Νίκος Χουλιαράς, 1940-2015
—Απομακρύνεται σκυφτός, καπνίζοντας, όπως θα κάπνιζε αν ζούσε—
20 Ιουλίου 2015 πέθανε ο ζωγράφος, μουσικός, πεζογράφος και ποιητής Νίκος Χουλιαράς, σε ηλικία 75 ετών.
Ο Νίκος Χουλιαράς γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1940. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (1962-1967), γλυπτική με τον Γιάννη Παππά και σκηνογραφία με τον Β. Βασιλειάδη, αλλά τελικά προτίμησε τη ζωγραφική. Ως ζωγράφος κέρδισε το βραβείο Παρθένη, το 1969, και παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα (1969, Άστορ). Τα πρώιμα έργα του ήταν μάλλον αφαιρετικά, με ακαθόριστες φόρμες σαν αστρικά σώματα σε λευκό φόντο.
Μέσα στη δεκαετία του 1970, οι μνήμες από το τοπίο της ιδιαίτερης πατρίδας του εισχωρούν στη ζωγραφική του. Δημιουργεί πίνακες που απεικονίζουν έρημους χώρους, με τονισμένη τη γραμμή του ορίζοντα και υποβλητική ατμόσφαιρα – μια υπαινικτική αναφορά στην εικόνα της λίμνης των Ιωαννίνων.
Στην επόμενη φάση, μετά το 1979, θα ολοκληρωθεί η ιδιαίτερη φυσιογνωμία αυτής της ζωγραφικής, με την απόλυτη κυριαρχία της εικονιστικής αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο. Οι πίνακες κατακλύζονται από φιγούρες που περιγράφουν ανθρώπινες ιστορίες, διηγούνται αναμνήσεις, παραμύθια και όνειρα ή εκφράζουν υπαρξιακές αγωνίες, άλλοτε με δραματικό τρόπο, άλλοτε με μια γκροτέσκα ποιητική διάθεση.
Κατά το χρονικό διάστημα 1965 – 1970 ασχολήθηκε με τη μουσική. Έγραψε πολλά τραγούδια τα οποία ερμήνευσε ο ίδιος, καθώς και άλλοι γνωστοί καλλιτέχνες με μεγάλη επιτυχία.
Επίσης, υπήρξε ο πρώτος που έκανε διασκευές σε δημοτικά τραγούδια και παρουσίασε τα ηπειρώτικα στο κοινό της Αθήνας (έχουν κυκλοφορήσει 7 δίσκοι του). Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, τα ιταλικά, τα αγγλικά, τα σουηδικά και τα γερμανικά. Το μυθιστόρημά του Ο Λούσιας έγινε τηλεοπτική σειρά που μεταδόθηκε από την ΕΤ-1 το 1989. Το 1996 ήταν υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας με το βιβλίο του «Στο σπίτι του εχθρού μου».
Έλαβε μέρος στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1969 και συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ασχολήθηκε επίσης, επί πολλά χρόνια, με την εικονογράφηση και την εικαστική επιμέλεια βιβλίων και κέρδισε δύο βραβεία στη διεθνή έκθεση καλλιτεχνικού βιβλίου της Λειψίας (1978 και 1983). Το 2011 έγινε αναδρομική παρουσίαση του συνόλου της δουλειάς του στο Μουσείο Μπενάκη και εκδόθηκε κατάλογος – μονογραφία.
Πηγή: Ναυτεμπορική
Χειρόγραφο του Ν. Χουλιαρά. Πηγή: εκδόσεις Νεφέλη
* * *
«Δεκαθλητής» των τεχνών
—του Γιώργου Ζεβελάκη—
Ο Νίκος Χουλιαράς είναι ένα σπάνιο φαινόμενο «δεκαθλητή» των τεχνών και με καλές «επιδόσεις» σε όλους τους τομείς.
Τη δεκαετία του ΄60 τα τραγούδια του αποδόθηκαν από τον ίδιο αλλά και από τις φωνές της Αρλέτας, της Μαρίζας Κωχ και της Μελίνας Μερκούρη. Οι εκθέσεις των πινάκων του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό συζητήθηκαν και επαινέθηκαν από την κριτική. Τα εξώφυλλά του στα βιβλία της «Νεφέλης» έδωσαν το στυλ τους στον εκδοτικό οίκο.
Στο μυθιστόρημά του Ο Λούσιας το 1979 επέλεξε ένα αφελές ιδίωμα για να περιγράψει τις κοινωνικές ανακατατάξεις και συμπεριφορές των συμπατριωτών του στα Γιάννενα. Η πρόσληψή του έγινε πρώτα ακουστικά μέσω της εκφραστικής ανάγνωσης του συγγραφέα στο ραδιόφωνο.
Στα έργα του Χουλιαρά συνυπάρχουν, διαπλέκονται και συνομιλούν μεταξύ τους οι διάφορες καλλιτεχνικές εκφράσεις αλλά και «παρεπιδημούν η κινηματογραφία και η φωτογραφία» (Μαρία Οικονόμου).
Στο στούντιο της ΕΡΤ κατά την ηχογράφηση της εκπομπής «Φιλολογικοί περίπατοι στο Μεσοπόλεμο» (1987): Μανόλης Αναγνωστάκης, Νίκος Χουλιαράς, Γιώργος Ζεβελάκης
* * *
Χαλασιά μου, λείπεις χρόνια μακριά μου
—του Γιώργου Ζεβελάκη—
Δια χειρός Νίκου Χουλιαρά διασώθηκε ένα χαρούμενο στιγμιότυπο σε μια άγρια εποχή. Έτος 1969 και ο πολυτάλαντος συγγραφέας του Λούσια σχεδιάζει χιουμοριστικά τον εαυτό του να τραγουδάει στο μικρόφωνο και να τον συνοδεύει ο Νότης Μαυρουδής με την κιθάρα του.
Το σκίτσο του φιλοξενήθηκε στο περιοδικό του Κωστή Τριανταφύλλου Λωτός αρ. 3/4, 1969.
Ο Νίκος Χουλιαράς θα λείπει χρόνια μακριά.
* * *
Τα ποιήματα στο δρόμο
Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.
Από το «Τα ποιήματα στο δρόμο», Η Λέξη 147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998 (Πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού).
Η φυλακή
Επανακάμψας, μετά από τριάντα εννιά ολόκληρα χρόνια στην πατρίδα του, από τη Σοβιετική Ένωση ―την δεκάτην πέμπτην του μηνός Οκτωβρίου του έτους 1988― ο Έλλην πρόσφυγας Αγησίλαος Πετούσης, από την Κλειδωνιάβιστα Κονίτσης ―ο οποίος, σημειωτέον, είχεν εκτίσει εκεί ποινήν καθείρξεως είκοσι χρόνων, για πράξεις, αντιτιθέμενες στο καθεστώς― τις δύο πρώτες μέρες της ελευθερίας του τις πέρασε τελείως μόνος του, περιφερόμενος ως παρατηρητής στο κέντρο της πόλεως των Αθηνών.
Αφού έζησε εκ του σύνεγγυς το θαύμα μιας ζωής που αγνοούσε, παρατηρώντας έκπληκτος τους άλλους γύρω του, ν’ αναδιπλώνονται υστερικά ακολουθώντας τους ρυθμούς ενός τερατώδους και απάνθρωπου μηχανισμού που τους μετέτρεπε σε καταναλωτικά νευρόσπαστα και με ασφάλεια τους οδηγούσε στην παθητικότητα και την αποξένωση, κατέληξε ―προς το βράδυ της δεύτερης, κιόλας, μέρας της ελευθερίας του― στο φοβερό συμπέρασμα πως είχε πέσει σε παγίδα: είχε καταφέρει ν’ απαλλαγεί από τη φυλακή ―όπου ζούσε τόσα χρόνια― και είχε έρθει τώρα ―με τη θέλησή του― να περάσει τα υπόλοιπα σε μιαν άλλη.
Παρόλο που από καιρό είχε παραιτηθεί από τα πάντα και ήταν ήδη έτοιμος πια να δεχτεί αυτό που θα ’φερνε η μοίρα, εντούτοις ―όταν το συνειδητοποίησε― κατελήφθη, αυτόματα, από ένα είδος ναυτίας που συνοδευόταν από ένα δυσάρεστο αίσθημα κενού ―κάπου εκεί στο χώρο μεταξύ στομάχου και πνευμόνων― γι’ αυτό και οδηγήθηκε αμέσως στο πρώτο ζαχαροπλαστείο που συνάντησε στο δρόμο του, παραγγέλνοντας ―προς αναπλήρωσιν του φοβερού κενού― ένα εξίσου μεγαλοπρεπές κομμάτι γλυκού, το οποίο και κατεβρόχθισε, απνευστί, χωρίς, όμως, τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Το κενό παρέμεινε όπως είχε, όπως κι ο ίδιος άλλωστε ― μόνος και άναυδος― και επ’ ολίγον μόνο στο τραπεζάκι, έχοντας τώρα επιπλέον, και το δυσάρεστο συναίσθημα ότι η παρουσία του μέσα εκεί αποτελούσε φοβερή παραφωνία, γι’ αυτό πλήρωσε αμέσως το λογαριασμό και ζήτησε να πάει στην τουαλέτα.
Και πράγματι οδηγήθηκε πάραυτα σε χώρο απαστράπτοντα όπου, αφού απάλλαξε, πρώτα, την κύστη του από το περιττό της βάρος, αμέσως, ύστερα, μια στιγμιαία έκλαμψη, τον έκανε να ανασύρει από τη μέσα τσέπη του φθαρμένου σακακιού του ένα παλιό μολύβι και να λερώσει με αυτό τον πεντακάθαρο τοίχο της τουαλέτας, γράφοντας, με σταθερά γράμματα, τη μελαγχολική φράση:
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΒΙΑ
Ήρεμος βγήκε τότε από κει ο Αγησίλαος Πετούσης και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού ―που κουδούνισε διακριτικά― κι αμέσως ύστερα χάθηκε μες στο πλήθος των ανθρώπων που κατέβαιναν κατά κύματα ―τη νύχτα της δεκάτης εβδόμης του μηνός Οκτωβρίου του έτους 1988― την ιστορική οδό του Σταδίου.
Από το Η μέσα βροχή, Νεφέλη 1991 (Πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού).
Τα λόγια που είπε ο Μάρκος Μπότσαρης στο λόρδο Βyron, στα ελληνικά και χωρίς την παρουσία διερμηνέως, στη συνάντηση που όρισε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Νίκος Χουλιαράς
Καμιά πενηνταριά οργιές μακριά απ’ το σπίτι, εκεί, στο δρομάκι που βγάζει ίσια στη μεγάλη ντάπια, στο μέρος που ο δρόμος στενεύει κι αριστερά στο πλάι του κάνει μια καμπουρίτσα, εκεί είναι μια πέτρα. Πέτρα σκούρα σαν καπνός.
Εκεί ακριβώς, κάτω απ’ την πέτρα, έχει χώμα. Κίτρινο θαμπό στα πλάγια που όσο πάει και μαυρίζει προς τη μέση. Από κει αρχίζει μια λακουβίτσα με νερό. Στην άκρη το νερό και δεξιά καθώς κοιτάμε προς τα κάτω, έχει τέσσερα χορταράκια κατεβατά. Το πρώτο είναι μαυροκίτρινο, το δεύτερο, κρατημένο απ’ το πρώτο, είναι πράσινο χλωρό. Τ’ άλλα τα δυο, είναι κιτρινωπά, κι έχουν απάνω κάτι σποράκια καφετιά που κοκκινίζουν προς τις άκρες.
Εκεί που τελειώνουν τα χορτάρια, αρχίζουν απότομα κάτι γκρεμνά ― μαύρα βραχάκια, γεμάτα σκισμές. Το νερό της λακούβας είναι θολό και κρατάει τα βραχάκια μέσα του ανάποδα, βουνά μαυροπράσινα που μεγαλώνουν, και τις σκισμές, ποτάμια μαύρα που ραγίζουν το νερό κι ανοίγουν μέσα στη θολούρα σα να ’ναι χώρος θαλάσσιος μεγάλος, πιο μεγάλος κι απ’ τη δική σας την αυτοκρατορία.
Εκεί απάνω, περνάνε τώρα που σου μιλάω, μυγίτσες και ζωύφια. Ανηφορίζουν και κατεβαίνουν. Γυαλίζουν λίγο κι ύστερα χάνονται. Εκεί απάνω, σαλεύει ακόμα, ένα άσπρο φτερό σαν ερημιά.
Σ’ αυτήν εκεί τη λακουβίτσα εγώ την είδα την πατρίδα μου. Μεγάλη, μαύρη, γεμάτη ζάρες και μυστικά. Με θάλασσες πολλές και βράχια. Με σκοτεινά περάσματα και πετεινά από αίμα.
Από το Το Μπακακόκ, Νεφέλη 1988 (Πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού).
Το άλμπατρος του δωματίου
Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια που περάσανε, πάρα πολλούς ανθρώπους έτυχε να γνωρίσω. Πολλούς θυμάμαι ακόμη, μα ακόμη πιο πολλούς έχω ξεχάσει πια. Αέρας δυνατός μάς έχει παρασύρει και μας σκόρπισε. Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχουν φίλοι μου καλοί σ’ αυτήν εδώ την πόλη, μα οι πιο πολλοί μένουν μακριά κι όλο πιο σπάνια τους βλέπω. Φτιάξανε οικογένειες κι αλλάξανε ρυθμό ζωής. Κάποιοι απ’ αυτούς μένουν στα βόρεια προάστια και άλλοι, πάλι, κατοικούν κάτω, στη νοτιοανατολική πλευρά προς τη μεριά της θάλασσας: σε πολυκατοικίες άχαρες ή και σε σπίτια ιδιόκτητα, με κήπους αυστηρούς ―όλο μπετόν και κοκκινόχωμα με μίζερα δεντράκια και στενούς διαδρόμους και με κάτι σκύλους-φύλακες που με γαυγίζουν άγρια σαν να ’μαι κλέφτης κάθε φορά που καταφέρνω, μες στη νύχτα να φτάσω ώς εκεί για να τους δω.
Πάντως, οι αποστάσεις και η ζωή που κάνουμε καθόλου δεν μας βοηθά να ειδωθούμε, γι’ αυτό, και τούτες οι φιλίες έχουν εξελιχθεί πια σε φιλίες τηλεφωνικές.
Ποτέ μου δεν τα πήγαινα καλά με το τηλέφωνο, μα ακόμη πιο πολύ βαριέμαι κι αυτές τις άχαρες και μακρινές διαδρομές σ’ αυτή την πόλη-χώρα, όπου είμαι αναγκασμένος πια να ζω και να περνάω τη μισή μου ζωή, με δεύτερη ταχύτητα, στους δρόμους της παρέα με τους άλλους που όλο με κοιτούν, πίσω απ’ τα τζάμια του αυτοκινήτου τους, με βλέμμα άγριο και απειλητικό λες κι είμ’ εγώ, προσωπικά, ο κύριος υπεύθυνος γι’ αυτό το χάλι ή άλλες φορές πάλι, μου απευθύνουν φευγαλέα βλέμματα συνενοχής και κατανόησης, βλέποντας, στο πρόσωπό μου, ακόμη έναν ασθενή που έχει προσβληθεί απ’ την ανίατη αρρώστια αυτής της πόλης.
Έτσι, λοιπόν, σιγά-σιγά, με τούτα και με τ’ άλλα τα κατάφερα, εντέλει, να γίνω κι εγώ τύπος εκδρομικός σ’ αυτή την ηλικία: ένας τύπος σπορτίφ του κλειστού χώρου έχω καταντήσει με λίγα λόγια, μιας και οι διαδρομές μου, τον τελευταίο καιρό, έχουν περιοριστεί σχεδόν στο χώρο μόνο των δωματίων του σπιτιού, αλλά οι εκδρομές μου πια έχουν πολλαπλασιαστεί και έχουν γίνει απεριορίστου χρόνου.
Με τριγυρίζουνε χιλιάδες αντικείμενα και το μεγάλο μου δωμάτιο έχει μετατραπεί σ’ ένα τοπίο που αλλάζει συνεχώς, ανάλογα με τη διάθεση που με κατέχει. Αλλάζω κλίμακα, οπτική κι όλη τη μέρα αναλώνομαι σε εσωτερικές διαδρομές: διαδρομές σε τόπους μυστικούς που αρχίζουν απ’ τον σκούρο κάμπο του ανατολίτικου πανιού, με το οποίο είναι σκεπασμένο το ντιβάνι, μέχρι τα ροζ παπάκια του τραπεζομάντιλου, που ακολουθούν σε τακτικές γραμμές ―το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο― και διασχίζουν ρυθμικά όλο το μήκος του μεγάλου τραπεζιού, στενάζοντας κάτω απ’ το βάρος των δεκάδων μολυβιών, της συσκευής το τηλεφώνου, της κούπας με τα κατακάθια του καφέ, των γυάλινων σταχτοδοχείων που ορίζουν τις περιοχές καπνίσματος ―ανάλογα με την ώρα της μέρας και τη διάθεση― καθώς και την ακατάσχετη μαύρη βροχούλα των λέξεων που τρέχει πάνω στα σκόρπια φύλλα του χαρτιού και τους κλείνει τη θέα προς τα πάνω.
Νά, τώρα δα, έχω εδώ μπροστά μου ένα απ’ αυτά τα μαγικά τα αντικείμενα που κατακλύζουν το τραπέζι. Είναι ένα μικρό σιδερικό που λάμπει μες στη νύχτα και μοιάζει με εξωτικό πουλί: με άλμπατρος μεταλλικό, μοιάζει, που όμως δεν πετά, για τα θερμά νερά δεν φεύγει· ούτε βολτίτσες κόβει, στηριγμένο στα ψηλόλιγνά του πόδια, μέσα σε κείνες τις γνωστές σειρές ντοκυμαντέρ, κάτω στις λίμνες του αλατιού, εκεί στη μαύρη ήπειρο με την αβάσταχτη τη ζέστη, παρά μονάχα ―για χατίρι μου― βυθίζεται, συχνά, στο πηγάδι της ξύλινής μου πίπας και με το ρύγχος του σκαλίζει τις πλευρές.
Κομμάτια μαύρα άχρηστου καπνού κόβει δραστήρια από τις άκρες και όλο ξύνει τα τοιχώματα ανοίγοντας δρόμο ευρύχωρο για τον μεταξωτό καπνό που θα τον κατεβάσει η φωτιά μέσα σε κείνο το μακρύ διάδρομο κι αμέσως ύστερα, με τις μεγάλες εισπνοές θα προχωρήσει στα βαθιά και θα περάσει, σαν πηχτός σταχτύς αέρας ―ανάμεσα σε μια σειρά από μαυρισμένα δόντια― στα μαλακά και ροζ τοιχώματα. Θα κατεβεί, στη συνέχεια, σε κείνη την απότομη τσουλήθρα με το απειλητικό σαρκώδες ζώο της θηλής να κρέμεται από πάνω του ―όμοιο με τα παράξενα και αηδιαστικά ζώα των ταινιών του Σπήλμπεργκ― και σαν κολυμβητής δεινός θα φτάσει, γρήγορα, μέχρι τις κυψελίδες των πνευμόνων και θα χτυπήσει στο βατήρα της επιστροφής. Θα επιστρέψει έτσι πια από την ίδια οδό ή θα τρυπώσει ένα μέρος του στο διπλανό διάδρομο για να περάσει, αμέσως ύστερα, από τα τριχωτά ρουθούνια, ελευθερώνοντας ―έστω και στιγμιαία― μ’ αυτό τον τρόπο, το βάρος μιας ψυχής αγχωμένης, που τρίζει χρόνια στις στοές του ακατανόητου που την κρατάει έγκλειστη, για μια ολόκληρη ζωή, χωρίς ποτέ να δίνει κάποια λύση.
Σαράντα χρόνια πέρασαν σχεδόν από τη μέρα που κατάφερα να μπω σ’ αυτή την άσκοπη διαδικασία: απ’ τη στιγμή εκείνη, δηλαδή, που ένιωσα ―κάπως αόριστα βέβαια― ότι τραβώντας προς τα σωθικά μου, με μεγάλες εισπνοές, το μάταιο καπνό, θα καταλάβαινα ―όχι με το μυαλό μα με το σώμα― πως κατά κάποιο τρόπο άξιζε τον κόπο αυτή η κίνηση, αφού με τη δική μου πια τη θέληση κατάφερνα ν’ απαλλαγώ, μέσω της εκπνοής, από ένα μεγάλο μέρος εκείνου του πικρού, πηχτού αέρα που ’χα κατεβάσει μέσα μου.
Κανένας, βέβαια, δεν μ’ αναγκάζει να το κάνω αυτό, αλλά πράγμα παράξενο, αυτή η διαδικασία του καπνίσματος με φέρνει με τρόπο δραματικό πολύ κοντά σ’ αυτό που θα ονόμαζα ―κάπως αδόκιμα βέβαια― σωματική προσέγγιση στο μηχανισμό του ακατανόητου.
Θυμάμαι τώρα, σαν να ’ταν χτες, την απαρχή· την πρώτη μέρα, δηλαδή, αυτής της άσκοπης και μακράς θητείας.
Ήταν ένα πρωινό του Μάρτη με λιακάδα. Πήγαινα τότε, στην τρίτη τάξη της Εμπορικής και είχα, ήδη, δυο-τρεις μήνες που δεν φορούσα πια συνέχεια εκείνο το καπέλο με τους αριθμούς και το ραβδί το Κερδώου Ερμή πάνω στην πράσινη λωρίδα με την τσόχα. Τις πιο πολλές φορές το δίπλωνα στα δυο και το ’χωνα στην τσέπη κι ήταν αυτό, ας πούμε, κάποιου είδους τσαχπινιά αλλά και πράξη αντίστασης, ταυτόχρονα, προς το κατεστημένο.
Μαζί με άλλους τρεις συμμαθητές μου, τη μέρα εκείνη, πήγα στο περίπτερο του πλάτανου όπου και αγοράσαμε ―με άκρα μυστικότητα― μισή ντουζίνα χύμα τσιγάρα, απ’ την κούτα, ο καθένας κι αντί να πάμε, όπως έπρεπε, στο μάθημα των λογιστικών, κατευθυνθήκαμε, όλοι μαζί, προς το γήπεδο ―που βρισκόταν στην ίδια γειτονιά με το σχολείο― όπου μετ’ από λίγο, πιάσαμε το χαμηλό μαντρότοιχο της βορεινής πλευράς, εκείνης της πλευράς που έβλεπε προς τη μεριά της λίμνης και το βραχνά του γρανιτένιου της βουνού που ξεκινούσε απ’ τα νερά κι ανέβαινε, σαν ζώο προϊστορικό, στα χίλια τόσα μέτρα, κλείνοντας τον ορίζοντα.
Αμέσως, τότε, δίχως καθυστέρηση, άρχισε η γιορτή εκείνη που ετοιμάζαμε. Σαν ιερείς μιας μυστικής τελετουργίας ―συσπειρωμένοι και απόμακροι― με τις πλάτες ακουμπισμένες στον χορταριασμένο τον μαντρότοιχο, αρχίσαμε να κατεβάζουμε ―στην αρχή, με διστακτικές και, στη συνέχεια, με θαρραλέες ρουφηξιές― εκείνο τον πικρότατο καπνό που κατεβαίνοντας στα σωθικά μάς έπνιγε στο βήχα, κάνοντας τα μάτια μας να πλημμυρίζουν από δάκρυα: δάκρυα απόγνωσης, θριάμβου, αλλά και χαράς ταυτόχρονα, αφού εκείνη τη στιγμή πιστεύαμε, ακράδαντα, ότι περνούσαμε ― μέσ’ απ’ το στάδιο αυτό της μύησης― διαμιάς στο χώρο πια των ενηλίκων.
Θα ’χαμε κατεβάσει προς τα μέσα μας ποσότητα καπνού τουλάχιστον τριών απανωτών τσιγάρων ο καθένας, όταν είδαμε, απέναντι, στην πόρτα του γηπέδου, τον δραστήριο καθηγητή μας της γυμναστικής να ’ρχεται προς το μέρος μας.
Mεμιάς τότε, όλοι μαζί ―σαν συνωμότες κάποιας εταιρείας Φιλικής που την κατέδωσαν― όπως εξάλλου, το γνωρίζαμε αυτό κι από την ιστορία ―προδότες εκ των ένδον, σαν αίλουροι σκαρφαλώσαμε στο χαμηλό μαντρότοιχο και, εγκαταλείποντας το ένα τρίτο του τελευταίου μας τσιγάρου ανεκμετάλλευτο, πηδήξαμε συντονισμένοι άψογα― προς το κενό της άλλης πλευράς χωρίς καν να ελέγξουμε το χώρο από κάτω.
Έτσι, σαν τα φαντάσματα, χαθήκαμε μεμιάς από το οπτικό πεδίο του καθηγητή και, πέφτοντας όλοι μαζί, με δύναμη, πάνω στο σκεπαστό κοτέτσι του Παύλου του Βλαχάβα ―που εκτελούσε χρέη φύλακα στο γήπεδο― ανεβάσαμε προς τον ουρανό καμιά δεκαριά έντρομες κότες που ο πανικός τις έκανε να θυμηθούν, εκείνη τη στιγμή, το βασικό προορισμό όλων των όντων που η φύση τα ’χει προικίσει με φτερά, μα η διαστροφή της επιβίωσης τα έχει κάνει πια να το ξεχάσουν.
Καπνίζω από τότε απρόσκοπτα, χωρίς διάλειμμα, όλα αυτά τα χρόνια, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αυτό που κάνω θα με βλάψει, μα απ’ την άλλη ―ποιος ξέρει, για να ’χω ίσως κάποια στήριξη― σκέφτομαι πως σ’ όλη ετούτη τη μακρά διαδρομή δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να έχει κάνει κάτι ―έστω και με εξαίρεση μιας μέρας μέσα στις χιλιάδες που περάσανε― που να μη με έχει βλάψει έστω και μακροπρόθεσμα.
Μέσ’ από τούτη τη διαστροφή, λοιπόν, αρνούμαι την εικόνα ενός ολόκληρου πλανήτη, όπου κανείς απ’ τους ανθρώπους που τον κατοικούν δεν θα φυσάει πια, με δαχτυλήθρες, προς τον ουρανό τον ιαματικό καπνό από τα σπλάχνα του σαν να ’ταν κάποιο είδος εργασίας της ψυχής· ούτε μπορώ να φανταστώ, μέσα στη νύχτα, το έρημο δωμάτιο του κάθε λυπημένου χωρίς την κάφτρα του τσιγάρου του: δίχως το καρβουνάκι αυτό της προσευχής που χρόνια φέγγει ασθενικά κι επίμονα σ’ όλα τα έρημα δωμάτια, δηλώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο προς τον Ύψιστο, πως η ζωή ετούτη που μας δόθηκε είναι πολλές φορές τόσο αβάσταχτη που ακόμη και οι πιο ανθεκτικές ψυχές μοιάζουν αδύναμες να την αντέξουν.
Ας είναι. Είναι που δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, γι’ αυτό συχνά και σκέφτομαι ότι κι οι πιο επιβλαβείς συνήθειες όλο και κάποιο ρόλο χρήσιμο θα παίζουν, αφού ο άνθρωπος βλέπει τα πάντα στη ζωή απ’ τη δική του οπτική γωνία και βρίσκει, όταν χρειαστεί, τα πειστικότερα επιχειρήματα για να υπερασπιστεί ακόμη και τα λάθη του.
Έτσι κι αλλιώς, στον τομέα των εντυπώσεων, κερδίζει πάντοτε η μορφή σε βάρος της ουσίας. Μάχες πολλές κερδήθηκαν μόνο μ’ αυτό τον τρόπο, αφού, συχνά, τα πάντα μοιάζουν να εξαρτώνται μόνο και μόνο από τον τρόπο που διατυπώνονται.
Για την περίπτωση θα επικαλεσθώ τη συνδρομή αυτής εδώ της ιστορίας.
Ψηλά στο Άγιον Όρος, μια φορά, ζούσανε δυο καλόγεροι σε κάποιο απ’ τα μοναστήρια του μαζί με άλλους. Ήτανε νέοι καλόγεροι που είχαν πρόσφατα απαρνηθεί τους πιο πολλούς από τους πειρασμούς των εγκοσμίων, αλλά δεν είχαν καταφέρει ακόμη ν’ απαλλαγούν απ’ την κακή συνήθεια του καπνίσματος.
Οι υποχρεώσεις και γενικά το τυπικό της μοναστικής ζωής ―τα συχνά τελετουργικά και οι αλλεπάλληλες όσο και χρονοβόρες λειτουργίες και προσευχές τούς δημιουργούσαν σοβαρότατο πρόβλημα.
Κάθε φορά που βρίσκονταν μαζί, το συζητούσαν χαμηλόφωνα το θέμα αλλά δεν βοηθούσε μόνο αυτό. Αποφασίσανε, λοιπόν, να κάνουν κάτι δραστικότερο. Γράψαν από ένα γράμμα ο καθένας στη διοίκηση, που ’χε ως έδρα τις Καρυές και τα ’στειλαν εκεί, με κάποιο μοναχό που έκανε τον ταχυδρόμο.
Στο γράμμα έγραφαν ευγενικά γι’ αυτό το θέμα που τους έκαιγε. Με λίγα λόγια, ζητούσανε απ’ τη διοίκηση να τους απαντήσει αν επιτρεπόταν να καπνίζουν κατά τη διάρκεια των προσευχών μιας και ο χρόνος τους αναλωνόταν σ’ αυτές, με αποτέλεσμα να υποφέρουν τα πάνδεινα από το σύνδρομο αυτής της στέρησης.
Στείλαν, λοιπόν, τα γράμματα και περιμέναν την απάντηση με αγωνία.
Μετά από τρεις μέρες συναντήθηκαν ξανά οι δυο τους σε κάποιον απ’ τους ατέλειωτους εσπερινούς κι ο μοναχός Βαρλαάμ είδε τον άλλο μοναχό τον Παχούμιο σε μια γωνιά, να καπνίζει σαν φουγάρο, γι’ αυτό και τον πλησίασε.
«Τι έγινε;» του κάνει έκπληκτος.
«Τι θες να γίνει;» του απάντησε ο Παχούμιος φυσώντας τον καπνό στο πρόσωπό του. «Δεν έστειλες κι εσύ το γράμμα στις Καρυές;»
«Το ’στειλα», έκανε απορημένος ο Βαρλαάμ.
«Ε, και τι σου απαντήσανε;» του ξαναλέει ο μοναχός Παχούμιος.
«Μου απαντήσανε αρνητικά!» απάντησε περίλυπος ο μοναχός Βαρλαάμ.
«Γιατί; Τι τους έγραψες;» του λέει ο Παχούμιος.
«Ε, νά! Τους έγραψα αν επιτρέπεται να καπνίζω κατά τη διάρκεια των προσευχών και μου απάντησαν ότι απαγορεύεται αυστηρά αυτό το πράγμα! Γιατί, με σένα τι έγινε;»
«Α, μ’ εμένα, εντάξει. Μου το επέτρεψαν!» απάντησε κρυφογελώντας ο μοναχός Παχούμιος.
«Πώς έγινε αυτό;» έκανε απορημένος ο Βαρλαάμ.
«Τι πώς έγινε;… Νά! Μου έδωσαν την άδεια να καπνίζω. Έχω εδώ και το χαρτί!» είπε ο Παχούμιος.
«Δεν καταλαβαίνω! Αυτό είναι απαράδεκτο!» ξεφώνισε ο μοναχός Βαρλαάμ. «Αφού το αίτημα ήταν κοινό και για τους δυο, πως έγινε δηλαδή, κι εσένα σου επέτρεψαν, μου λες;»
«Ε, νά…» έκανε με ύφος πονηρό ο μοναχός Παχούμιος, «τους έγραψα το εξής: Άγιοι πατέρες, τους έγραψα, επιτρέπεται κατά την ώρα του καπνίσματος να προσευχόμαστε; Και μου απάντησαν: βεβαίως ναι! Όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και επιβάλλεται να προσευχόμαστε ανά πάσα στιγμή της μέρας!»
Απόψε πάλι, κάνει κρύο. Σηκώθηκε ένας αέρας δυνατός κι όλο ξεσέρνει τα κινέζικα δεντράκια του νοσοκομείου πάνω στα σκουριασμένα κάγκελα με τις γλυσίνες. Ο δρόμος είναι έρημος και το φεγγάρι, ψηλά στο θόλο τ’ ουρανού, έχει τριγύρω του ένα στεφάνι από πάχνη.
Αυτός ο άνθρωπος που βλέπω τώρα να περπατάει μονάχος του κόντρα στον άνεμο, και με μεγάλα βήματα ν’ απομακρύνεται, προοπτικά, προς τη μεριά του Νότου, θα πρέπει να ’ναι ο παππούς μου.
Απομακρύνεται σκυφτός, καπνίζοντας, όπως θα κάπνιζε αν ζούσε.
Από το Στο σπίτι του εχθρού μου, Nεφέλη 1995 (Πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού).
* * *
Τα πίσω δωμάτια του νου
Στην αναδρομική έκθεση του Νίκου Χουλιαρά στο Μουσείο Μπενάκη (16/11/2011-29/1/2012, επιμέλεια: Ελισάβετ Πλέσσα) παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά συγκεντρωμένες όλες τις πτυχές του έργου του, με έμφαση στην εικαστική του δημιουργία.
Μέσα από ένα ιδιαίτερα προσωπικό εξπρεσιονιστικό ύφος η ζωγραφική του αποτελεί έργο βαθιά εσωτερικό, με διεθνή ακτινοβολία και βαρύτητα.
Πηγή: dimartblog.com