ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
Ο Βρετανός συγγραφέας σύντομων ιστοριών Σάκι (H. H. Munro) περιέγραψε κάποτε το νησί της Κρήτης ως ένα μέρος που έχει παραγάγει περισσότερη ιστορία από ό,τι θα μπορούσε να καταναλωθεί τοπικά. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την Παλαιστίνη, την επικράτεια που περιλαμβάνει το σύγχρονο κράτος του Ισραήλ, τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Η ίδια η επικράτεια είναι αρκετά μικρή. Εκτείνεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα στα δυτικά έως τον ποταμό Ιορδάνη στα ανατολικά και από τον Λίβανο στα βόρεια μέχρι τον κόλπο της Άκαμπα και τη χερσόνησο του Σινά στα νότια. Το κράτος του Ισραήλ έχει περίπου το μέγεθος του Νιου Τζέρσεϋ. Και το Ισραήλ αποτελεί σχεδόν το 80 τοις εκατό της προαναφερθείσας επικράτειας.
Ο πληθυσμός της Παλαιστίνης είναι επίσης μικρός. Ο πληθυσμός του Ισραήλ είναι [Σ.τ.Μ.: ήταν όταν γράφτηκε το βιβλίο, σήμερα όλοι αυτοί οι αριθμοί έχουν σημαντικά αυξηθεί] περίπου 6,5 εκατομμύρια, λιγότερος από το 10 τοις εκατό του πληθυσμού της Τουρκίας, του Ιράν ή της Αιγύπτου. Υπάρχουν περίπου τρία έως 3,5 εκατομμύρια Παλαιστίνιοι στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας ― όσος περίπου ο πληθυσμός του Σικάγο (οι εκτιμήσεις για τον συνολικό αριθμό των Παλαιστινίων στον κόσμο φτάνουν τα εννέα εκατομμύρια). Από το 1948, οι πόλεμοι μεταξύ του Ισραήλ, των γειτόνων του και των Παλαιστινίων έχουν προκαλέσει πάνω από 150.000 θύματα. Αυτοί οι πόλεμοι σίγουρα ήταν τραγικοί, αλλά εξίσου σίγουρα ωχριούν σε φρίκη εμπρός στη σύγκριση με τη θλιβερότερη κατασπατάληση ανθρώπινων ζωών στην περιοχή στην πρόσφατη ιστορία της.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ, από το 1980 έως το 1988, υπήρξαν 500.000 έως ένα εκατομμύριο νεκροί και ένα έως δύο εκατομμύρια τραυματίες.
Παρά το γεγονός ότι το μέγεθος της Παλαιστίνης και ο αριθμός των ανθρώπων που επηρεάζονται άμεσα από τα πολιτικά της προβλήματα είναι συγκριτικά ελάχιστοι, η διαμάχη μεταξύ του Ισραήλ αφενός και των Παλαιστινίων και διαφόρων αραβικών κρατών αφετέρου βρίσκεται στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος πάνω από εξήντα χρόνια. Η λεγόμενη αραβοϊσραηλινή διαμάχη συνεχίστηκε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και έχει αποτελέσει αντικείμενο τόσο σφοδρής αντιπαράθεσης που είναι εύκολο να παραβλέψουμε το θεμελιώδες ζήτημα. Η διαφωνία είναι, με απλά λόγια, μια διαμάχη περί κατοχής της γης. Οι Εβραίοι μετανάστες και οι απόγονοί τους, ενωμένοι στην προσήλωσή τους στην εθνικιστική ιδεολογία του σιωνισμού, και οι Παλαιστίνιοι Άραβες κάτοικοι μεταξύ των οποίων εγκαταστάθηκαν οι σιωνιστές, διεκδικούν και οι δύο το αποκλειστικό δικαίωμα να κατοικούν και να ελέγχουν μέρος ή ολόκληρη την Παλαιστίνη.
Ο σιωνισμός είναι ένα εθνικιστικό κίνημα που επαναπροσδιόρισε μια θρησκευτική κοινότητα ―τους Εβραίους― ως εθνική κοινότητα. Όπως και άλλα εθνικιστικά κινήματα, ο σιωνισμός διεκδικεί το δικαίωμα αυτού του έθνους για μια ανεξάρτητη ύπαρξη στην ιστορική του πατρίδα. Χαρακτηριστικό των εθνικιστικών κινημάτων που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα, το σιωνιστικό κίνημα έχει και αυτό, όπως και άλλα εθνικιστικά κινήματα, το δικό του πάνθεον ηρώων που συνέβαλαν στη διατύπωση των δογμάτων του και στην οργάνωση των στόχων του.
Ίσως η σημαντικότερη μορφή της πρώιμης ιστορίας του σιωνισμού ήταν ένας Βιεννέζος δημοσιογράφος, ο Theodor Herzl (1860-1904). Ο Χερτσλ ήταν γιος ενός Ούγγρου εμπόρου του οποίου η οικογένεια είχε μετακομίσει στη Βιέννη σε μια εποχή που η πόλη αυτή φαινόταν να υπόσχεται τόσα πολλά στους ανερχόμενους Εβραίους που επιθυμούσαν να αφομοιωθούν μες στην κυρίαρχη ευρωπαϊκή κοινωνία και κουλτούρα. Ο Χερτσλ έλαβε κοσμική εκπαίδευση και απέκτησε διδακτορικό στη Νομική. Στη συνέχεια έγινε ο Γάλλος ανταποκριτής μιας έγκριτης βιεννέζικης εφημερίδας. Όταν ήταν στο Παρίσι, ο Χερτσλ έγινε σιωνιστής.
Σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, η στροφή του Χερτσλ προς τον σιωνισμό ήρθε ως αποτέλεσμα της Υπόθεσης Ντρέυφους. Το 1894, ο Άλφρεντ Ντρέυφους, λοχαγός του γαλλικού στρατού, κατηγορήθηκε για κατασκοπεία υπέρ της Γερμανίας. Ο Ντρέυφους ήταν, όπως και ο Χερτσλ, αφομοιωμένος Εβραίος. Η δίκη του Άλφρεντ Ντρέυφους έγινε cause célèbre στη Γαλλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Για πολλούς, ήταν σαφές ότι ο Ντρέυφους ήταν ένοχος για κάτι περισσότερο από το να είναι ένας επιτυχημένος Εβραίος στην καθολική Γαλλία. Ανάμεσά τους ήταν και ο Γάλλος μυθιστοριογράφος Εμίλ Ζολά, ο οποίος καταδίκασε όσους κατηγόρησαν τον Ντρέυφους με τα εξής λόγια:
Είναι έγκλημα να δηλητηριάζετε τα μυαλά των μικρών και απλών ανθρώπων και να διεγείρετε τα πάθη της αντίδρασης και της μισαλλοδοξίας αναζητώντας καταφύγιο πίσω από αυτόν τον απεχθή αντισημιτισμό από τον οποίο η μεγάλη φιλελεύθερη Γαλλία ―η Γαλλία των δικαιωμάτων του ανθρώπου― θα πεθάνει, εκτός και εάν θεραπευτεί από την ασθένειά της.
Η υπόθεση Ντρέυφους έδειξε στον Χερτσλ ότι εφόσον η Γαλλία μπορούσε να φιλοξενήσει τον δηλητηριώδη αντισημιτισμό, οι Εβραίοι δεν θα μπορούσαν να είναι ασφαλείς πουθενά. Αυτό που χρειάζονταν οι Εβραίοι ήταν μια δική τους πατρίδα στην οποία θα αποτελούσαν την πλειονότητα των πολιτών. Στην αρχή, ο Χέρτσλ ήταν αμφίθυμος σχετικά με το πού έπρεπε να είναι αυτή η πατρίδα. Σε διάφορα γραπτά του, υποστήριξε την ίδρυση ενός εβραϊκού σπιτιού στην Αργεντινή ή στις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Άλλοι δεν ήταν τόσο αμφιρρεπείς. Από τον πρώτο αιώνα, όταν οι Ρωμαίοι εκτόπισαν την εβραϊκή κοινότητα από την Παλαιστίνη, η Παλαιστίνη παρέμεινε στη μνήμη των κειμένων και των τελετουργιών των Εβραίων που ζούσαν, άλλοτε άβολα, άλλοτε με κίνδυνο, ως μια διάσπαρτη κοινότητα σε όλο τον κόσμο. Έτσι, ο σιωνισμός συνδύασε το κάλεσμα του Χερτσλ για την ίδρυση μιας εβραϊκής εθνικής πατρίδας με την ιστορική μνήμη της Παλαιστίνης.
Ο Τέοντορ Χερτσλ δεν υπήρξε ο πρώτος σιωνιστής κι ούτε κι ο πιο λαμπρός συνήγορος του κινήματος. Υπήρξαν, πράγματι, αρκετοί σιωνιστές στοχαστές που συνεισέφεραν περισσότερες ιδέες στον σιωνισμό από τον Χερτσλ, λίγοι όμως προσέφεραν περισσότερο πάθος. Τα οργανωτικά χαρίσματα του Χερτσλ αποδείχθηκαν απαραίτητα για την επιτυχία του σιωνιστικού σκοπού. Το 1897, ο Χέρτσλ οργάνωσε το Πρώτο Σιωνιστικό Συνέδριο στη Βασιλεία της Ελβετίας. Το Σιωνιστικό Κογκρέσο δημιούργησε την Παγκόσμια Σιωνιστική Οργάνωση, η οποία συνεχίζει να μιλά εκ μέρους του διεθνούς σιωνιστικού κινήματος. Εξέδωσε επίσης το Πρόγραμμα της Βασιλείας, το οποίο όχι μόνο ζητούσε την ίδρυση μιας «εβραϊκής πατρίδας» στην Παλαιστίνη, αλλά καθόριζε την τακτική για την επίτευξη αυτού του στόχου. Το Πρόγραμμα της Βασιλείας όριζε ότι οι σιωνιστές θα έπρεπε να δεσμευτούν για την απόκτηση αυτής της πατρίδας μέσω της διπλωματίας.
Ενώ ο Χερτσλ και άλλοι προσπάθησαν να κερδίσουν υποστήριξη από διάφορες δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), το σιωνιστικό κίνημα σημείωσε την πρώτη του πραγματική επιτυχία το 1917 όταν οι Βρετανοί εξέδωσαν τη Διακήρυξη Μπάλφουρ. Η Διακήρυξη Μπάλφουρ δήλωνε, επιμέρους, «η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας βλέπει ευμενώς την ίδρυση στην Παλαιστίνη μιας εθνικής πατρίδας για τον εβραϊκό λαό και θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να διευκολύνει την επίτευξη αυτού του σκοπού…». Η διακήρυξη αυτή αποτέλεσε ορόσημο για τις προσπάθειες που κορυφώθηκαν με τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. Οι Βρετανοί, που έλαβαν την Εντολή για την Παλαιστίνη από την Κοινωνία των Εθνών, επέτρεψαν τη μετανάστευση των σιωνιστών στην Παλαιστίνη (την οποία, μετά τη δημιουργία της Υπεριορδανίας, όρισαν ως το έδαφος μεταξύ της Μεσογείου και του Ιορδάνη ποταμού).
Η εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη ωστόσο ξεκίνησε πριν ακόμη εκδοθεί η Διακήρυξη του Μπάλφουρ και συνεχίστηκε επί μακρόν μετά το τέλος του πολέμου. Η μετανάστευση πραγματοποιήθηκε κατά κύματα, που ονομάζονταν στα εβραϊκά aliyot (εν.: aliya). Η πρώτη αλιγιά ήταν σημαντική επειδή τα μέλη της προσπάθησαν να εγκαταστήσουν μια αποικία εποίκων-καλλιεργητών φυτειών (settler-plantation) στην Παλαιστίνη παρόμοια με τη γαλλική αποικία εποίκων-καλλιεργητών φυτειών (settler-plantation) στην Αλγερία. Ως επί το πλείστον, οι προσπάθειές τους απέτυχαν. Η δεύτερη και η τρίτη αλιγιά, που έλαβαν χώρα το 1904-1914 και το 1918-1923, είχαν πιο διαρκή αποτελέσματα.
Κατά τη διάρκεια αυτών των αλιγιά, εξήντα πέντε χιλιάδες Εβραίοι από την Ευρώπη μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη. Αυτοί οι μετανάστες διαμόρφωσαν πολλούς από τους θεσμούς και τα ιδανικά που εξακολουθούν να υπάρχουν στο Ισραήλ. Επηρεασμένοι τόσο από τον σοσιαλισμό όσο και από τις ρομαντικές ιδέες «επιστροφή στη γη» που ήταν τότε δημοφιλείς στη Γερμανία, οι νέοι μετανάστες δημιούργησαν αγροτικούς εποικισμούς, συμπεριλαμβανομένων συλλογικών αγροκτημάτων (moshavim, εν.: moshav) και κοινόκτητων αγροκτημάτων (kibbutzim, εν.: kibbutz). Οργάνωσαν μια εργατική ομοσπονδία (την Histadrut), η οποία ίδρυσε σχολεία και νοσοκομεία και η οποία παρείχε ποικίλες κοινωνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες πρόνοιας για την κοινότητα των μεταναστών. Και ανέστησαν προς χρήσιν εθνικής γλώσσας τη βιβλική εβραϊκή γλώσσα.
Ίσως το πλέον σημαντικό για το μέλλον της Μέσης Ανατολής ήταν η εργασιακή πολιτική που υιοθέτησαν οι νέοι μετανάστες. Οι σιωνιστές της δεύτερης και της τρίτης αλιγιά εξέφρασαν τις προσδοκίες τους με δύο συνθήματα: «κατάκτηση της γης» και «κατάκτηση της εργασίας». Το πρώτο σύνθημα αναφέρεται στην ανάγκη που ένιωσαν αυτοί οι σιωνιστές να αφήσουν το αποτύπωμά τους στη γη της Παλαιστίνης «εξημερώνοντας την ερημιά» μέσω της εποικιστικής δραστηριότητας. Το δεύτερο αναφέρεται στην ανάγκη που ένιωσαν οι ίδιοι αυτοί σιωνιστές να επαναδημιουργήσουν τον εβραϊκό λαό βάζοντας τους Εβραίους να καλύψουν όλες τις θέσεις εργασίας στην οικονομία. Ενώ οι ιδιόμορφες συνθήκες των Εβραίων στην Ευρώπη τους είχαν περιορίσει σε ορισμένα αστικά επαγγέλματα, αυτοί οι σιωνιστές ήθελαν οι Εβραίοι να επεκταθούν πέρα από το εμπόριο και τα επαγγέλματα. Πίστευαν πως πράττοντας μόνον έτσι οι Εβραίοι θα μπορούσαν να ξεπεράσουν την παραλυτική εμπειρία τους ως εξόριστης κοινότητας και να γίνουν αληθινό έθνος. Η πεποίθηση ότι το εβραϊκό έθνος έπρεπε να καθαρθεί από τις αρνητικές συνέπειες αιώνων εξορίας ονομάζεται «άρνηση της εξορίας». Κι αυτό, επίσης, έπαιξε κεντρικό ρόλο στη σιωνιστική πολεμική.
Αν και η ιδέα της «κατάκτησης της εργασίας» είχε τις ιδεολογικές της ρίζες στον ουτοπικό σοσιαλισμό και τον ρομαντισμό, υπήρχαν πρακτικοί λόγοι για τους Ευρωπαίους Εβραίους έποικους να αποφεύγουν την αραβική εργατική δύναμη. Παρότι πολλοί σιωνιστές στην Ευρώπη πίστευαν ότι η Παλαιστίνη είναι «μια γη χωρίς λαό» και ως εκ τούτου ιδανική «για έναν λαό χωρίς γη», η αραβική εργατική δύναμη ήταν στην πραγματικότητα άφθονη και οι Άραβες ήταν πρόθυμοι να εργαστούν για χαμηλότερους μισθούς από ό,τι οι Ευρωπαίοι έποικοι. Η διεύρυνση του εργατικού δυναμικού ώστε να συμπεριλάβει χαμηλόμισθους εργάτες θα οδηγούσε σε μείωση των μισθών και θα αποθάρρυνε τη μετανάστευση νέων εποίκων. Ως αποτέλεσμα, οι σιωνιστές με επιρροή θεώρησαν ότι η επιτυχία του σχεδίου τους εξαρτιόταν από την αποκοπή των οικονομικών δεσμών που συνέδεαν τις δύο κοινότητες. Έτσι, αφού οι σιωνιστές αγόραζαν γη, συχνά από απόντες γαιοκτήμονες, εκτόπιζαν συχνά Παλαιστίνιους αγρότες των οποίων οι υπηρεσίες δεν ήταν πια απαραίτητες.
Οι αυτόχθονες κάτοικοι της Παλαιστίνης όντως αντιστάθηκαν στη σιωνιστική πολιτική των εποικισμών. Αυτή η αντίσταση πήρε ποικίλες μορφές, από καταλήψεις γης μέχρι βία κατά των εποίκων και καταστροφή περιουσιών. Αλλά ενώ οι αυτόχθονες κάτοικοι της Παλαιστίνης εξαρχής αντιστάθηκαν στον σιωνιστικό εποικισμό, η αντίσταση τους αυτή ήταν κυρίως αμυντική, στερημένη πολιτικών στόχων και μάλλον τυχαία. Κανένα παλαιστινιακό εθνικό κίνημα δεν υπήρξε μέχρι και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμη και τότε έπρεπε να ανταγωνιστεί με άλλα εθνικιστικά κινήματα για υποστήριξη. Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περισσότεροι μορφωμένοι Παλαιστίνιοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους Οθωμανούς υπηκόους και αργότερα Οθωμανούς πολίτες. Όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 13, το γεγονός ότι οι μορφωμένοι Παλαιστίνιοι θα εξέφραζαν τις πολιτικές τους φιλοδοξίες με τη μορφή του εθνικισμού ήταν αναπόφευκτο – το ότι θα υποστήριζαν τον παλαιστινιακό εθνικισμό δεν ήταν. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η οθωμανική ταυτότητα δεν αποτελούσε πλέον βιώσιμη επιλογή, ορισμένοι Παλαιστίνιοι προσελκύστηκαν από τον αραβικό εθνικισμό, άλλοι θεωρούσαν εαυτούς Σύριους.
Εκτός από τον ανταγωνισμό που αντιμετώπιζε ένα παλαιστινιακό εθνικό κίνημα από αντίπαλα εθνικά κινήματα, υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που εμπόδιζαν την εδραίωσή του. Η παλαιστινιακή κοινότητα δεν ήταν τόσο καλά οργανωμένη ή ενοποιημένη όσο η σιωνιστική κοινότητα. Ως πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν είχαν καμία ανάγκη προς τούτο. Παρόλο που η σιωνιστική κοινότητα ήταν διαβόητη για την πολυδιάσπαση της πολιτικής της, τα περισσότερα μέλη της ακολουθούσαν, τελικά, τους ίδιους κανόνες. Η σιωνιστική κοινότητα αγκάλιασε το σύστημα των Εντολών και οργανώθηκε ανάλογα. Οι πολιτικές ελίτ της αραβικής κοινότητας στην Παλαιστίνη δεν αποδέχτηκαν ούτε τη Διακήρυξη Μπάλφουρ ούτε τη βρετανική Εντολή. Επομένως, δεν οργανώθηκαν με τρόπο που θα μπορούσε να επωφεληθεί από την Εντολή. Περαιτέρω εμπόδιο για την οργάνωση ενός ενιαίου παλαιστινιακού εθνικού κινήματος ήταν το πρόβλημα των εσωτερικών ρωγμών στην αραβική κοινότητα ― ρωγμές που επιδεινώθηκαν από τις βρετανικές πολιτικές. Ενώ οι πολιτικές ελίτ υπό τους Οθωμανούς ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για θέσεις και κύρος, οι Βρετανοί δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν αυτόν τον ανταγωνισμό για τους δικούς τους σκοπούς. Οι Βρετανοί συνέχισαν επίσης την οθωμανική πολιτική που επέτρεπε σε κάθε θρησκευτική κοινότητα να οργανώνει τις δικές της υποθέσεις. Επειδή η αραβική κοινότητα της Παλαιστίνης περιλάμβανε τόσο μουσουλμάνους όσο και χριστιανούς, κάθε κοινότητα διατηρούσε παράλληλους αλλά ξεχωριστούς θεσμούς για λειτουργίες όπως η κοινωνική πρόνοια και το δίκαιο.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου της Εντολής, τόσο οι αραβικές όσο και οι συριακές εθνικιστικές επιλογές γίνονταν όλο και λιγότερο βιώσιμες. Το σύστημα Εντολών όχι μόνο χώρισε τον αραβικό κόσμο σε μια ποικιλία κρατών, αλλά απέκοψε την Παλαιστίνη από τη Συρία. Επειδή η παλαιστινιακή αραβική κοινότητα δεν μπορούσε εύλογα να περιμένει να ενωθεί με τους Σύρους, το δέλεαρ του συριακού εθνικισμού τελικά ξεθώριασε. Με την πάροδο του χρόνου, η ιστορία και η θεσμική ανάπτυξη της Παλαιστίνης και της Συρίας διέφεραν επίσης. Οι συριακές ελίτ, για παράδειγμα, θα συνέχιζαν την εκπαίδευσή τους σπουδάζοντας στη Γαλλία και ένιωθαν άνετα εντός της γαλλικής κουλτούρας. Δεδομένου ότι η Βρετανία κατείχε την Εντολή για την Παλαιστίνη, οι μορφωμένες ελίτ στην Παλαιστίνη συχνά μάθαιναν αγγλικά, ολοκλήρωναν τις σπουδές τους στη Βρετανία και θεωρούσαν τους βρετανικούς θεσμούς και παραδόσεις, κι όχι τους γαλλικούς, ως πρότυπο προς μίμησιν.
Υπήρχε όμως κι ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο μια ξεχωριστή παλαιστινιακή ταυτότητα άρχισε να αναδύεται κατά την περίοδο της Εντολής. Οι κάτοικοι της Παλαιστίνης αντιμετώπιζαν ένα πρόβλημα που δεν αντιμετώπιζε κανείς άλλος κάτοικος της περιοχής: τον σιωνιστικό εποικισμό. Ο σιωνιστικός εποικισμός ήταν πολύ διαφορετικός από τον ιμπεριαλισμό που ασκούνταν στη Συρία ή το Ιράκ στο πλαίσιο του συστήματος των Εντολών. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι κυβέρνησαν τα εδάφη τους έμμεσα, μέσω τοπικών συνεργατών. Δεν οικειοποιήθηκαν γη, δεν δημιούργησαν μια αντίπαλη και ανταγωνιστική οικονομία, ούτε δημιούργησαν αντίπαλες και ανταγωνιστικές πολιτικές δομές. Επειδή αντιμετώπισαν έναν διαφορετικό τύπο αντιπάλου, η αντίδραση των Παλαιστινίων ήταν διαφορετική από την αντίδραση των γειτόνων τους.
Το γεγονός ότι ο παλαιστινιακός εθνικισμός αναπτύχθηκε αργότερα από τον σιωνισμό και, στην πραγματικότητα, αναπτύχθηκε ως απάντηση στη σιωνιστική μετανάστευση, δεν σημαίνει ότι ο παλαιστινιακός εθνικισμός νομιμοποιείται λιγότερο από ό,τι ο σιωνισμός. Όλοι οι εθνικισμοί προκύπτουν κατ’ αντιπαράθεση προς κάποια εσωτερική ή εξωτερική νέμεση. Όλοι ορίζονται από αυτό προς το οποίο αντιτίθενται. Ο ίδιος ο σιωνισμός προέκυψε αρχικά ως αντίδραση στα αντισημιτικά και εθνικιστικά κινήματα στην Ευρώπη. Θα ήταν παράλογο να κρίνουμε τον σιωνισμό ως κάπως λιγότερο έγκυρο από τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό ή αυτούς τους εθνικισμούς. Επιπλέον, ο ίδιος ο Σιωνισμός ορίστηκε επίσης από την αντίθεσή του προς τους αυτόχθονες Παλαιστίνιους κατοίκους της περιοχής. Τόσο το σύνθημα της «κατάκτησης της γης» όσο και της «κατάκτησης της εργασίας» που έγιναν κεντρικά στη σιωνιστική σκέψη προήλθαν ως αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης του σιωνισμού με τον Παλαιστινιακό «άλλο» του.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και της δεκαετίας του 1930 οι εντάσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων κλιμακώθηκαν. Τόσο τα τοπικά όσο και τα διεθνή γεγονότα συνέβαλαν σε αυτές τις εντάσεις. Ως αποτέλεσμα της εξάπλωσης του αντισημιτισμού στην Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1930, η εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη επεκτάθηκε θεαματικά. Από το 1931 έως το 1935, ο εβραϊκός πληθυσμός της Παλαιστίνης αυξήθηκε από 175.000 σε 400.000. Για να το θέσω αλλιώς, ο εβραϊκός πληθυσμός επεκτάθηκε από το 17% στο 31% του συνολικού πληθυσμού στην Παλαιστίνη. Οι σιωνιστικές αγορές γης έπληξαν έναν παλαιστινιακό πληθυσμό που ήδη ταλανιζόταν από μια αγροτική κρίση. Η παλαιστινιακή κοινωνία ήταν κατά κύριο λόγο αγροτική και η κατάρρευση των γεωργικών τιμών και του διεθνούς εμπορίου που προκλήθηκε από τη Μεγάλη Ύφεση την είχε θέσει υπό τεράστια πίεση. Μέχρι το 1931, οι σιωνιστικές αγορές γης είχαν οδηγήσει στην εκδίωξη περίπου 20.000 αγροτικών οικογενειών από τα εδάφη τους. Σχεδόν το 30% των Παλαιστινίων αγροτών ήταν ακτήμονες και ένα άλλο 75% με 80% δεν διέθετε αρκετή γη για να την επιβίωσή του.
Έτσι, το 1936 η Παλαιστίνη εξερράγη βιαίως. Αυτό που οι Παλαιστίνιοι αποκαλούν Μεγάλη Εξέγερση ήταν, μετά τον πόλεμο του 1948, το πιο τραυματικό γεγονός στη σύγχρονη ιστορία για τους Παλαιστίνιους. Οι Βρετανοί κατέστειλαν γρήγορα την εξέγερση στις αστικές περιοχές, αλλά αντιμετώπισαν περισσότερες δυσκολίες στις αγροτικές περιοχές. Εκεί, η εξέγερση κράτησε τρία χρόνια. Μέχρι το φθινόπωρο του 1937, έως και δέκα χιλιάδες αντάρτες περιφέρονταν στην ύπαιθρο. Για να καταπνίξουν την εξέγερση, οι Βρετανοί ξεκίνησαν μια κτηνώδη εκστρατεία εναντίον της, χρησιμοποιώντας τακτικές εξαιρετικά οικείες στους Παλαιστίνιους σήμερα: συλλογική τιμωρία χωριών, «στοχευμένους σκοτωμούς» (δολοφονίες), μαζικές συλλήψεις, απελάσεις και ανατίναξη κατοικιών υπόπτων ανταρτών και των συμπαθούντων τους. Η εξέγερση, και η βρετανική αντίδραση σε αυτήν, κατέστρεψαν τη φυσική ηγεσία της παλαιστινιακής κοινότητας και άνοιξαν νέα σχίσματα στην κοινότητα αυτή. Πολλοί πλούσιοι Παλαιστίνιοι τράπηκαν σε φυγή αντί να αντιμετωπίσουν αυτό που θεωρούσαν εκβιαστικές απαιτήσεις αντίπαλων παλαιστινιακών συμμοριών, ενώ οι Βρετανοί φυλάκισαν πολλούς από τους ηγέτες της κοινότητας ή τους επέβαλαν την εξορία. Η παλαιστινιακή κοινωνία δεν ανέκαμψε ποτέ. Οι ρίζες αυτού που οι Παλαιστίνιοι ονόμασαν nakba (καταστροφή) του 1948 βρίσκονται στη Μεγάλη Εξέγερση.
Στον απόηχο της Μεγάλης Εξέγερσης, οι Βρετανοί προσπάθησαν να βρουν κάποια διπλωματική λύση για το παλαιστινιακό αδιέξοδο. Το 1937 πρότειναν τη διαίρεση της Παλαιστίνης σε δύο χωριστά εδάφη, ένα σιωνιστικό και ένα παλαιστινιακό. Το 1939, υποχώρησαν από τη διχοτόμηση και εξέδωσαν μια Λευκή Βίβλο που είχε ακριβώς τα κατάλληλα συστατικά για να προσβάλει τους ηγέτες και των δύο κοινοτήτων. Η Λευκή Βίβλος του 1939 υποστήριξε την επιβολή περιορισμών (αλλά όχι τερματισμού) της εβραϊκής μετανάστευσης και τη στενότερη εποπτεία (αλλά όχι τον τερματισμό) των πωλήσεων γης. Υποσχόταν επίσης ανεξαρτησία για την Παλαιστίνη μέσα σε δέκα χρόνια, στην απίθανη περίπτωση που οι δύο κοινότητες μάθαιναν να συνεργάζονται. Και οι δύο κοινότητες ένιωσαν προδομένες από τη Λευκή Βίβλο. Και οι δύο κοινότητες την απέρριψαν.
Αν και η Λευκή Βίβλος παρέμεινε επίσημη βρετανική πολιτική κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Παλαιστίνη ήταν σχετικά ήσυχη. Μεγάλο μέρος της σιωνιστικής κοινότητας απαρνήθηκε την ιδέα της δολιοφθοράς της βρετανικής πολεμικής προσπάθειας εναντίον των Ναζί, και η αραβική κοινότητα της Παλαιστίνης εξακολουθούσε να αναρρώνει από το τραύμα της Μεγάλης Εξέγερσης. Επιπλέον, ο πόλεμος ήταν μια οικονομική ευλογία για την Παλαιστίνη, όπως και για μεγάλο μέρος της υπόλοιπης περιοχής, όμως η ηρεμία δεν έμελλε να διαρκέσει. Καθώς η δεκαετής προθεσμία που όριζε η Λευκή Βίβλος αναφαινόταν στον ορίζοντα, ο αγώνας μεταξύ των δύο κοινοτήτων — και μεταξύ των δύο κοινοτήτων και των Βρετανών — άρχισε ξανά. Μέχρι το 1947, σε μια εποχή που η Ινδία επρόκειτο να αποκτήσει την ανεξαρτησία της και ο ψυχρός πόλεμος βρισκόταν στα αρχικά του στάδια, οι Βρετανοί έπρεπε να μεταφέρουν εκατό χιλιάδες στρατιώτες στην Παλαιστίνη για να διατηρήσουν την ειρήνη. Οι στρατιώτες και οι διπλωμάτες τους στοχοποιημένοι από αποσχιστικές σιωνιστικές ομάδες, η οικονομία τους όντας υπό κατάρρευση, οι Βρετανοί αποφάσισαν ότι φτάνει πια και φόρτωσαν το Παλαιστινιακό ζήτημα στους κόλπους των νεοσύστατων Ηνωμένων Εθνών. Τα Ηνωμένα Έθνη ήταν, σε τελική ανάλυση, ο διάδοχος οργανισμός της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία είχε χορηγήσει στη Βρετανία την Εντολή εξαρχής. Ακολουθώντας τις συστάσεις της Ειδικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Παλαιστίνη (UNSCOP), η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ψήφισε για τον τερματισμό της εντολής και τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης μεταξύ σιωνιστικής και παλαιστινιακής κοινότητας.
Μετά την ψηφοφορία των Ηνωμένων Εθνών για τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Τον εμφύλιο ακολούθησε η επέμβαση των τριγύρω αραβικών εθνών υπέρ των Παλαιστινίων. Ο πόλεμος για την Παλαιστίνη —που αποκαλείται από τους Ισραηλινούς Πόλεμος της Ανεξαρτησίας και από τους Παλαιστίνιους nakba— επηρέασε όλους τους μαχόμενους με δραματικό τρόπο. Για τους σιωνιστές, ο πόλεμος οδήγησε στη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, του οποίου τα de facto σύνορα αντιστοιχούσαν στις γραμμές κατάπαυσης του πυρός. Αν και το κράτος έλαβε γρήγορα διεθνή αναγνώριση, δεν υπογράφηκαν ειρηνευτικές συνθήκες μεταξύ του Ισραήλ και των γειτόνων του ― μόνο συμφωνίες ανακωχής. Για τα επόμενα σαράντα πέντε χρόνια, η προσοχή του κόσμου θα εστιαζόταν στο να πείσουν το Ισραήλ και τους γείτονές του να υπογράψουν τέτοιες συνθήκες. Με άλλα λόγια, για τα επόμενα σαράντα πέντε χρόνια το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας επέλεξε να δει τη σύγκρουση μεταξύ δύο λαών ―σιωνιστών και Παλαιστινίων― ως μια «αραβο-ισραηλινή» σύγκρουση μεταξύ κυρίαρχων κρατών. Μετά από περισσότερο από μισό αιώνα, μόνο δύο συνθήκες ειρήνης μεταξύ του Ισραήλ και οποιουδήποτε από τους γείτονές του έχουν υπογραφεί και τεθεί σε ισχύ: η μία μεταξύ του Ισραήλ και της Αιγύπτου (1979), η άλλη μεταξύ του Ισραήλ και της Ιορδανίας (1994).
Από την άλλη, ο πόλεμος κατέστρεψε την παλαιστινιακή κοινωνία. Περίπου 720.000 Παλαιστίνιοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και παγιδεύτηκαν πίσω από τις εχθρικές γραμμές, μη μπορώντας να επιστρέψουν. Αν και οι λόγοι της φυγής τους αποτελούν αντικείμενο συζήτησης για περισσότερα από εξήντα χρόνια, έχει αρχίσει να διαμορφώνεται μια συναίνεση στην επιστημονική κοινότητα, κυρίως ως αποτέλεσμα της έρευνας που ανέλαβε μια ομάδα Ισραηλινών επιστημόνων που ονομάζονται Νέοι Ιστορικοί. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν πλέον ότι ένας συνδυασμός παραγόντων οδήγησε στη γέννηση του προβλήματος των Παλαιστινίων προσφύγων. Από τη μία πλευρά, οι Παλαιστίνιοι, όπως και οι περισσότεροι πρόσφυγες, διέφυγαν φυσικά από μια εμπόλεμη ζώνη. Από την άλλη πλευρά, υπήρξαν υπολογισμένες εκτοπίσεις, ενώ άλλοι Παλαιστίνιοι εσκεμμένα τρομοκρατήθηκαν για να αναγκαστούν να φύγουν από τρομοκρατικές ενέργειες που διέπραξαν οι σιωνιστικές δυνάμεις. Μόνο στο χωριό Ντέιρ Γιασίν, κάπου ανάμεσα σε 110 με 240 άνδρες, γυναίκες και παιδιά σφαγιάστηκαν και τα πτώματα πολλών από αυτούς ρίχτηκαν στο πηγάδι του χωριού. Πράξεις όπως αυτή μόλις και κρατήθηκαν μυστικές. Άλλωστε, όπως είχε πει κάποτε ο Λένιν, σκοπός της τρομοκρατίας είναι να τρομοκρατεί.
Οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες κατέληξαν στη Δυτική Όχθη (την οποία κατείχε η Ιορδανία μέχρι το 1967), στη Λωρίδα της Γάζας (που κατείχαν οι Αιγύπτιοι μέχρι την ίδια χρονιά) και σε γειτονικές αραβικές χώρες. Όσοι είχαν μόρφωση ή χρήματα προσπάθησαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους όσο καλύτερα μπορούσαν μόνοι τους. Άλλοι που δεν ήταν τόσο τυχεροί κατέληξαν σε καταυλισμούς που υποστηρίζονται από την Υπηρεσία Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών (UNRWA), όπου αυτοί και οι απόγονοί τους ζουν μέχρι σήμερα. Όσοι Παλαιστίνιοι παρέμειναν στο Ισραήλ υπόκειντο σε στρατιωτικό νόμο μέχρι το 1966.
Ο πόλεμος του 1948 επηρέασε επίσης τα αραβικά κράτη ― όχι μόνο εκείνα που συμμετείχαν στον πόλεμο, αλλά και κράτη όλης της περιοχής. Ομάδες στρατιωτικών αξιωματικών στην Αίγυπτο, τη Συρία και το Ιράκ ένιωσαν προδομένοι από τις κυβερνήσεις τους. Αν και ο πόλεμος της Παλαιστίνης δεν ήταν ο μόνος λόγος που αυτοί οι αξιωματικοί ήταν δυσαρεστημένοι, η αραβική ήττα κατέληξε να συμβολίζει ένα πλήθος παραπόνων που είχαν αυτοί οι αξιωματικοί εναντίον των κυβερνήσεών τους. Κατηγόρησαν τις κυβερνήσεις τους ότι μπήκαν με μισή καρδιά στον πόλεμο (κάτι που έκαναν) και κατηγόρησαν για την ήττα τους την ανικανότητα και τη διαφθορά αυτών των κυβερνήσεων (πράγμα που συνέβαινε). Εξίσωσαν επίσης την ήττα των αραβικών δυνάμεων με την ανικανότητα ή την απροθυμία των αραβικών κυβερνήσεων να προωθήσουν το είδος της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που θα εξασφάλιζε την επιτυχία στο πεδίο της μάχης. Παίρνοντας την κατάσταση στα χέρια τους, αυτοί οι αξιωματικοί πραγματοποίησαν πραξικοπήματα στη Συρία (1949), την Αίγυπτο (1952) και το Ιράκ (1958) κατά των κυβερνήσεών τους […] αυτά τα πραξικοπήματα θα άλλαζαν την πορεία της αραβικής πολιτικής και θα μεταμόρφωναν τον δεσμό που συνέδεε τα κράτη της Μέσης Ανατολής με τους πολίτες τους.
Πηγή: neoplanodion.gr/