Ποιητές, πεζογράφοι, κριτικοί λογοτεχνίας αλλά και πανεπιστημιακοί απαντούν στο αρχετυπικό, δαιδαλώδες και ολισθηρό ερώτημα «Γιατί γράφω;». Ενα ψηφιδωτό κειμένων που προσπαθεί να φωτίσει τη σκοτεινή ρίζα της γραφής. Απαντά ο Αχιλλέας Κυριακίδης*
Δεν ξέρω. Θα μπορούσα να σταματήσω εδώ, αλλά μου ζητήθηκε ν’ απαντήσω στο ερώτημα σε τριακόσιες πενήντα λέξεις, και το μόνο που σκέφτομαι (με φρίκη) είναι ότι τη στιγμή που θα τελειώνω αυτή την πρόταση, θα μου μένουν άλλες τριακόσιες εννέα.
Δεν ξέρω γιατί γράφω, όπως δεν ξέρω ούτε ποιο μπορεί να είναι σήμερα επαρκές κίνητρο για να γράφει κανείς ή, γενικότερα, ν’ ασχολείται με την τέχνη, ενώ πολύ φοβάμαι ότι δεν ξέρω ούτε τι ήταν χθες. Το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας που, ευτυχώς, παραμένει άλυτο, μου φαντάζει σαν παιδικό αίνιγμα μπροστά στο μυστήριο της κατανάλωσης της τέχνης. Μπορώ να κατανοήσω (προφανώς γιατί έχω μπει κι ο ίδιος σ’ αυτή την παλαίστρα) γιατί κάποιος αποφασίζει μια ωραία πρωία να σκαλίσει στον τοίχο του σπηλαίου του ένα μαμούθ, αλλά όχι και τι είναι αυτό που ωθεί τον γείτονά του να έρθει να το δει. Αυτή η μετάβαση στο έργο τέχνης (είτε πρόκειται για επίσκεψη στο μουσείο είτε για την αγορά ενός βιβλίου) με γεμίζει δέος. Κι αυτό το δέος μού αρκεί. Σπάνια ένα δέος αποδείχθηκε μάταιο.
Πάντως, για να αμβλύνω κάπως το αιχμηρό «Δεν ξέρω» με το οποίο ακύρωσα βιαίως την ερώτηση και προσέβαλα τον ερωτώντα, σπεύδω να καταθέσω τη διαπίστωσή μου ότι σε όλες τις αντίστοιχες έρευνες που έχουν δει το φως κατά καιρούς, κανένας συγγραφέας δεν τόλμησε ν’ απαντήσει με ειλικρίνεια στην ερώτηση: «Γιατί γράφετε;». Κακά τα ψέματα: γράφουμε για να μην τρελαθούμε. Το είπε και ο Κιούμπρικ σε μιαν ακόμα λάμψη της μεγαλοφυΐας του, εκείνη την υποδειγματική αλληγορία για τον συγγραφέα που δεν έχει έμπνευση.
*Ο Α. Κυριακίδης είναι πεζογράφος, μεταφραστής και κινηματογραφιστής. Τελευταίο του βιβλίο είναι η νουβέλα «360» (Πατάκης, 2013)
Πηγή: efsyn.gr