Υπάρχουν βιβλία που πραγματεύονται την Ιστορία και υπάρχουν και βιβλία των οποίων η (επαν)έκδοση είναι ιστορικής σημασίας. Σ’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκει η περίπτωση των «Ροκ Ημερολογίων» του Γιώργου Τουρκοβασίλη, βιβλίου που εκδόθηκε το 1984 και ξανακυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Στο Περιθώριο. Το βιβλίο αποτελείται από κείμενα του ίδιου του συγγραφέα, από μαρτυρίες ανθρώπων που ανήκαν σε διάφορες ροκ υποκουλτούρες (κυρίως πανκ, αλλά όχι μόνο), καθώς και από πορτρέτα ροκ μουσικών και οπαδών, επίσης τραβηγμένα από τον Γ.Τ. – ο οποίος δραστηριοποιείται κυρίως ως φωτογράφος.
Παρά την ιστορική σπουδαιότητά τους, πρέπει να καταστεί σαφές πως δεν είναι όλα τέλεια όσον αφορά «Τα Ροκ Ημερολόγια». Προτού να προχωρήσει στις μαρτυρίες τις δικές του και των συνεντευξιαζομένων του, ο συγγραφέας επιχειρεί μια ιστορική καταγραφή του ροκ ιδιώματος που χαρακτηρίζεται από κάμποσα κενά, όπως και από κάποιες σημειολογικές, κοινωνιολογικές και μουσικολογικές ερμηνείες που είναι μάλλον αυθαίρετες, χωρίς παραπομπές σε σχετική βιβλιογραφία ή άλλες πηγές (π.χ.: «Με το νέο ροκ, τα πράγματα θολώνουν. Οι ντισκάδες χορεύουν νέο ροκ, ενώ οι νεοροκάδες που υποτίθεται πως αντιδρούν στο σύστημα, έχουν αποδεχτεί όλα τα αγαθά του, τη μόδα, τη διαφήμιση, την τεχνολογία» – σελ. 32 – και στην ίδια σελίδα: «Το ντύσιμο πανκ, τα αγκαθωτά ρούχα των χέβι μέταλ, συμβολίζουν ένα παράξενο δερματικό νόσημα, που απλώθηκε από το κορμί ενός ατόμου κάποτε φυσιολογικού, που η καταπίεση το έσπρωξε στη νεύρωση και την παράνοια»).
Ωστόσο, μέσα σε όλα αυτά – παρ’ όλα αυτά -, έχουμε να κάνουμε με μια συνειδητή και κοπιώδη απόπειρα καταγραφής του τι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή στο ροκ και τα διάφορα υποείδη του στην Ελλάδα και διεθνώς. Τα «Ροκ Ημερολόγια» αποτελούν μια από τις πρώτες προσπάθειες στην ελληνική βιβλιογραφία να αντιμετωπιστεί το ροκ σοβαρά, να αναδειχθεί η πολιτική και ιδεολογική του διάσταση και να δοθεί φωνή στους μουσικούς και τους ακροατές του, μακριά από αυθαίρετες, συλλήβδην απορρίψεις, μακριά από επιστημοφανείς αναλύσεις περί της ανύπαρκτης μουσικής αξίας του, μακριά από «ηθικούς πανικούς» και απεικονίσεις των ρόκερς ως «αλητών» κ.ό.κ. Μέσα από προσωπικές μαρτυρίες δομείται το συλλογικότερο αφήγημα του ροκ εν ρολ – στην Ελλάδα και αλλού.
Παρότι κυρίως φωτογράφος, ο Γιώργος Τουρκοβασίλης δίνει μεγάλη προσοχή στο λεκτικό κομμάτι, φροντίζοντας να καταγράψει (χωρίς έπειτα να επεξεργαστεί ή να κατακρίνει) διάφορες γλωσσικές ιδιαιτερότητες των ανθρώπων με τους οποίους μιλά. Στην αρχή του βιβλίου, μάλιστα, παραθέτει και ένα σύντομο γλωσσάρι. «Η δομή του νεανικού λόγου», γράφει ο ίδιος «έχει στενή συγγένεια με τη δομή του λαϊκού λόγου. Και, γενικά, η νεανική κουλτούρα είναι μια λαϊκή κουλτούρα, μια κουλτούρα ποπ». Μέσα από αυτή την ακριβή γλωσσική καταγραφή, εξάλλου, προκύπτουν και μερικές αφηγήσεις που είναι σχεδόν μυθιστορηματικές, όπως το πάρτυ του Τζώνυ Βαβούρα στην Αγία Παρασκευή ή το κείμενο που κλείνει το βιβλίο.
Αλλά το πιο εντυπωσιακό σχετικά με το βιβλίο είναι οι ίδιες οι φωτογραφίες του Γιώργου Τουρκοβασίλη: όλες τους ασπρόμαυρες, με μια εκφραστική δύναμη πέρα από το συνηθισμένο, τραβηγμένες με προσήλωση και φροντίδα για αυτό που επιχειρεί και το λεκτικό κομμάτι του βιβλίου (την καταγραφή του ροκ φαινομένου σε όλη τη ζωντάνια, τη νεανικότητα, την ορμή, τη στυλιστική ιδιαιτερότητα, τη θεατρικότητα κ.ό.κ.), δίνουν στην εποχή και τους ανθρώπους που την έζησαν μια πνοή αλλά ταυτόχρονα και μια σχεδόν μυθική διάσταση. Χωρίς υπερβολή, αν αυτές οι φωτογραφίες είχαν δημοσιευτεί στο The Face ή το NME ή σε κάποιο αναλόγου βεληνεκούς έντυπο, ο Γιώργος Τουρκοβασίλης θα έχαιρε τώρα διεθνούς αναγνώρισης.
Αντί κατακλείδας, και σε μια προσπάθεια να εξηγήσω τη μάλλον μεγαλόστομη φράση με την οποία ξεκίνησα αυτό εδώ το κείμενο, παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα από την εισαγωγή του Γιάννη Ν. Κολοβού, συγγραφέα του βιβλίου «Κοινωνικά Απόβλητα;» στην επανέκδοση των Ροκ Ημερολογίων:
«Το βιβλίο του Τουρκοβασίλη αλληλεπίδρασε, από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του, με το πεδίο που εξέταζε. Για τους έφηβους πάνκηδες που εναγωνίως, εκείνη την εποχή, ήθελαν να δείξουν ότι υπάρχουν, αρθρώνοντας μια κραυγή μεγαλύτερη από το μπόι τους, τα Ροκ Ημερολόγια πιστοποίησαν την ορατότητά τους και τους βοήθησαν να συγκροτήσουν την ιδιαίτερη υποπολιτισμική τους ταυτότητα. Οι χουλιγκάνοι και οι μεταλλάδες είδαν τους εαυτούς τους ως ηρωικές μορφές, εκείνο που πάντα φαντασιώνονταν – και μάλιστα αμέσα από μια ρεαλιστική αποτύπωση που διέφερε εντελώς από τις εικόνες ηθικού πανικού που κοινωνούσαν τα συμβατικά ΜΜΕ. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ρόκερς αισθάνθηκαν ότι τεκμηριώνεται η αξιοπρεπής ιστορική τους συνέχεια. Οι νεο-ροκάδες αισθάνθηκαν τη ζοφερότητα των τελετουργικών τους με ένα τρόπο που ούτε και οι ίδιοι δεν είχαν συνειδητοποιήσει ως τότε.
Παράλληλα, τα Ροκ Ημερολόγια λειτούργησαν εξαρχής σαν ένα είδος αρχείου, σηματοδοτώντας μια πρώτη μορφή συγκρότησης, ιστορικής αυτοσυνειδησίας και συλλογικής μνήμης των ομάδων που παρουσιάζονταν στις σελίδες τους. Και φυσικά, για τις γενιές των πάνκηδων, των μεταλλάδων, των νεοροκάδων που εισέρχονταν στους αντίστοιχους υποπολιτισμικούς χώρους τα ακριβώς επόμενα χρόνια, το βιβλίο λειτούργησε σαν οδηγός, ένα εγχειρίδιο ένδυσης και κόμμωσης, γούστου, «σωστών» χειρονομιών και συμπεριφορών, αλλά και σαν ιστορικό έρμα πάνω στο οποίο θα συγκροτούσαν την υποπολιτισμική τους ταυτότητα» (σελ.12).
Πηγή: 3pointmagazine.gr