[...] Προτού η μαγική τσιμπίδα του Μίκη τραβήξει απάνω τον Γρηγόρη να τον συστήσει στον κόσμο, μόνο η βαριά μαγκιά τον γνώριζε και τον ακολουθούσε σε μαγαζιά πονηρά, με μόρτες, νταήδες, κορίτσια και δεν συμμαζεύεται΄ κανείς δεν έλεγε τόσο μαγκιόρικα τα παλιά χασικλίδικα του Μάρκου, γούσταραν και τα καινούργια τα δικά του, «Γεννήθηκες για την καταστροφή», «Σε τούτο το στενό», και ο Γρηγόρης λογαριαζόταν ένας από το σινάφι [...]
Αυτοί νυχτιάτικα δεν είναι για καλό.
Οι δυο σκυλόμαγκες με το αμάξι σταμάτησαν στο μόνο ανοιχτό περίπτερο στα Ταμπούρια. Ο συνοδηγός κατεβάζει το παράθυρο, και αραχτός σαν αγάς στο κάθισμα λέει βαριά βαριά του περιπτερά:
-Ρε… Που τραγουδάει ο Μπιθικώτσης;
Ο περιπτεράς δεν κατάλαβε.
-Τι ‘πες;
-Κουφός είσαι ρε; Ο Μπιθικώτσης λέμε. Που τραγουδάει;
-Και που ξέρω γω;
-Και τι ξέρεις;
-Σε βλάχο πέσαμε, συμπέρανε ο οδηγός.
Προτού η μαγική τσιμπίδα του Μίκη τραβήξει απάνω τον Γρηγόρη να τον συστήσει στον κόσμο, μόνο η βαριά μαγκιά τον γνώριζε και τον ακολουθούσε σε μαγαζιά πονηρά, με μόρτες, νταήδες, κορίτσια και δεν συμμαζεύεται΄ κανείς δεν έλεγε τόσο μαγκιόρικα τα παλιά χασικλίδικα του Μάρκου, γούσταραν και τα καινούργια τα δικά του, «Γεννήθηκες για την καταστροφή», «Σε τούτο το στενό», και ο Γρηγόρης λογαριαζόταν ένας από το σινάφι.
Ο περιπτεράς, άσχετος.
Ούτε τον είχε ξανακούσει τον Γρηγόρη κι ας τραγούδαγε τώρα στον ίδιο δρόμο, πεντακόσια μέτρα πιο κάτω στο πουτανάδικο Ο ΜΠΟΥΡΑΣ του Μανιάτη Κατσιβαρδάκου.
-Πάρτε μια εφημερίδα, πρότεινε συμβιβαστικά ο περιπτεράς.
-Το λέει;
-Ε…
-Δώσε μια.
-Ποια θες;
-Τη μεγάλη, παράγγειλε ο αγάς.
Ο περιπτεράς μυρίστηκε με τι μούτρα έχει να κάνει και, βλέποντας να μην κουνιέται κανείς να πάρει την εφημερίδα, βγήκε χεσμένος πίσω από το περίπτερο να τη φέρει ο ίδιος στο παράθυρο.
-Ορίστε, πρότεινε.
Ο συνοδηγός ούτε την κοίταξε.
-Βρες το, διέταξε.
Ο περιπτεράς το κατάπιε κι αυτό και άρχισε να ξεφυλλίζει.
-Πφφ…Φφφ… Τίποτα, έκανε. Δεν το ‘χει.
-Μας φουμάρεις ρε; Τσατίστηκε ο οδηγός.
-Οοο… όχι, ρε παιδιά. Τι λέτε; Εγώ…
-Ρε, γαμώ το σταυρό σου, τράβηξε ένα κουμπούρι ο συνοδηγός, και ο περιπτεράς σκοτώθηκε να εξαφανιστεί πίσω από το περίπτερο.
Έβγαλε και το δικό του κουμπούρι ο οδηγός, και από το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου οι δυο σκύλοι βάλαν σημάδι το περίπτερο΄ πάει η μόστρα με τις καραμέλες και τις τσίχλες, διάλυσαν φώτα, τζάμια και εμπόρευμα, ενώ ο περιπτεράς είχε γίνει μπουχός΄ έφτασε αλαφιασμένος στο απέναντι φωτισμένο καφενείο, που οι θαμώνες είχαν βγει έξω στο άκουσμα των πυροβολισμών.
-Ρε παιδιά, ψέλλισε τρέμοντας. Ποιος είν’ ο Μπιθικώτσης;
*Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου,"Πειραιώτες", των εκδόσεων Τόπος
(Στις 7 Απριλίου του 2005 έφυγε από τη ζωή ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ένας από τους μεγαλύτερους έλληνες λαϊκούς ερμηνευτές και τραγουδοποιούς του 20ου αιώνα)
Ήρθαν πρόσφυγες από παντού. Γύρω από το έρημο αρχαίο Λιμάνι μαζεύτηκαν πρώτα Υδραίοι, Χιώτες, Μανιάτες, Κρητικοί, μετά Θρακιώτες, Πόντιοι, Νησιώτες, Μακεδόνες, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες και έφτιαξαν μια νέα ράτσα, λιμανίσια· τους Πειραιώτες.
Μικρές ιστορίες από τη ζωή των Πειραιωτών στις δεκαετίες ’50 και ’60. Η σκληρή ζωή του λιμανιού, οι κάθε λογής χαρακτήρες, η ζωή με το ένα πόδι στη στεριά και το άλλο στη θάλασσα, η ανοιχτή ματιά των λιμανίσιων, η μετανάστευση, οι ιδιότυποι και περιθωριακοί τύποι, το ρεμπέτικο, οι συμμορίες και η κρατική βία, περνούν από τις σελίδες του βιβλίου και καταγράφονται με σκληρό χιούμορ.
Πηγή: pancreta