω βράδυ, θέλω να είναι πρωί. Ξυπνάω στις 7 και δουλεύω μέχρι τις 9.30, με όρεξη, με οίστρο. Δεν είμαι οικοδόμος να καρφώνω 8 ώρες. Κάνω τεράστια διαλείμματα όπου μεταφράζω. Και το γράψιμο γίνεται στις καφετέριες. Δεν μπορώ να γράψω στο σπίτι.
● Πώς μπορείς και συγκεντρώνεσαι;
Θέλω κόσμο γύρω μου. Οι δύο τελευταίες νουβέλες μου, η «Κωμωδία» και το «360», γραφτήκανε στη Μύκονο, τέσσερα καλοκαίρια. Η ερημική παραλία δεν μου λέει τίποτα, ούτε η ερημική πόλη. Θέλω τον σφυγμό του ανθρώπου δίπλα μου, να τον ακούω, να τον βλέπω, να φτιάχνω σενάρια.
● Η λογοτεχνία, η μουσική, ο κινηματογράφος, το ποδόσφαιρο είναι οι λεωφόροι που σε διαπερνούν. Πού συγκλίνουν;
Η μουσική με τη λογοτεχνία ενώνονται.
● Οπως και η μουσική με τον κινηματογράφο.
Ναι, με την έννοια ότι η σύνθεση μιας ταινίας έχει πολλά κοινά και με τη σύνθεση και τον ρυθμό της μουσικής.
● Και ο κινηματογράφος με τη λογοτεχνία ενώνονται εξάλλου.
Ακριβώς, όπου η μουσική είτε είναι παρούσα, είτε είναι από κάτω. Πάντα υπάρχει η μουσική διάσταση.
● Ακολουθείς έναν εσωτερικό ρυθμό όταν γράφεις;
Αυτό όμως είναι το δεύτερο χέρι. Οπως στον κινηματογράφο: το μοντάζ δίνει τον ρυθμό, τουλάχιστον τον εσωτερικό ρυθμό μιας ταινίας. Ο εξωτερικός ρυθμός ενός πλάνου είναι αυτός που μας κινηματογραφεί και οι κινήσεις μας καταγράφονται όπως τις κάνουμε. Τον εσωτερικό ρυθμό τον δίνει ο μοντέρ με το πώς θα δέσει το ένα πλάνο με το επόμενο.
● Η μουσική είναι η μητέρα των τεχνών;
Εχω πει, και το πιστεύω απόλυτα, ότι αν όλοι οι άνθρωποι, από καταβολής κόσμου, ήξεραν να γράφουν μουσική, δεν θα υπήρχε λογοτεχνία. Δεν θα υπήρχε ανάγκη λογοτεχνίας. Αν αυτό που θέλεις να πεις, μπορείς να το γράψεις σε μία σονάτα…
● Στην άλλη γλώσσα…
Στη γλώσσα της μουσικής… Δεν είναι καταπληκτικό ότι η μουσική δεν περιγράφεται; Είναι η μόνη τέχνη που δεν μπορείς να την περιγράψεις. Δεν μπορείς να την πεις. Είναι η απόλυτη αφαίρεση.
● Πάμε στις «Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της Λογοτεχνίας». Εκεί μιλάς για τον ιδανικό αναγνώστη. Τι είναι; Εφεύρημα; Κατασκευή;
Κατασκευή. Είναι αυτός που έχεις στο μυαλό σου. Γράφω γι’ αυτόν που θα το διαβάσει πρώτος και θα του αρέσει αυτό που γράφω. Του κλείνω το μάτι κι αυτός το καταλαβαίνει. Δεν ξέρω όμως αν θα υπάρξει εν τέλει ο ιδανικός αναγνώστης ή αν υπήρξε ποτέ, αν με βρει κάποτε και μου πει «ναι, αυτό το κατάλαβα». Γι’ αυτό είναι ιδανικός γιατί είναι ιδεατός. Είναι εκεί.
● Και ο πραγματικός αναγνώστης;
Αυτός που όταν διαβάζει ένα βιβλίο το ξαναγράφει μέσα από τις δικές του εμπειρίες. Ο δε μεταφραστής είναι ένας δημιουργικός αναγνώστης.
● Με τα δυο πόδια σε δυο βάρκες; Το ένα στη μεριά του αναγνώστη και το άλλο στου συγγραφέα;
Με τον όρο ότι δεν το ξαναγράφει το βιβλίο. Προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να προσελκύσει τον αναγνώστη. Με τη σωστή γλώσσα, τη σωστή απόδοση του νοήματος. Δεν προδίδει τον συγγραφέα, δεν τον βελτιώνει. Δεν υπάρχει επιστήμη της μετάφρασης.
● Φοράει όμως το σακάκι του συγγραφέα;
Το φοράει όταν τον μισεί και τον ζηλεύει.
● Και τότε γίνεται κακός μεταφραστής;
Και καλός. Κι εγώ έχω ζηλέψει κι έχω μισήσει πολλούς συγγραφείς. Ξέρεις, «ζηλέψει» με την πολύ καλή έννοια. Συνομιλώ με τον συγγραφέα «που το βρήκες αυτό, ρε μπαγάσα;», «πώς δεν το σκέφτηκα κι εγώ;». Ο Μπόρχες ιδίως με έχει στείλει.
● Παίζεις μπάλα με τους συγγραφείς;
Ε, βέβαια. Και τους μιλάω. Τώρα τελευταία έχω αρχίσει και γνωρίζω κάποιους, γιατί οι περισσότεροι που μετέφρασα δεν ζουν πια, όπως ο Μπόρχες, παρόλο που τον είχα γνωρίσει. Τους ρωτάω διάφορα, αλλά παίζω μπάλα, ναι. Μ’ απαντάει, του απαντάω, του κλοτσάω, του βάζω γκολ, μου βάζει κι εκείνος. Πολλά γκολ, αμύνομαι όσο μπορώ και προσπαθώ να αντεπιτεθώ.
● Μικρού μήκους από επιλογή, διηγήματα επίσης από επιλογή. Μου θυμίζεις τους χρυσοθήρες στις ταινίες του Χάουαρντ Χοκς που ξεπλένουν τη λάσπη για να βρουν ένα ψήγμα χρυσού.
Δεν είμαι για τα μεγάλα μεγέθη. Πιστεύω στο καίριο του διηγήματος, της μικρής φόρμας.
● Υπάρχει κάτι επείγον εκεί;
Υπάρχει το επείγον να το πεις, να το βγάλεις από μέσα σου.
● Και ακαριαίο;
Ναι, και επείγον και ακαριαίο, η ιδέα που νομίζεις ότι είναι ωραία να τη μοιραστείς με έναν άλλο. Τη γράφεις και λες «θα του αρέσει, αν τη διαβάσει;».
● Σε αντίθεση με το μυθιστόρημα, το οποίο απλώνεται σε μια έκταση όπου πρέπει να χαθείς για να ξαναβρεθείς.
Μα δεν έχει πει ο Μπόρχες στη Μαρία Κοντάμα, «Βρε παιδί μου, σ’ αυτά τα μεγάλα μυθιστορήματα, δεν χάνεται κανείς εκεί μέσα;»; Ούτε ο Μπόρχες έγραψε ποτέ μεγάλο μυθιστόρημα. Δεν είναι βαρετό να γράφεις ένα μυθιστόρημα όταν μπορείς να διηγηθείς την ιστορία του σε δυο σελίδες;
● Ο συγγραφέας είναι ενιαίος κι ολόκληρος ή διχασμένος;
Πολυχασμένος, τριχασμένος.
● Μοιρασμένος σε όλες τις δυνατές πραγματικότητες και σε όλα τα πιθανά πρόσωπα;
Στην πραγματικότητα που ζει, στην πραγματικότητα που γράφει, στην πραγματικότητα της ιστορίας που γράφει. Γιατί όταν γράφεις, δεν είσαι στην πραγματικότητά σου, στην καθημερινότητά σου. Είσαι κάπου αλλού. Δεν ξέρω πού, σε άλλη διάσταση ίσως. Και υπάρχει και η πραγματικότητα της ιστορίας που αφηγείσαι. Αρα είσαι κι εκεί. Τριχασμένος, αν υπάρχει τέτοια λέξη.
● Λες «κακά τα ψέματα, γράφουμε για να μην τρελαθούμε». Από τι κινδυνεύουμε να τρελαθούμε; Από τον εναγκαλισμό με την καθημερινότητα;
Από την καθημερινότητα, ναι.
● Δεν την αντέχουμε τόση πραγματικότητα…
Μα δεν αντέχεται με τίποτα. Αντέχεται; Σκέφτομαι τους ανθρώπους που δεν είναι δημιουργικοί. Δημιουργικός είναι κι ένας που θα κοιτάξει να βάλει ένα πλοίο μέσα σ’ ένα μπουκάλι, είναι κι αυτό μια ασχολία που σε βοηθάει να δραπετεύεις.
● Στο «360» είχα την αίσθηση πως δεν χάθηκε ούτε στιγμή το παιγνιώδες ύφος σου. Τι είδους χαμόγελο είναι αυτό κάτω από τις αράδες σου;
Πονηρό είναι…
● Αν χάσεις την έννοια του παιχνιδιού, χάνεις το κέφι σου για το γράψιμο;
Λέω πάντα «η λογοτεχνία ή θα είναι παιγνιώδης ή δεν θα είναι». Κανονικά, διαβάζοντας Κάφκα πρέπει να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια. Ξυπνάει ο άλλος, γίνεται μαμούνι. Γελάς από την πρώτη φράση. Μαύρο χιούμορ. Εχει κάτι το θεμελιωδώς παιγνιώδες ο Κάφκα στα έργα του. Κι ο Μπόρχες έχει τρομερό χιούμορ. Γι’ αυτό και δεν μ’ αρέσουν πολύ οι συγγραφείς που δεν έχουν χιούμορ. Ο Χένρι Τζέιμς, ας πούμε. Δεν μου χαμογελάει ποτέ. Τον Σάλμαν Ρούσντι τον θεωρώ ανυπόφορα σοβαρό και σοβαροφανή. Δεν τον μπορώ. Ούτε τον Προυστ.
● Σε θεωρούν παιδί του Μπόρχες. Ποιους άλλους λογοτεχνικούς πατεράδες έχεις υιοθετήσει;
Τον Φλομπέρ, κυρίως αυτόν, δεν είμαι πολύ μπαλζακικός, τον θεωρώ πληθωρικό για τα γούστα μου.
● Λατρεύω τον «Μπουβάρ και Πεκισέ», αυτή τη φάρσα στην ύπαρξη.
Είχα τη μεγάλη χαρά και ευλογία να το μεταφράσω. Φλομπέρ, Φόκνερ, μέγας, Κάφκα. Εχω τέσσερα μεγάλα μεταφραστικά απωθημένα.
● Ποια;
«Τη βουή και το πάθος». Την «αισθηματική αγωγή» που την έχει μεταφράσει ο Μουλάς πολύ καλά, έχει κάνει κι αυτή την καταπληκτική εισαγωγή. «Το κουτσό» του Κορτάσαρ, που όλο λέω να το κάνω και μου ξεφεύγει. Και το τέταρτο είναι το «Κάτω από το ηφαίστειο» του Μάλκομ Λόουρι. Ε, αυτοί είναι οι λογοτεχνικοί πατεράδες μου.
● Από Ελληνες;
Μη γελάσεις, αλλά στα πρώτα μου βήματα με επηρέασε ο Σαμαράκης τότε με αυτό το κοφτό, το καίριο εύρημα του τέλους πάντα.
● Το σχεδόν αμερικάνικο.
Και πάρα πολύ ο Βασιλικός με «Το Φύλλο, Το Πηγάδι, Το Αγγέλιασμα». Αυτά με επηρέασαν στην εφηβεία μου κι επηρέασαν και τα πρώτα μου γραπτά. Και μετά αγάπησα πολύ τον Βιζυηνό. Οχι, τον Παπαδιαμάντη. Και αγάπησα «Το κιβώτιο» του Αλεξάνδρου και το «Από το στόμα της παλιάς Remigton» του Γιάννη Πάνου. Σπουδαία κείμενα. Τώρα θα πω μια βλασφημία. Ταχτσής… δεν μου λέει τίποτα, ρε παιδί μου.
● Εγώ τον αγαπάω…
Ε, τον αγαπάς, αλλά έγραψε μόνο ένα βιβλίο, κι ένα βιβλίο είναι σχεδόν τυχαίο. Να σου πω κι άλλη μια βλασφημία; Τον Χατζιδάκι δεν τον θεωρώ τόσο σημαντικό συνθέτη όσο τον Μίκη. Καμιά σύγκριση.
● Παίζεις μπάλα τώρα, αλλά όσον αφορά τον Χατζιδάκι, παίζουμε σε άλλο γήπεδο.
Είναι τα μεγάλα διλήμματα της εφηβείας και της μετεφηβείας. Χατζιδάκις - Θεοδωράκης. Μπιτλς - Στόουνς. Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός, κιθαρίστας ή ντράμερ. Εγώ είμαι Μπιτλς, Θεοδωράκης και Ολυμπιακός.
● Κι εγώ ντράμερ... Αλλά θέλω να σε ρωτήσω κάτι άλλο. Τι έχεις στο μυαλό σου όταν γράφεις; Εγώ, ας πούμε, έχω πλάνα από ταινίες και μουσικές. Δεν μ’ αρέσει να έχω συγγραφείς και βιβλία.
Ούτε εγώ, δεν θέλω να έχω.
● Αρα τα υλικά της έμπνευσης από πού έρχονται;
Εικόνες ή ήχοι. Το «360» είναι καθαρά μια μουσική σύνθεση, ένα ρόντο. Είναι γεμάτο μουσικές. Αυτό το βιβλίο θα έπρεπε να κυκλοφορήσει μ’ ένα cd. Ενα σάουντρακ από Βέμπερ μέχρι Λου Ριντ, πολλά διαφορετικά κομμάτια.
● Πριν από ενάμιση χρόνο μού είπες ότι ξεκίνησες καινούργιο βιβλίο.
Σ’ ενάμιση χρόνο από τώρα θα σου πω ότι τελείωσα. «Το σώμα» λέγεται. Είναι η ζωή ενός ανθρώπου που θα μπορούσε να είχε ζήσει στην Ελλάδα που έζησα κι εγώ, στα χρόνια που έζησα. Η ζωή του μέσα από το ιατρικό ιστορικό του. Ξεκινάει με μια αξονική τομογραφία, περνάει από μέσα ένα βιογραφικό του, τα κεφάλαια είναι ιατρικά ιστορικά, έπαθε μια περιτονίτιδα, έπαθε αυτό, έπαθε εκείνο, και το τελευταίο κεφάλαιο είναι η συνέχεια της αξονικής, όπου πάει στον ογκολόγο για να του πει τη διάγνωση. Προσωπικά βιώματα, αλλά και ευρύτερα, μια διερώτηση για το σώμα, για την ψυχή. «Η ψυχή έχει σώμα;» ρωτάει ο Γκοντάρ στο «Χαίρε Μαρία».
● Σου λείπει ο Μίμης;
Πάρα πολύ. Μου λείπει παρόλο που δεν βλεπόμασταν συχνά. Την τελευταία φορά που τον είδα, ήταν σε μια παρουσίαση, με τη φωνή του ρημαγμένη, και πήγαμε και ήπιαμε έναν καφέ στην Πλατεία Προσκόπων. Και ήταν σπαρακτικός και μου έλεγε διάφορα δικά του και του έλεγα «μη μιλάς γιατί κουράζεσαι». Σπαρακτικός. Μου λείπει που δεν είναι γύρω μας, κατάλαβες;
● Φίλησέ μου την Ιωάννα. Μ’ αυτήν θέλω να κλείσουμε, το δικαιούται.
Η Ιωάννα είναι σπουδαία γυναίκα, σπουδαία πραγματικά. Ο,τι έχω κάνει, ό,τι έχω γράψει, ό,τι έχω γυρίσει από ταινία μικρού μήκους είναι αφιερωμένη σ’ αυτήν, είτε το δηλώνω είτε όχι. Γιατί όλες μου οι ταινίες είναι αφιερωμένες στην Ιωάννα. Οπως και τα περισσότερα γραπτά μου που της αφιερώνονται, έστω και νοερά. Είναι ο πρώτος μου αναγνώστης, ο πρώτος θεατής της ταινίας μου, την έχω ονομάσει «δοκιμαστή αυτοκρατόρων» που τα διαβάζει όλα πρώτη. Για να μη δηλητηριαστεί ο επόμενος.
● Κοντά πενήντα χρόνια μαζί σου. Πώς είναι αυτό το μαζί; Λέγεται;
Με μια φράση: Η Ιωάννα είναι το alter ego μου, χωρίς το alter.
Χρήστος Αγγελάκος συγγραφέας
Πηγή: pancreta