Ο Αχιλλέας Κυριακίδης γράφει για τους "Λαβυρίνθους" του.
Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ενώ η ζωή μου έπλεε σε πελάγη ρεαλιστικής ευτυχίας και ενώ ήμουν ήδη «σημαδεμένος» από διάφορα παιδικά αναγνώσματα, εφηβικές αποκαλύψεις και ώριμες ανακαλύψεις (Ντοστογέφσκι, Κάφκα, Βιζυηνός, Σεφέρης, Τσίρκας, Τζαστίν του Ντάρελ, Η αισθηματική αγωγή του Φλομπέρ, Το αγγέλιασμα του Βασιλικού κ.ά.), μου χαρίστηκε από έναν αμερικανό φίλο ένα βιβλιαράκι των Εκδόσεων Ρenguin, στη σειρά Μodern Classics. Συγγραφέας με διπλό όνομα (Jorge Luis Βorges), τίτλος μονολεκτικός ( Labyrinths ), και στο εξώφυλλο λεπτομέρεια από τον ιλιγγιώδη και «αρτσιμπολντίζοντα» πίνακα Αβάνα (!) του... κουβανού ζωγράφου Πορτοκαρέρο.
Παρακάμπτοντας έναν βαρύγδουπο Πρόλογο του Αντρέ Μορουά, άρχισα να διαβάζω, ολοένα και πιο έκθαμβος, ολοένα και πιο αμήχανος, τα κείμενα του μικρού τόμου, προσπαθώντας να εικάσω, πίσω από τις αυστηρές, ακριβείς, οξύγωνες αγγλικές λέξεις, την κρυφή γοητεία του πρωτοτύπου, γραμμένου σε μια γλώσσα που σωστά τη φανταζόμουν συνυφασμένη από γάργαρα λατινικά και την αραβική των ερήμων και της ραθυμίας.
Το πρώτο κείμενο αυτής της ανθολογίας πεζών και δοκιμίων του Μπόρχες από διάφορες συλλογές του ήταν ένα κυριολεκτικά διαστημικό ταξίδι σε έναν τόπο εξορίας κάθε ρασιοναλισμού και κάθε κανόνα ορθόδοξης αφηγηματικής τεχνικής. Στον πλανήτη αυτόν, του διηγήματος με τον επιστημονικοφανή, παράδοξα γοητευτικό και γοητευτικά παράδοξο τίτλο «Τlon, Uqbar, Οrbis Τertius», εγκαταστάθηκα για τα καλά και διαμένω έκτοτε, αφού πρώτα φρόντισα ν΄ αποκτήσω τα Απαντα του συγγραφέα στο πρωτότυπο και ν΄ αξιοποιήσω τη γνώση μου άλλων λατινογενών ιδιωμάτων για να αυτοδιδαχθώ τη συναρπαστική γλώσσα του Αργεντινού.
Δεν ξέρω πώς μπορώ να επεκταθώ (τι βλάσφημο ρήμα όταν μιλάς για έναν συγγραφέα με τόσο ευγενή φειδώ των λέξεων!) στον τρόπο με τον οποίο άλλαξε η ζωή μου μετά από εκείνη τη μετωπική σύγκρουση που κονιορτοποίησε όλες μου τις αυτάρεσκες βεβαιότητες. Ούτε ξέρω πώς μπορώ να εξηγήσω τι είναι αυτό τέλος πάντων που με κρατάει, εκόντα, δεσμώτη του και γυροφέρνω στον λαβύρινθό του σαν μακάριος Μινώταυρος.
Ξαναγυρίζω στην κεραυνοβόλα «γνωριμία» μας. Καμιά δεκαριά χρόνια αργότερα, σε μια απότομη στροφή της ηλικίας μου, η ζωή μου εκτροχιάστηκε και αυτό που με βοήθησε να βγω αλώβητος απ΄ τα συντρίμμια δεν ήταν άλλο από την περιπετειώδη εκστρατεία μετάφρασης των δύο αρχετυπικών βιβλίων του Μπόρχες που, άλλωστε, συνιστούσαν και τον βασικό κορμό του Labyrinths: τη συλλογή διηγημάτων Ficciones ( Μυθοπλασίες ) και τη συλλογή δοκιμίων Οtras inquisiciones ( Διερευνήσεις )- δύο μεταφράσματα που αγκαλιάστηκαν αμέσως και εκδόθηκαν από τον γενναιόδωρο Θανάση Χαρμάνη των εκδόσεων Υψιλον/βιβλία.
«Ενας άνθρωπος» γράφει ο Μπόρχες στον Επίλογο της συλλογής πεζών και ποιημάτων Εl Ηacedor ( O Ποιητής ) «βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο.
Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα και ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του».
Και να που μια τόση δα παράγραφος συνιστά τη φαεινότερη αλληγορία για την ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας: κάθε δημιουργός προσπαθεί με το έργο του να εξορκίσει τα ιδιωτικά του δαιμόνια· ή κάθε δημιουργός (δεν μπορεί παρά να) κατατρύχεται από μια ιδέα που (δεν μπορεί παρά να) είναι έμμονη· ή κάθε καλλιτεχνική δημιουργία προϋποθέτει, εκπορεύεται από, εκφράζει και επιστρέφει σαν πειθήνιο μπούμερανγκ στους κόλπους τής- έμμονης- ιδέας ως ακατάλυτου ποιού του τρόπου αντίληψης του κόσμου. Υπάρχει μια φωτογραφία του εκεί, στο τελευταίο του βιβλίο, το Αtlas, που έγραψε για και μαζί με τη σύζυγό του Μαρία Κοντάμα. Ο Μπόρχες είναι πάνω σ΄ ένα αερόστατο. Χαμογελά. Η Μαρία είναι δίπλα του. Κάποιοι πίσω τους μηχανεύονται την απογείωση. Ο ήλιος λάμπει. Γράφει ο Μπόρχες στο αντίστοιχο κείμενο: «Νιώθαμε μια σχεδόν σωματική ευτυχία. Λέω σχεδόν, γιατί δεν υπάρχει ευτυχία ή δυστυχία που να μην είναι σωματική- απλώς παρεμβάλλονται το παρελθόν, οι περιστάσεις, η κατάπληξη και τα άλλα δεδομένα της συνείδησης».
Είναι φορές που νιώθω, όταν διαβάζω ή μηρυκάζω στο μυαλό μου Μπόρχες, πως βρίσκομαι μαζί του εκεί ψηλά. Εχω κι εγώ μονάχα τέσσερις αισθήσεις και λέω: «Καλά είναι». Μας έχει πάρει ο άνεμος και περιπολούμε πάνω από χωράφια και από σπίτια. Ο αέρας φέρνει μυρωδιές από το χώμα, το νερό και τους ανθρώπους. Και μιαν άλλη μυρωδιά, γλυκιά, που δεν ξέρω τι είναι. Τον ρωτάω. «Είναι ο αιθέρας απ΄ τις λέξεις που εξατμίζονται» μου λέει. «Από ΄δώ περνάει ο Λόγος που αναθρώσκει».
Το ΄χω ξαναπεί: ο Μπόρχες δεν θα σου διδάξει πώς να βγεις από αυτόν τον Λαβύρινθο- θα σου διδάξει πότε (και, κυρίως, πώς) να παραδεχθείς ότι χάθηκες.
Κλείνω με τις πρώτες φράσεις του διηγήματος «Φούνες, ο μνήμων» που πρωτοδιάβασα σ΄ εκείνο το άγιο Labyrinths: «Τον θυμάμαι (δεν έχω δικαίωμα να εκφέρω αυτό το ιερό ρήμα- μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο είχε δικαίωμα, κι αυτός ο άνθρωπος έχει πεθάνει...)».
*Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Το Βήμα", 31.7.2011, ως απάντηση στην έρευνα "Το βιβλίο που με σημάδεψε".
Πηγή: tovima.gr