Η συλλογή δοκιμίων, άρθρων και κριτικών του Γ. Αριστηνού, που φέρει τον άκρως υπαινικτικό τίτλο «ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΝΗΤΕΣ», κυκλοφορήθηκε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος. Το βιβλίο βραβεύτηκε από την Ακαδημία που ακολούθησε ασθμαίνουσα την πραγματικότητα.
Η βράβευση του Αριστηνού έχει γίνει πολύ πριν και πολύ πιο ριζικά στις συνειδήσεις των αναγνωστών, οι οποίοι υποδέχονται, όπως και ο γράφων, το λόγο του ως εορτή αποκαθήλωσης, την οποία πάντα έχει ανάγκη η (λογής καθιερωμένη και επαναπαυμένη…) πνευματικότητα σαν θέλει να βαδίσει μπρος. Στη συνείδησή μου ο δοκιμιακός λόγος του Αριστηνού αναμένεται ως ευωχία αιρετικότητας, ανορθοδοξίας και εξόχως δημιουργικής διαβολής. Κυρίως, ως γιορτή βαθιά χωνεμένου γραμματολογικού υλικού, όπως σπάνια συναντά κανείς στη χώρα μας. Υλικού που υπενθυμίζει στους γράφοντες σε ποια οργωμένα(και από ποιους…) χωράφια πατούν…, ώστε να γυμνάζουν, κατάλληλα, τις πλάτες τους για μείζονες αναμετρήσεις και όχι για συγγραφικά κουβαδάκια στις παραλίες. Που υπενθυμίζει τι πρέπει, μέσες-άκρες, πρώτα (υποψιασμένοι) να κουβαλούν πριν γεμίσουν τη λευκή κόλλα. Υποψιασμένοι, που θα γνωρίζουν ποια τα διακυβεύματα και οι αξιώσεις στο γράφειν (και αναγινώσκειν), μη έχοντες δικαίωμα να υπνοβατούν ανυποψίαστοι. Η ανορθοδοξία του Αριστηνού είναι αποκατάσταση της ορθοδοξίας του ελευθέρως εις τι μετέχειν. Η αποκαθήλωση προτροπή στον αναστοχασμό. Η γλώσσα, άρτια και ακριβολόγα, αγωνίζεται. Αγωνίζεται να μην κλειστεί στην ακεραιότητα της διατύπωσης, αλλά να εμφυσήσει λίγο καθαρό αέρα δρόμου (=ποίησης) μες στο «ακαδημαϊκό» πεζό. Κι αυτό οφείλουμε να το εκτιμήσουμε δεόντως, είναι εύσημο για τον ίδιο. Οι αναγνωστικές (δημιουργικές και γόνιμες) θεάσεις του στο εν λόγω βιβλίο αφορούν, μεταξύ άλλων, στον Τζόυς (προσφιλές του θέμα διαχρονικά), τον Παπαδιαμάντη (μάλιστα με παραλληλισμό των βίων τους σε μιαν αναπάντεχη (;…) σύνδεση, βλ.σελ.276), τον Μπόρχες (εξίσου προσφιλής του διαχρονική αναφορά), τη νεωτερικότητα, το μοντερνισμό, το μεταμοντερνισμό, την ελληνικότητα, τον Σελίν, το ρατσισμό, τον Βιτγκενστάιν και τον Σαίξπηρ, για να δώσω, σχηματικά, μιαν αίσθηση απ’ την πινακοθήκη των θεμάτων του. Φυσικά, δεν θα υπεισέλθω σε (κριτικό)σχολιασμό των δοκιμίων. Πιο σημαντικό, εδώ, είναι να εντοπισθούν οι άξονες της σκέψης του συγγραφέα.
Το στοιχείο που θέλγει τον αναγνώστη, νομίζω, είναι η, υπόρρητη ή όχι, πρόταση του Αριστηνού να δούμε την πνευματικότητα ως περιπλάνηση. Εκεί, φυσικά, εμφωλεύει ο αντιδογματισμός και οι απροσδόκητες γωνίες θέασης λογοτεχνημάτων, ρευμάτων, θεωριών κλπ, οι οποίες διευρύνονται πρισματικά μέσω μιας ειδολογικής ομοβροντίας (εκ μέρους του συγγραφέα)που συνουσιάζεται «άνευ ορίων άνευ όρων» με τα πάντα. Αυτό, κρίνω, αποτελεί και τον βαθύ πυρήνα σκέψης του Αριστηνού: καθετί μπορεί να καταλάβει θέση οπουδήποτε, αρκεί να υπάρχει (κριτικός…) οφθαλμός για να το εγκαταστήσει εκεί. Όπως πάντα, δεν ξέρει τι να πρωτογευτεί κανείς από τις (αιρετικές) ενδιαφέρουσες αναφορές, τις (αναπάντεχες) συνδέσεις, τον καταιγισμό συναρμογών και αποσυναρμολογήσεων. Ολόκληρες ταξιαρχίες. Πλούτος. Και πλούτος, όπως εγώ τουλάχιστον τον βιώνω, είναι να θάλλεις οδυσσειακά μέσα στην υποψία, την ανασφάλεια, το ξεβόλεμα, την εγρήγορση, τη ζωική κίνηση και κυρίως τον αντιεφησυχασμό. Ο πλούτος, έτσι ιδωμένος, σε σπρώχνει στην ανεστιότητα, στην αβεβαιότητα, στο τελικό «ουδέν οίδα», καθώς αν θέλουμε (πολλά και πλούσια, καβαφικώς) ταξίδια είναι για να εδραιώσουμε εντός μας τον αντιδογματισμό απέναντι στο ζην. Κι αυτό αφορά τόσο σε γράφοντες όσο και σε αναγνώστες.
Οι προτάσεις του θέασης λογοτεχνημάτων (= πραγματικότητας…) και προσώπων δεν παύουν να είναι γόνιμες ακόμη κι όταν δεν συμφωνεί κανείς μαζί τους. Μέγιστο προσόν. Ακόμη και σε περιπτώσεις ευκολίας θεάσεων (πχ. περί νεοπριμιτιβισμού του Σεφέρη…), όπως αυτές εκφέρονται, το ρήγμα και η ρωγμή που εγκαινιάζεται αρκούν, ώστε να επιτραπούν πια γόνιμες αποϊεροποιήσεις/αποκαθηλώσεις και να επέλθει, λυτρωτικά, η νηφαλιότητα σκέψης έναντι των (λογής ιερών…)τεράτων, αλλά και να ελπίσει κανείς σε ρεαλιστικές μετοχές στο «Πραγματικό».Η συνάντηση μ’ αυτό δεν ακολουθεί κανόνες. Τους αναδύει από μόνη της πάνω στο γίγνεσθαι του ταξιδιού. Εκεί σμιλεύεται και η φυσιογνωμία της. Δεν μετρά, ακόμη, ούτε και η αντίθετη άποψη που τυχόν έχει κανείς σε όσα θέτει (ποτέ, ωστόσο, τελεσίδικα…) ο συγγραφέας. Μετρά το ότι για να την έχει κανείς πρέπει να διαβεί πολύ δρόμο προσωπικού στοχασμού, πορείας και εμπειρίας. Κι αυτό είναι πλούτος. Δεν ξέρω αν υπάρχουν έξοχες ιδέες στον Αριστηνό. Υπάρχουν, όμως, έξοχες εφαρμογές προϋπαρχουσών ιδεών. Εφαρμογές απροϋπόθετες και απροσδόκητες, που αναδιατάσσουν το υλικό προς ανέλπιστες κατευθύνσεις. Η κριτική του δεν έχει ορμητήριο, ως είθισται, το δέος, το σεβασμό, την αυτόματη παραδοχή και την αβασάνιστη επικρότηση των καθιερωμένων ιδεών, ρευμάτων, προσώπων. Η κριτική είναι, και οφείλει να είναι, ωμοφαγική, ασεβής, αποκαθηλωτική, πειρακτική, αν θέλει να διακονήσει τίμια την ελευθερία. Με «ψυχαναγκαστική ένταση» και αφοσίωση, όπως λέει ο ίδιος για τον εαυτό του, έχει υπηρετήσει, με γνώμονα τα παραπάνω, την κριτική.
Στον Αριστηνό, το (λογής) ιερό διαβάλλεται για να μην αποκοιμίζει μουμιοποιημένο από τη ναρκωτική κοινοτοπία της καθιέρωσης (χαρακτηριστικές π.χ. οι θέσεις του για την περιβόητη ελληνικότητα της γενιάς του’30, αλλά και για τους εκφραστικούς τρόπους της. Βλ. ενδεικτικά σελ.262,130,106,103,κ.α.).Ο Αριστηνός δεν πτοείται από τις οχλαγωγίες των λογής βαϊοφόρων και τα παράσημα των επί λογοτεχνικού δίφρου εποχουμένων. Το χαλί της καθιέρωσης τραβιέται, ώστε να αποφύγουμε(αναγνωστικά, πνευματικά) το λήθαργο και να αρχίσουμε να τρεκλίζουμε ακροβατώντας. Τέλος, για να μαθητεύσω πιστά στη διαβολή, θα περίμενα η αιρετικότητα/διαβολή του Αριστηνού να συμπεριλάβει και τους προσφιλείς (λογοτεχνικούς) του χώρους, γενικεύοντας, κατά πάντων, την επίθεση ανατίναξης, σε μια προσπάθεια αποκαλυπτικής ανάδειξης έτερων (αντισυμβατικών) πλευρών των «ειδώλων» του. Ειδικά των Τζόυς, Μπόρχες. Και όταν λέω «αντισυμβατικών» άλλο δεν εννοώ από το να καταδειχθεί πόσος όγκος (συμβατικής) στατικότητας αντί αχαρτογράφητης περιπλάνησης υπάρχει στο έργο τους. Ίσως, μάλιστα, σκέφτομαι το τελευταίο σκαλί που θα πρέπει να υπερβεί να ’ναι κι αυτό: να θελήσει να κλωτσήσει(με τα όπλα που ήδη κατέχει…) αυτή τούτη την προγραμματική εκδορά κάθε σύμβασης και παραδοχής που επιχειρεί, και να κοιτάξει (με τα μάτια της κριτικής) …θωπευτικά αυτή τούτη την «καθιέρωση» (π.χ. την ίδια την «ομολογία πίστεως» του Παπαδιαμάντη στον «Λαμπριάτικο ψάλτη»…), βαθαίνοντάς την με τις νέες εκείνες διαστάσεις που η ίδια, ασφαλώς, έχει. Η οπτική αυτή γωνία (όχι μονοδιάστατα), από τη μεριά της «παράδοσης», ίσως γεννήσει μιαν αισθητική της …ειρήνης με …ρειμάνιες γεωμετρίες καμωμένη. Διακινδυνεύω μια προφητεία : το μέλλον θα δικαιώσει πολλή παράδοση. Και θα τη δικαιώσει ως… «μετανεωτερικώς» ακραιφνή!
γράφει ο Στάθης Κομνηνός
Πηγή: tovivlio.net