Μια έμμετρη ιπποτική μυθιστορία, γραμμένη πριν από τετρακόσια χρόνια από έναν Κρητικό, για έναν «καταδικασμένο» έρωτα που «νικά τα πάντα» με φόντο κονταρομαχίες, ηρωισμούς, πολέμους και μαγικά φίλτρα, έχει θέση στα σύγχρονα κόμικς; Οι Γιώργος Γούσης, Δημοσθένης Παπαμάρκος, Γιάννης Ράγκος, επικαιροποιώντας τον εμβληματικό «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου (εκδ. Polaris), «απαντούν» καταφατικά.
Μετά το «Αϊβαλί» του Soloup με αναφορές στην ταραγμένη περίοδο των αρχών του περασμένου αιώνα και τη «Δημοκρατία» των Αβραάμ Κάουα και Αλέκου Παπαδάτου με θέμα τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις της αρχαίας Αθήνας, ένα ακόμη graphic novel τοποθετεί την Ελλάδα και την ιστορία της στο επίκεντρο. Και, μάλιστα, μια σκοτεινή και όχι επαρκώς μελετημένη εποχή: την περίοδο της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, με τα μεσαιωνικά στοιχεία να είναι ακόμη διακριτά.
Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο Γιάννης Ράγκος υπογράφουν το σενάριο και ο Γιώργος Γούσης φιλοτεχνεί τα σχέδια σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Πανταζή στους χρωματισμούς και δημιουργούν μια συναρπαστική και γοητευτική κόμικς-προσαρμογή του «Ερωτόκριτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου, ενός από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα του Ελληνισμού για αιώνες.
Ο Κορνάρος, καταγόμενος από εξελληνισμένη βενετοκρητική οικογένεια ευγενών, συνέθεσε το έργο του γύρω στο 1600 αναμιγνύοντας στοιχεία από τα ιπποτικά μυθιστορήματα του παρελθόντος και μπολιάζοντάς τα με επικά χαρακτηριστικά. Επέλεξε την έμμετρη αφήγηση και πρόσθεσε διαλογικά μέρη που προσδίδουν θεατρικότητα. Οι δημιουργοί (βλ. προηγούμενες σελίδες αλλά και ένα πρωτότυπο «making off» στο Youtube) επεδίωξαν και πέτυχαν να διατηρήσουν αυτή τη θεατρικότητα χρησιμοποιώντας πολλούς διαλόγους στη νεοελληνική γλώσσα ενώ παράλληλα διατήρησαν την πρωτότυπη γλώσσα στα αφηγηματικά μέρη.
Μεγάλο πρόβλημα προς επίλυση ήταν, ασφαλώς, η τεκμηρίωση ενός κόσμου που ούτως ή άλλως ήταν φανταστικός. Ο Κορνάρος, αν και Κρητικός, τοποθετεί μεγάλο μέρος της δράσης σε μια υποθετική Αθήνα ενός απροσδιόριστου χρονικού παρελθόντος. Πολιτικές ενδυμασίες, στρατιωτικές περιβολές, ξίφη, πανοπλίες, θρόνοι, επιπλώσεις, κτίρια, τοπία, πολεοδομικά στοιχεία, αρχιτεκτονική, διακόσμηση έπρεπε να αποδοθούν με τρόπο που να συνθέτουν έναν ολοκληρωμένο κόσμο, κράμα φαντασίας και ιστορικής εμπειρίας όπως αυτός του Ερωτόκριτου.
Ο Γούσης ύστερα από μακρόχρονη έρευνα σε βυζαντινά και μεσαιωνικά αρχεία, σε εικόνες και βιβλία, στη λαϊκή ζωγραφική και εικονογραφία, σε περιγραφές και κείμενα και με τη βοήθεια των σεναριογράφων συνέθεσε ένα πλήρως τεκμηριωμένο «σύμπαν» με τις απαραίτητες δόσεις καλλιτεχνικής ελευθερίας που το καθιστούν σαγηνευτικό αποφεύγοντας τον ακαδημαϊσμό και την αποστασιοποίηση. Το ντεκουπάζ και εν γένει το στήσιμο των σελίδων με τα ανισομεγέθη καρέ που συχνά τοποθετούνται σε μαύρο φόντο είναι υποδειγματικό.
Οι σκηνές μάχης αποδίδονται με παράγωγα καρέ που ποικίλλουν σε πλήθος και πυκνότητα ανά σελίδα, κάποιες φορές χωρίς περιγράμματα, υπηρετώντας απόλυτα την εικόνα (κοντάρια, αφηνιασμένα άλογα, σπαθιά, τσεκούρια, θάνατοι) στο εσωτερικό τους, σε αντίθεση με τις στιγμές ηρεμίας, όπου τα καρέ γίνονται παραλληλόγραμμα και η διαδοχή τους αποπνέει χαλαρότητα και ασφάλεια.
Οι χρωματισμοί είναι έντονοι, ξενίζοντας ίσως στην αρχή τον αναγνώστη, αλλά πολύ σύντομα συνηθίζονται καθώς υπηρετούν ιδανικά την ιστορία και τις εξελίξεις. Ο ουρανός που γίνεται άλλοτε πράσινος άλλοτε πορτοκαλί άλλοτε βαθύ μπλε, αλλά τη στιγμή της τελικής μονομαχίας κατακόκκινος, το ολόλευκο φεγγάρι που γεμίζει μέσα σε μια σελίδα για να υποδηλώσει το πέρασμα του χρόνου σε μόλις τέσσερα καρέ, ο σταδιακός μεταχρωματισμός του φόντου κατά τη «μεταμόρφωση» του Ερωτόκριτου είναι πηγαίες εμπνεύσεις των δημιουργών που αποδεικνύουν ότι δεν έμειναν προσκολλημένοι και αγκυλωμένοι σε κάποιο κείμενο-θέσφατο, αλλά το τροποποίησαν και το προσάρμοσαν, δημιουργώντας ένα δικό τους, ολότελα νέο κι εξίσου σημαντικό έργο τέχνης.
Κάποιες φορές, κλείνοντας πονηρά το μάτι στον φιλότεχνο αναγνώστη που αναγνωρίζει κι άλλα έργα τέχνης. Οπως για παράδειγμα με την απόδοση της υπηρέτριας της Αρετούσας, που παραπέμπει εμφανισιακά στη Γαλατού του Βερμέερ, ή με το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα που δεσπόζει στο παλάτι του βασιλιά Ηράκλη.
Χωρίς να λείπουν και κάποιες χιουμοριστικές σταγόνες, όπως το σημείωμα του Ερωτόκριτου με το παραδοσιακό: «Το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα, το φεγγάρι κάνει κύκλο στης αγάπης μου τον κήπο…».
Μια έμμετρη ιπποτική μυθιστορία του 1600 προφανώς και διατηρεί πάντα την ιστορική και λογοτεχνική της αξία. Προσαρμοσμένη ωστόσο στη γλώσσα και τη φόρμα, καλλιτεχνική αδεία, των σύγχρονων κόμικς και αποδοσμένη με έναν τόσο έξυπνο και όμορφο τρόπο, αποτελεί μια σημαντική, σχεδιαστικά ρηξικέλευθη, σεναριακά ευσύνοπτη και ρέουσα επικαιροποίηση ενός κλασικού έργου σε νέα συμφραζόμενα. Γι’ αυτό και είναι ένας νέος, εξίσου σπουδαίος με τον πρωτότυπο, «Ερωτόκριτος».
Πηγή: efsyn.gr