Τη νύχτα της 25ης προς 26 Σεπτεμβρίου του 1940, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν αυτοκτόνησε με μορφίνη στο Hotel de Francia, του Portbou, ενός παραλιακού χωριού της Καταλονίας, εγκλωβισμένος μαζί με άλλους Εβραίους που προσπαθούσαν να διαφύγουν στις ΗΠΑ, υπό την απειλή του φρανκικού καθεστώτος ότι θα τους εκδώσει στην ήδη κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία. Αντί άλλου αφιερώματος, ένα μικρό απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το χίλια εννιακόσια (μετάφραση Ιωάννα Αβραμίδου, Άγρα, 2005).
* * *
Στα παιδικά μου χρόνια ήμουν δέσμιος της παλιάς και της νέας δυτικής πλευράς της πόλης. Το σόι μου έμενε τότε σ’ αυτές τις δύο συνοικίες με μία συμπεριφορά ανάμεικτη από πείσμα και υπερηφάνεια, γεγονός που τους έκανε να ζουν σ’ ένα γκέτο που το θεωρούσαν φέουδό τους. Παρέμενα κλεισμένος σε αυτή τη συνοικία χωρίς να γνωρίσω άλλη. Για τα πλούσια παιδιά της ηλικίας μου οι φτωχοί ήταν μόνο ζητιάνοι. Είχα κάνει μεγάλη πρόοδο όταν ανακάλυψα πρώτη φορά ότι η φτώχεια αποτελεί το όνειδος της κακοπληρωμένης εργασίας. Ήταν σ’ ένα μικρό κείμενο, το πρώτο που συνέταξα εντελώς μόνος μου, για λογαριασμό μου. Το θέμα του ήταν ένας άνθρωπος που μοίραζε διαφημιστικά φυλλάδια, καθώς και οι ταπεινώσεις που υφίστατο από τους περαστικούς που αδιαφορούσαν γι’ αυτά. Τότε ο φτωχός —έτσι τελείωνα— ξεφορτώνεται κρυφά το πακέτο. Σίγουρα ήταν ο πλέον αναποτελεσματικός τρόπος να τακτοποιήσει την κατάσταση. Όμως, την εποχή εκείνη δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλη μορφή εξέγερσης εκτός από τη σκανταλιά. Είναι αλήθεια ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα προσωπικής εμπειρίας. Κατέφευγα σ’ αυτήν όταν προσπαθούσα να ξεφύγω από τη μητέρα μου. Κυρίως όταν έβγαινε για ψώνια, τότε που το πείσμα μου και η επιμονή μου την έφερναν σε κατάσταση απόγνωσης. Συνήθιζα πράγματι, να μενω πάντα μισό βήμα πίσω. Σαν να μην ήθελα σε καμία περίπτωση να πηγαίνω μπροστά, ούτε ακόμα και με την ίδια μου τη μητέρα. Ο λόγος που κατά τις κοινές μας εξόδους στην πόλη αισθανόμουνα αυτή την ονειροπόλο αντίσταση, αποκαλύφθηκε αργότερα, όταν ο λαβυρινθώδης χαρακτήρας της πόλης ξανοίχτηκε στη σεξουαλική επιθυμία. Αλλά αυτή η τελευταία, κατά τις πρώτες ψηλαφήσεις αναζητούσε λιγότερο τη σάρκα και περισσότερο την εντελώς κολασμένη ψυχή, που τα φτερά της έλαμπαν σαπρά στο φως ή λαγοκοιμούνταν ακόμα, αναδιπλωμένα κάτω από τη γούνα που περιέβαλλε αυτήν τη ψυχή σαν κουκούλι. Επωφελούμουν, λοιπόν, από ένα βλέμμα που φαινόταν να μη βλέπει το τρίτο κομμάτι από αυτό που πραγματικά παρατηρούσε. Ωστόσο, ήδη από τότε, όταν η μητέρα μου αποδοκίμαζε την απέχθεια που ένιωθα και τη νυσταλέα περιπλάνησή μου, διέβλεπα αμυδρά τη δυνατότητα να διαφύγω μια μέρα από την κηδεμονία της, χάρη στη συνωμοτικότητα αυτών των δρόμων, μέσα στους οποίους, ήταν προφανές, δεν είχα βρει το δικό μου. Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αίσθηση —δυστυχώς απατηλή— ότι μπορούσα να ξεφύγω από τη μητέρα μου από την κοινωνική της τάξη και από τη δική μου, εξηγούσε την ακατανίκητη παρόρμηση που μ’ έκανε να πλησιάζω μέσα στο δρόμο μια πόρνη. Αυτό μπορούσε να διαρκεί κάποιες ώρες πριν το αποτολμήσω. Η φρίκη που ένιωθα τότε ήταν η ίδια με αυτήν που θα ένιωθα μπροστά σε ένα αυτόματο, το οποίο αρκούσε να του θέσει κανείς ένα ερώτημα για να αρχίσει να λειτουργεί… Και τότε έριχνα τη φωνή μου μέσα στη σχισμή. Το αίμα βούιζε στ’ αυτιά μου και δεν ήμουν ικανός να συλλέξω τα λόγια που έπεφταν από αυτό το έντονα μακιγιαρισμένο στόμα. Δραπέτευα για να επαναλάβω, την ίδια νύχτα —πόσες φορές ακόμα— την τρελή αυτή προσπάθεια. Όταν, καμιά φορά χαράματα, σταματούσα σε μια αυλόπορτα και παγιδευόμουν χωρίς διέξοδο στα ασφαλτοστρωμένα δεσμά του δρόμου, δεν ήταν και τα πιο καθαρά χέρια αυτά που με απελευθέρωναν.
Βάλτερ Μπένγιαμιν, Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το χίλια εννιακόσια, μετάφραση Ιωάννα Αβραμίδου, Άγρα, Αθήνα 2005 (απόσπασμα).
Πηγή: k-m-autobiographies.blogspot.gr/
Πηγή: pancreta