του Μιχάλη Γιαννόπουλου
Φέτος συμπληρώνονται 400 χρόνια από το θάνατο του Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα (29 Σεπτεμβρίου 1547 – 22 Απριλίου 1616).
Ένα χρόνο πριν το θάνατό του, ο Θερβάντες, ολοκλήρωσε το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημα στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. «Ο χαρισματικός Ιδαλγός Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα», όπως είναι ο πλήρης τίτλος, κυκλοφόρησε σε δύο τόμους με διαφορά δέκα ετών ο ένας από τον άλλο. Το πρώτο μέρος εκδόθηκε το 1605 και το δεύτερο το 1615. Έκτοτε, το δημιούργημα του μεγάλου ισπανού θα γίνει ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα κείμενα που έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα.
Η εποχή της μετάβασης
Ο 16ος και ο 17ος είναι οι δύο αιώνες που θα αποβούν καθοριστικοί στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αυτοί οι δύο αιώνες συνιστούν την περίοδο της μετάβασης από τις φεουδαρχικές στις αστικές κοινωνίες.
Αν ο 16ος αιώνας, ξεκινώντας από τα τέλη του 15ου, είναι ο αιώνας της λεγόμενης πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου, ο 17ος είναι ο αιώνας της εμφάνισης πρώτη φορά κοινωνικών σχηματισμών που συγκεντρώνουν χαρακτηριστικά ενός αστικού κράτους. Η ανακάλυψη και ο εποικισμός της Αμερικής, η εκμετάλλευση νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών, η διάνοιξη των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων για τις αγορές της Ασίας, οι ανταλλαγές με τις αποικίες, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη διεύρυνση της βιομηχανικής παραγωγής.
Η Ισπανία και η Πορτογαλία ξεκίνησαν πρώτες σ’ αυτό τον αγώνα δρόμου που έμελε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά πριν περάσει ένας αιώνας είχαν ξεπεραστεί από τους υπόλοιπους ανταγωνιστές. Στο τέλος του 16ου αιώνα ορισμένες επαρχίες των κατεχόμενων από την Ισπανία Κάτω Χωρών θα ανεξαρτητοποιηθούν και θα συγκροτήσουν την Ολλανδική δημοκρατία. Η Ολλανδία θα γίνει το υποδειγματικό κεφαλαιοκρατικό έθνος το 17ο αιώνα. Η Ισπανία, της οποίας η μοναρχία σε λίγες δεκαετίες θα σπαταλήσει τα βουνά ασημιού και χρυσού που μετέφερε από το Νέο Κόσμο, εξοντώνοντας στα ορυχεία εκατομμύρια αυτοχθόνων, εισέρχεται σταδιακά σε μια μακροχρόνια παρακμή.
Ο Θερβάντες ζει σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο των μεγάλων ανακατατάξεων. Όχι μόνο παρακολουθεί τα συμβαίνοντα αλλά κυριολεκτικά παίρνει μέρος και ο ίδιος. Θα πολεμήσει ως στρατιώτης στη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, στη διάρκεια της οποίας θα αχρηστευτεί το αριστερό του χέρι. Η ήττα και η καταστροφή του Οθωμανικού στόλου θα ματαιώσει οριστικά κάθε σχέδιο για ναυτική έξοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στις Δυτικές θάλασσες.
Ο Θερβάντες θα συνεχίσει, αν και με ένα χέρι, να υπηρετεί στο στρατό ακόμα τέσσερα χρόνια. Όταν το 1575 εγκαταλείπει το στρατό και επιστρέφει στην Ισπανία, το πλοίο που τον μεταφέρει θα πέσει θύμα πειρατείας και ο ίδιος θα μεταφερθεί στο Οθωμανοκρατούμενο Αλγέρι. Θα μείνει για πέντε χρόνια έγκλειστος στις φυλακές, μέχρι η οικογένειά του να καταφέρει να συγκεντρώσει τα λύτρα που απαιτούν οι δεσμώτες του.
Επιστρέφοντας στην Ισπανία έχει να αποπληρώσει όσα χρέη απόμεναν από τα λύτρα της απελευθέρωσής του και να συντηρήσει μια πολυμελή οικογένεια που εκτός από τον ίδιο περιλαμβάνει έξι γυναίκες· τη μάννα του, τη γυναίκα του, την εξώγαμη κόρη του, δύο ανύπαντρες αδελφές και την εξώγαμη κόρη μιας εξ αυτών. Η ζωή του θα είναι δύσκολη γεμάτη στερήσεις, σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του. Σ’ αυτές τις συνθήκες θα συγγράψει τα έργα του.
Ένας πρόδρομος του ρεαλισμού.
Όπως συμβαίνει με όλα τα μεγάλα δημιουργήματα της τέχνης ο Δον Κιχώτης έχει δεχτεί πλήθος ερμηνειών και αναγνώσεων. Αλλά ας δούμε πώς τοποθετεί τα πράγματα ο ίδιος ο συγγραφέας, σ’ ένα έργο που το χαρακτηρίζει η θεατρικότητα, σ’ ένα έργο στο οποίο οι διάλογοι αποτελούν τα 4/5 των σελίδων του. Ένα έργο που εξαρχής γράφτηκε κυρίως να ακούγεται. Τότε οι εγγράμματοι ήταν ελάχιστοι και οι πολλοί θα το άκουγαν να τους το διαβάζουν οι λίγοι εκείνοι που γνώριζαν ανάγνωση.
Δύο είναι τα πρόσωπα του βιβλίου, ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα. Οι δυο ήρωες διασχίζουν την χώρα εμπλεκόμενοι σε φανταστικές περιπέτειες, κυρίως όμως έχοντας οι δυο τους αμέτρητους διαλόγους πάνω σε κάθε θέμα.
Ο Αλόνσο Κιχάνα, ένας όχι ιδιαίτερα εύπορος κτηματίας θα απορροφηθεί από την ανάγνωση ιπποτικών ιστοριών, είδος λαϊκών αναγνωσμάτων ιδιαίτερα διαδεδομένων την εποχή εκείνη. Το συνεχές διάβασμα θα φτάσει να κρατάει αδιάκοπα μέρα και νύχτα. Ο φανατικός αναγνώστης θα βρεθεί και ο ίδιος για τα καλά μέσα στον κόσμο της ονειροφαντασίας. Έτσι ο Αλόνσο Κιχάνα αποφασίζει να εγκαταλείψει τις συνηθισμένες του ασχολίες, επιλέγει να ονομάζεται στο εξής Δον Κιχώτης της περιφέρειας Μάντσα και αφιερώνει τη ζωή του στην πραγματοποίηση ιπποτικών άθλων και στην προστασία κάθε αδύναμου πλάσματος.
Είναι ακραία ανιδιοτελής, σε κάθε του βήμα είναι έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή και τα υπάρχοντά του για να πραγματοποιήσει τους ευγενείς σκοπούς του· το μυαλό του είναι σαλεμένο, αλλά τις ώρες που έχει διαύγεια τα λόγια του είναι σοφά και μυαλωμένα. Ο ονειροπόλος ιππότης δεν είναι επαναστάτης που θέλει να αλλάξει την κοινωνία, αλλά πιστός πατριώτης και ευσεβής καθολικός όπως άλλωστε ήταν και ο Θερβάντες.
Θέλει μόνο να υπερασπιστεί και να προστατεύσει τους αδικημένους και κατατρεγμένους να τους απαλύνει τους πόνους και τα βάσανα. Θα συγκρουστεί με όλα τα τέρατα και τους μάγους που πλάθει στο παραλήρημα του, αλλά οι ήττες του δεν θα είναι φανταστικές, θα έλθουν με σκληρό τρόπο από τη σύγκρουσή του με την τραχιά πραγματικότητα της Ισπανίας.
Για ιπποκόμο, συνοδό και συνομιλητή του ο Δον Κιχώτης επιλέγει το Σάντσο Πάντσα, ένα χωρικό που δελεάζεται από τις υποσχέσεις για μελλοντικές υπερβολικές παροχές. Οι πρώτες λέξεις που εκστομίζει ο Σάντσο, με την είσοδό του για πρώτη φορά στη σκηνή, στο 5ο κεφάλαιο, είναι:
«-Να θυμάστε η ευγένειά σας, κύριε στρατοκόπε ιππότη, τι μου τάξατε για το νησί, γιατί εγώ θα ξέρω να το κυβερνήσω όσο μεγάλο και να ’ναι».
Ο χωρικός, παρά την αφέλεια που τον διακρίνει είναι ένας καθημερινός συνηθισμένος άνθρωπος της εποχής του. Ακολουθεί πιστά το αφεντικό του προσδοκώντας μελλοντικά οφέλη. Πότε πιστεύει και πότε δεν πιστεύει στις μαγείες, ανάλογα με το πώς σταθμίζει το συμφέρον του· έτσι θα πορευτεί μέχρι το 74ο και τελευταίο κεφάλαιο του έργου.
Όταν πλέον έχουν ολοκληρωθεί οι αναρίθμητοι διάλογοι που είχαν οι δυο σύντροφοι, λίγο πριν ο Δον Κιχώτης αφήσει μέσα σε γενική συγκίνηση την τελευταία του πνοή, ο αφηγητής – Θερβάντες αναφέρει για τελευταία φορά το όνομα του Σάντσο ως εξής:
«Είχε αναστατωθεί το σπίτι· μολαταύτα έτρωγε η ανεψιά το φαΐ της κανονικά, έπινε το κρασάκι της η οικονόμος και κατά βάθος ένιωθε χαρούμενος ο Σάντσο, γιατί το να κληρονομάς κάτι σβήνει ή κάνει αμυδρή στον κληρονόμο τη θύμηση του πόνου που ναι εύλογο να προκαλεί ο πεθαμένος».
Μετά από αυτή την περιγραφή ο Δον Κιχώτης θα παραδώσει το πνεύμα του σβήνοντας από μελαγχολία. Οι συνηθισμένοι άνθρωποι που τον αγάπησαν πραγματικά, θα συνεχίσουν τη ζωή τους σ’ έναν κόσμο, που παρά τις ηρωικές προσπάθειες του ευγενικού ιππότη, δεν βελτιώθηκε. Η φεουδαρχική κοινωνία έχει μπει σε παρακμή ανεπίστρεπτη και δεν διορθώνεται.
Η τάξη των ευγενών θα συνεχίσει να σπαταλά των πλούτο της χώρας, μαζί και το ματωμένο χρυσάφι και ασήμι του Νέου Κόσμου, για να συντηρεί τη σπάταλη ζωή της και να διαιωνίζει το είδος της. Είναι οι ίδιοι ευγενείς, που για να διασκεδάσουν σκαρώνουν φάρσες σε βάρος των δύο ηρώων, τους χλευάζουν και τους γελοιοποιούν, ιδιαίτερα στον δεύτερο τόμο.
Ο Δον Κιχώτης αν και επέζησε σ’ όλες τις μάχες που έδωσε με τους φανταστικούς εχθρούς, συντρίφτηκε από την σκληρή, καθόλου λυρική, πραγματικότητα της Ισπανίας. Κάθε εποχή, πριν και μετά τον Αλόνσο Κιχάνα, εμφανίζει τους δικούς της Δον Κιχώτες, εις μάτην όμως, η ιστορία αλλάζει κινούμενη από άλλες δυνάμεις. Παρ’ όλα αυτά αυτοί οι ευαίσθητοι ονειροπόλοι, δεν είναι άχρηστοι, με το δικό τους τρόπο ρίχνουν αχτίδες φωτός προς ένα καλύτερο μέλλον.
Ο Θερβάντες πατάει στέρεα στο έδαφος της πραγματικότητας στην ιστορική της διάσταση. Μιας πραγματικότητας που δημιουργήθηκε στο πέρασμα των αιώνων, η έναρξη της οποίας προσδιορίζεται με θαυμαστό τρόπο από τον συγγραφέα στο 11ο κεφάλαιο, όπου ο Δον Κιχώτης απευθυνόμενος σε μια παρέα γιδοβοσκών που τον φιλοξενεί βρίσκει την ευκαιρία να αιτιολογήσει τα κίνητρα των περιπλανώμενων ιπποτών:
«-Καλότυχη εποχή και καλότυχοι αιώνες εκείνοι που οι αρχαίοι τους είπαν χρυσούς, κι όχι γιατί σ’ εκείνους το χρυσάφι, που σ’ ετούτη τη δική μας εποχή του σιδήρου εκτιμάται τόσο πολύ, μπορούσε να τ’ αποχτήσει κανείς χωρίς την παραμικρή κούραση, μα γιατί τότε όσοι σ’ εκείνη ζούσαν αγνοούσαν ετούτες εδώ τις λέξεις: δικό σου και δικό μου.
Ήταν στην άγια εκείνη εποχή όλα τα πράγματα κοινά· κανείς δεν είχε ανάγκη, προκειμένου να εξασφαλίσει την καθημερινή του τροφή, να κάνει άλλη δουλειά απ’ το να υψώσει το χέρι και να τη φτάσει στις εύρωστες βελανιδιές, που γενναιόδωρα τον προσκαλούσαν με το γλυκό κι ώριμό τους καρπό. Οι φωτεινές πηγές και τα πλούσια ποτάμια τού πρόσφερναν θαυμαστή αφθονία από εύγευστα και διάφανα νερά. Στις ρωγμές των βράχων και στις κουφάλες των δέντρων στέγαζαν τη δημοκρατία τους, γεμάτες φροντίδα και φρονιμάδα, οι μέλισσες, που πρόσφεραν σε κάθε τεντωμένο χέρι, χωρίς αντάλλαγμα κανένα, την πλούσια συγκομιδή του πιο γλυκού τους μόχθου.
Τα ρωμαλέα φελλόδεντρα βγάζαν από πάνω τους, χωρίς μηχανισμό άλλον απ’ την καλή τους διάθεση, τα πλατιά κι ανάλαφρα φελλοκόμματα, που με δαύτα αρχίσαν να σκεπάζουν τα σπίτια, που τα στηρίζαν πάνω σε χοντροκομμένους πασσάλους, όχι γι’ άλλο σκοπό παρά για άμυνα ενάντια στις απονιές τ’ ουρανού. Τα πάντα τότε ήταν ειρήνη, τα πάντα φιλία, τα πάντα ομόνοια· ακόμα οι άνθρωποι δεν είχαν τολμήσει ν’ ανοίξουν με το βαρύ υνί του αλετριού τα θεοσέβαστα σπλάχνα της πρώτης μας μητέρας· γιατί εκείνη, χωρίς κανείς να την εξαναγκάζει, πρόσφερνε απ’ όλα τα σημεία του γόνιμου κι απέραντου στήθους της ό,τι μπορούσε να διαθρέψει, να υπερχορτάσει και να ευφράνει όλους αυτούς που τότε ήταν παιδιά της. …
Δεν υπήρχαν η απάτη, ο δόλος, η κακία, ανακατεμένα με την ευθύτητα. Η δικαιοσύνη στεκόταν στα δικά της όρια, χωρίς να τολμάν να την ενοχλούν και να την προσβάλλουν οι ευνοούμενοι κι οι συμφεροντολόγοι, που τόσο πολύ τη βλάφτουν, την ταράζουν και διαρκώς την κυνηγάνε σήμερα».
Οι άνθρωποι αρχίζουν να χωρίζονται από την εποχή που το υνί του αλετριού θα μπει στα σπλάχνα της γης. Είναι η εποχή του πρώτου καταμερισμού της εργασίας, της εμφάνισης της ιδιοκτησίας, της εμφάνισης των εκμεταλλευτικών κοινωνιών. Ο συγγραφέας με απόλυτη καθαρότητα βλέπει το χαρακτήρα της εποχής του, των προηγούμενων και των επόμενων. Από αυτή την επίγνωση πηγάζει ο ρεαλισμός του Θερβάντες.
Ο Θερβάντες γνήσιο τέκνο της εποχής του δε θα επιχειρήσει να ερμηνεύσει το μέλλον. Παρ’ όλο που οι νερόμυλοι και οι ανεμόμυλοι, τον 16ο – 17ο αιώνα, αποτελούν τη βασική κινητήρια δύναμη της αναδυόμενης βιομηχανίας, το ταραγμένο μυαλό του Δον Κιχώτη δεν θα τους εκλάβει ως ειρηνικά σύμβολα του νέου τρόπου παραγωγής, αλλά ως εχθρικές δυνάμεις και θα τους επιτεθεί. Ο νερόμυλος στις όχθες του ποταμού Έβρου αντιπροσωπεύει ένα κάστρο- φυλακή, οι ανεμόμυλοι γίγαντες με πολλά χέρια.
Θα χρειαστούν δεκαετίες μετά το θάνατο του Θερβάντες, και μόνο αφού στα εδάφη της δημοκρατίας των Επτά ενωμένων Κάτω Χωρών θα έχει ριζώσει για τα καλά το νέο αστικό καθεστώς, που οι σοφοί της εποχής θα δουν στη νέα κατάσταση τη δυνατότητα της λύτρωσης των ανθρώπων από τα δεινά τους. Το κίνημα του Διαφωτισμού που σφραγίζει το 18ο αιώνα, θα δει στην αστική κοινωνία να πραγματώνονται τα ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης.
Ο ανθρωπισμός των μεγάλων δημιουργών.
Δυο αιώνες μετά την έκδοση του έργου του Θερβάντες, η νέα αστική εξουσία έχει νικήσει οριστικά στις δυο σημαντικότερες χώρες του Δυτικού κόσμου, την Αγγλία και τη Γαλλία. Τα αιτήματα του Διαφωτισμού για ελευθερία και ισότητα έχουν γίνει συνταγματικές επιταγές, όμως η ελευθερία και η ισότητα θα είναι μόνο για τους λίγους. Η εξουσία και τα προνόμια των ευγενών έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στο κράτος δικαίου, όμως θα είναι ένα κράτος δικαίου χωρίς δικαιοσύνη. Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, μια άλλη μεγαλοφυΐα του πνεύματος και ανατόμος εκείνης της εποχής, βλέπει την κλοπή και την απάτη να γίνεται πλέον νόμιμη.
Γράφει στο μυθιστόρημά του τού 1837, Ο οίκος Νυσενζέν:
«Οι νόμοι είναι ιστοί της αράχνης μέσα από τους οποίους περνάνε οι μεγάλες μύγες και πιάνονται οι μικρές».
Αν ζούσε ο Θερβάντες δε θα ένιωθε καμία έκπληξη για την εξέλιξη. Γι’ αυτόν, η αδικία έχει την αφετηρία και την αιτία της στην εποχή που εμφανίζεται το δικό σου, το δικό μου και το δικό του· δηλαδή, με μια λέξη, η ιδιοκτησία. Ο κόσμος αλλάζει, τα υπολείμματα της Φεουδαρχίας εξαλείφονται, η ιδιοκτησία όμως παραμένει, απλώς περνάει σε άλλα χέρια. Ο κόσμος αλλάζει αλλά τα δεινά των ανθρώπων, ακόμα κι αν εμφανίζονται με άλλη μορφή, συνεχίζουν να υφίστανται.
Το φάντασμα της φτώχειας και της πείνας θα συνεχίσει να στοιχειώνει και τις επόμενες γενιές, οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να υποφέρουν, μαζί και η αξιοπρέπειά τους. Η φτώχεια και η πείνα τούς οδηγεί κατά κανόνα στη δουλοπρέπεια. Το 1605 στο 37ο κεφάλαιο, ο ευαίσθητος ήρωας του Θερβάντες λέει:
«Τρείς είναι οι ειδικές περιπτώσεις της φτώχειας απ’ τις οποίες υποφέρει ο φτωχός: η πείνα, το κρύο κι η γύμνια, η δεύτερη και η τρίτη όντας πολύ πιο σχετικές μεταξύ τους. Όσον αφορά την πείνα, δεν μένει ολότελα νηστικός, διότι κάτι θα βρει να φάει απ’ τα αποφάγια των πλουσίων,»…
Το 1844 ο Μπαλζάκ, στο έργο του «Χωριάτες», θα περιγράψει το απάνθρωπο τέλος των απόμαχων της δουλειάς ως εξής:
«Από την άλλη μεριά του ποταμού, οι αδύναμοι γέροι τρέμουν μην καταπέσουν στο κρεβάτι γιατί ξέρουν πως θα τους αφήνουν νηστικούς. Γι’ αυτό γυρνάνε στα χωράφια μέχρι να τους κρατάνε τα πόδια τους. Αν πέσουν στο κρεβάτι, είναι σίγουρο ότι θα πεθάνουν από την πείνα».
Στο ίδιο έργο ένας πονηρός χωριάτης συμβουλεύει τον εγγονό του:
«Να φοβάσαι το λεπίδι της δικαιοσύνης που προστατεύει τον ύπνο των πλουσίων από τις αϋπνίες των φτωχών. … Ο σκοπός είναι να ‘σαι με το μέρος των πλούσιων και υπάρχουνε ψίχουλα κάτω απ’ το τραπέζι τους!»
Παρά την απόσταση των δύο αιώνων που τους χωρίζει, οι δύο δημιουργοί στις μορφές των ανθρώπων τις ζωγραφισμένες με ποικίλα ιστορικά χρώματα συλλαμβάνουν πανομοιότυπες εικόνες της ύπαρξης.
Σ’ όλες τις εποχές οι άνθρωποι αναρωτιούνται τι είναι αυτό που κάνει τα ανεπανάληπτα έργα του παρελθόντος να ασκούν αιώνια γοητεία, να συνεχίζουν να συγκινούν και τις επόμενες γενιές; Στην πραγματικότητα, παρά την τεράστια απόσταση που μας χωρίζει, ανήκουμε κι εμείς στην ίδια εποχή με τους ήρωες των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, του Δάντη, του Θερβάντες, του Σαίξπηρ, του Μπαλζάκ… Ανήκουμε στην εποχή που αρχίζει από τη στιγμή που το υνί του αλετριού μπαίνει στα «θεοσέβαστα σπλάχνα της πρώτης μας μητέρας», από τη στιγμή που εμφανίζεται «το δικό σου και το δικό μου». Οι άνθρωποι κάθε εποχής ανακαλύπτουν μέσα από τα έργα των μεγάλων κλασικών τα στάδια της ενηλικίωσής τους. Έτσι φτάνουν στην αυτογνωσία της τωρινής τους ύπαρξης.
Οι μεγάλοι δημιουργοί αναπαράστησαν μέσα από την τέχνη τους τα πάθη, τα βάσανα και τις ελπίδες των ανθρώπων. Όσα χρόνια και αν έχουν περάσει, τα έργα τους εξακολουθούν να προσφέρουν καλλιτεχνική απόλαυση και να συγκινούν· όχι μόνο γιατί και στις επόμενες εποχές αναπαράγονται παρόμοιες καταστάσεις που ορθώνουν τα ίδια εμπόδια, θέτουν τα ίδια διλλήματα, συντηρούν τις ίδιες ελπίδες, αλλά και οι καταστάσεις που έχουν εκλείψει οριστικά, δεν παύουν να αποτελούν οικεία ανάμνηση του παρελθόντος των ανθρώπων κάθε επόμενης γενιάς. Οι μεγάλοι κλασικοί υπήρξαν πάνω απ’ όλα βαθύτατα ανθρωπιστές και ανάμεσά τους ξεχωριστή θέση κατέχει ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες.
Οι μεταφράσεις στα παρατιθέμενα αποσπάσματα είναι των: Ηλία Ματθαίου (Θερβάντες, Δον Κιχώτης Α’ και Β’ τόμος, εκδ. Εξάντας, 1994-1995), Έφης Κορομηλά (Μπαλζάκ, Ο οίκος Νυσενζέν, εκδ. Εξάντας, 2000) και Ελένης Στεφανάκη (Μπαλζάκ, Οι χωριάτες, εκδ. Γκοβόστη, 1990)
Πηγή: bluebig.wordpress.com