5 Απριλίου: Πανελλήνια Ημέρα των Προσφύγων.
Τα κύματα των προσφύγων που εγκαταλείπουν τη σπαρασσόμενη Μέση Ανατολή αναζητώντας σωτηρία κι ελπίζοντας σ΄ένα ασφελέστερο παρόν και μέλλον, αναδεικνύουν το μείζον ανθρωπιστικό ζήτημα της εποχής μας -το προσφυγικό- και ταυτόχρονα φανερώνουν με τον πιο τραγικό τρόπο τη χρεοκοπία της «πολιτισμένης» Δύσης. Της Δύσης που υποσχέθηκε να κάνει τον κόσμο παράδεισο και τον μετέτρεψε σε αληθινή κόλαση.
Κανείς δεν αντιλέγει ότι τα πλήθη των ξένων που κατακλύζουν τη χώρα μας, είναι ένα τεράστιο πολιτικό, ευρωπαϊκό ζήτημα που δεν λύνεται με φράχτες και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε ότι ο ελληνικός χώρος υπήρξε, από την αυγή της ιστορίας, ο οριακός χώρος ανάμεσα σε δυο ξεχωριστούς κόσμους -Δύση και Ανατολή- που δεν έμειναν ποτέ στεγανά κλειστοί, όχι μονάχα γιατί οι Έλληνες απλώθηκαν ακτινωτά σe ολόκληρο τον μεσογειακό κόσμο με τις αποικίες τους, αλλά γιατί και διάφοροι λαοί κατέκλυσαν κατά καιρούς τον ελληνικό χώρο, που χαρακτηρίστηκε δίκαια ως «σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών». ( Ν.Σβορώνος ,Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας σελ.390)
Η παραγνώριση του στοιχείου αυτού που αποτελεί το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορικής παράδοσης, αποπροσανατολίζει τη σκέψη, αρνείται ολόκληρη την ελληνική δημιουργία από τον Ερωτόκριτο ως το Σεφέρη και οδηγεί σε τερατώδη κατασκευάσματα, όπως ακριβώς ο σημερινός καλπάζων εκφασισμός στην καρδιά της Ευρώπης, που στοχεύει να ευτελίσει το ανθρώπινο πρόσωπο, να εκμηδενίσει το υποκείμενο της διαφορετικότητας και να μεταβάλλει την άλλοτε ουμανιστική ευρωπαϊκή ήπειρο, σε ένα φρικώδες οχυρό υποταγμένων υπάρξεων.
Ο Νίκος Καζαντζάκης, ανήκει στη γενιά των μεγάλων στοχαστών που είχαν προβλέψει την παρακμή και τον επερχόμενο εκβαρβαρισμό της Ευρώπης. Για αυτό από τα χρόνια της νιότης, θα ταχθεί στο πλευρό της γενιάς εκείνης που στις αρχές του 19ου αι. θα εξεγερθεί κατά της θύελλας του υλισμού, απορρίπτοντας τον μηχανοποιημένο τρόπο ζωής κι αναδεικνύοντας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο τους κινδύνους για την ανθρωπότητα.
Ότι έγραψε ήταν η απάντησή του στην πολιτισμική κρίση της εποχής του, που τελικά οδήγησε την ανθρωπότητα στο φρικαλέο πρόσωπο του ναζισμού, στα κρεματόρια, τις γενοκτονίες που σήμερα δυστυχώς ζούμε την «νεκρανάστασή» τους… Λες και η ιστορική μνήμη, μας εκδικείται για τα μεγάλα κενά που παρήλθαν χωρίς αναστοχασμό, γύρω από τις βαθύτερες αιτίες που γέννησαν το κακό.
«Τον άνθρωπο συλλογούμαι τον άνθρωπο. Κι ας είναι Τούρκος, Έλληνας ή Οβραίος ή ότι θέλει. Να τονε σώσουμε!», γράφει στην Γαλάτεια, την πρώτη σύζυγο του το 1922 από την Γερμανία, όπου ζει «κατάσαρκα» την κρίση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. […] «Η Ευρώπη όλο και βουλιάζει στην ανομία και το σκοτάδι. Το χάος είναι πια ορατό, χειροπιαστό!» Έλλη Αλεξίου -Γ.Στεφανάκης, Ν.Καζαντζάκης: Γεννήθηκε για τη δόξα, Εκδ.Καστανιώτη, Αθήνα 1983)
Και πράγματι όλο του το έργο, αλλά και η στάση της προσωπικής του ζωής, απέναντι στα κοσμοϊστορικά γεγονότα που σφράγισαν την ιστορία της Ευρώπης, είναι η δική του απάντηση στην κραυγή του πάσχοντος Ανθρώπου, με λόγο και πράξη - όπως ακριβώς διακήρυξε στην προσωπική κραυγή τρόμου και αγωνίας, την Ασκητική. Γιατί το να ασκητεύεις για τον Καζαντζάκη, σημαίνει να παλεύεις με τους ανθρώπους κάθε μέρα, να ανεβαίνεις στο Γολγοθά και να σταυρώνεσαι μαζί τους, αφού τελικά «όλοι είμαστε μια κιντυνεύουσα ουσία. Μιά ψυχή στην άκρα του κόσμου που ξεπέφτει συντριβάει στον ξεπεσμό της και την ψυχή μας».
Η ίδια του η ζωή υπήρξε μια προσφυγική περιπέτεια. Μια ατέρμονη περιπλάνηση τόσο από τις κρίσιμες ιστορικές συνθήκες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει, όσο κι από εσωτερική ανάγκη για απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα που βασάνιζαν την ψυχή του.
Κυρίαρχη σκέψη στο έργο του είναι ο άνθρωπος στην ολότητά του και σε καμία περίπτωση, ο σημερινός κατακερματισμός του ανθρώπινου προσώπου σε πρόσφυγες και μετανάστες, δεν θα ήταν αποδεχτός, από τον ριζοσπαστικό ανθρωπισμό του Καζαντζάκη, που σε όλο του το έργο αγωνίστηκε να ανεβάσει τον άνθρωπο στο επίπεδο του θεού, προτρέποντάς τον να γίνει σωτήρας θεών - “salvatores dei” - αφού χωρίς τον άνθρωπο, κατά την καζαντζάκεια οντολογία, ο θεός θα ήταν ανύπαρκτος. (M.Χατζηαποστόλου :Το πρόσωπο του Χριστού στο Ν.Καζαντζάκη, εκδ.Αρμός)
Για τον Καζαντζάκη λοιπόν, πρόσφυγας είναι όποιος παίρνει το δρόμο ως πράξη λύτρωσης, ακολουθώντας το δρόμο είτε της ατομικής, είτε της ομαδικής φυγής. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην Ασκητική: «Η πράξη είναι η πλατύτερη θύρα της λύτρωσης. Μέσα στις πολύγυρες περιπλανήσεις αυτή βρίσκει τον συντομότερο δρόμο κόβοντας δεξά, ζερβά την αντίσταση της λογικής και της ύλης».
Μας λέει με άλλα λόγια, πως αυτός που δεν υπολογίζει με μέτρο της λογικής και δεν φοβάται ούτε για την υλικότητα της ύπαρξης, δηλαδή να πεθάνει, αυτός δημιουργεί δρόμο. «Κόψε δρόμο για να λυτρωθείς και γίνε πρόσφυγας». Έτσι μονάχα, καταργώντας τον ορθολογισμό, αψηφώντας το θάνατο, κόβοντας δεξά - ζερβά στην αντίσταση της λογικής και της ύλης ο άνθρωπος ανοίγει δρόμους και πλάθει όνειρα για το μέλλον! Είναι αληθινά ζωντανός! (Χ-Δ,Γουνελάς: «Η προφητεία του Καζαντζάκη για το Προσφυγικό.» Ομιλία σε εκδήλωση της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Ν.Καζαντζάκη στη Θεσ/νίκη 18/12/2015)
Αν κοιτάξουμε καταπρόσωπο τους ανθρώπους που φτάνουν στα ελληνικά νησιά ποιος άραγε μπορεί να ξεχωρίσει ποιος είναι μετανάστης και ποιος πρόσφυγας; Oι άνθρωποι που μπαρκάρουν σήμερα στα σαπιοκάραβα αντικρύζοντας χωρίς φόβο κι ελπίδα την άβυσσο, σε ποια άραγε κατηγορία ανήκουν; «Είναι Άνθρωποι», θα έλεγε ο Καζαντζάκης κι αυτό μας φτάνει!
Μια προσφυγική Οδύσσεια υπήρξε η ίδια του η ζωή. Έχοντας βαθιά πίστη στον αέναο κύκλο της ιστορίας και στην αιώνια δοκιμασία του ανθρώπου, το θέμα της προσφυγιάς τον απασχόλησε έντονα σε όλη του τη ζωή. Το 1889, σε ηλικία έξι χρόνων θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Κρήτη για να σωθεί από τη σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού από τον Τούρκο κατακτητή. Λίγα χρόνια αργότερα θα αναγκαστεί να ξαναφύγει για τη Νάξο, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του με ασφάλεια στην Σχολή των Καθολικών. «Μέσα στη φράγκικη αυτή Σχολή άναψαν μέσα μου δυο πάθη καινούργια: η ομορφιά και η δίψα της μάθησης. Να διαβάσω, να δω μακρινές χώρες, να πονέσω κι εγώ και να χαρώ. Ο κόσμος είναι πιο μεγάλος από την Ελλάδα, ο πόνος του κόσμου είναι πιο μεγάλος από τον εδικό μας και η λαχτάρα της λευτεριάς δεν είναι προνόμιο του Κρητικού μονάχα, αλλά είναι αγώνας αιώνιος του ανθρώπου». (Αναφορά, σελ,117)
Τα 1925,1928,1929 θα επισκεφθεί την Σοβιετική Ένωση με την προοπτική να ζητήσει άσυλο ως πρόσφυγας. Τη δεκαετία του΄30, πότε στην Αίγινα και πότε στην Ευρώπη, δεν σταματάει να περιπλανιέται, να προσφυγεύει: Τσεχοσλοβακία, Γαλλία, Ιαπωνία, Κίνα, Αγγλία. Έχοντας υπηρετήσει κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων ως Γενικός Γραμματέας στο υπουργείο Πρόνοιας, θα αναλάβει το 1919 την τιτάνια για την εποχή της αποστολή, του επαναπατρισμού και της ασφαλούς μετεγκατάστασης 150.000 Ποντίων προσφύγων του Καυκάσου στην γη της Μακεδονίας και της Θράκης.
«Το βαπόρι ήταν γεμάτο ψυχές που ξερριζώθηκαν από τα χώματά τους και πήγαινα να τις μεταφυτέψω στην Ελλάδα. Ανθρώποι, αλόγατα, βόδια, σκάφες, στρώματα, άγια εικονίσματα, ευαγγέλια, τσάπες κι αξίνες... δρόμωναν κατά τη λεύτερη Ελλάδα. Δεν είναι ντροπή να πω πως ήμουν βαθειά συγκινημένος: σαν νά ήμουν Κένταυρος και όλο τούτο συβάπορο το τσούρμο, σαν να ήταν από το λαιμό και κάτω το κορμί μου». (Αναφορά, σελ.517)
Mια σειρά επίσημων εγγράφων του υπουργείου Εξωτερικών, καθώς και η πλούσια αλληλογραφία σε φίλους και συνεργάτες του πολυγραφότατου Καζαντζάκη, αποκαλύπτουν τη βαθύτατα ανθρωπιστική φύση του οικουμενικού μας συγγραφέα, που με ακατάβλητο ζήλο και αυταπάρνηση αφουγκράζεται την κραυγή των ξεριζωμένων του Πόντου, μελετώντας λύσεις για το ζήτημα των προσφύγων. Σε επιστολή προς τον Γ. Σταυριδάκη με ημερομηνία 27/9/1919 γράφει: […] «από τα 5.000.000 στείλαμε 20 κιλά κινίνο, 12.000 αλληλοδιδακτικά βιβλία και σήμερα προκηρύχνω μειοδοτικό διαγωνισμό για 400.000 πήχες εσώρουχα και εξώρουχα. Η υπόδηση θα ρυθμιστεί στο Αικατερίνονταρ, όπου υπάρχει το εργοστάσιο Φωτιάδη για εντόπια υπόδηση».
Δόθηκε ολόκληρος στον αγώνα για την υπεράσπιση του ανθρώπου, σπαταλώντας χωρίς φειδώ τις δυνάμεις του: «Δουλεύω θεία», γράφει σε γράμμα του. «Εξαντλούμαι και έχω τον ηδονικό ίλιγγο της υπερκόπωσης. Έχω αδυνατίσει πολύ. Είναι κι αυτό μια μέθοδος να δίνει κανείς το αίμα του για την πατρίδα». (Ελένη Καζαντζάκη: Ο ασυμβίβαστος, σελ. 92)
Δυο από τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη καταπιάνονται με το θέμα της προσφυγιάς σε μεγάλη έκταση: Το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και οι «Αδερφοφάδες».
Το πρώτο διαδραματίζεται στον Πόντο στα πρωϊμα χρόνια του 20ου αιώνα. Ο Καζαντζάκης ξεκινάει να το γράφει το 1948. Ήταν η τραγική περίοδος όπου ότι είχε απομείνει στην ελληνική ύπαιθρο μετά την κατοχή, ισοπεδώνεται με τον εμφύλιο σπαραγμό. Η ιστορία έχει ως εξής: Οι κάτοικοι ενός ελληνικού χωριού της Μ.Ασίας, το 1921, ετοιμάζονται να αναπαραστήσουν τα Πάθη του Χριστού, σύμφωνα με ένα παμπάλαιο έθιμο. Οι πρωταγωνιστές θα ταυτιστούν τόσο πολύ με τους ρόλους τους, ώστε όταν μια ομάδα προσφύγων καταφεύγει στο χωριό τους αναζητώντας σωτηρία, το δράμα της Σταύρωσης γίνεται πραγματικότητα.
«Αδέρφια Λυκοβρυσιώτες ήμασταν κι εμείς κάποτε νοικοκυραίοι, τώρα καταντήσαμε ζητιάνοι. Έκαμα περιοδεία στα χωριά, κουρτάλησα αράδα τις πόρτες και γύρισα με χέρια αδειανά.
Δε με νοιάζει για μένα. Ας πεθάνω. Δε με νοιάζει για τους γέρους, αυτοί έφαγαν το ψωμί τους. Λυπάμαι τα παιδιά. Κάθε μέρα πεθαίνει της πείνας κι από ένα. Κι όσα ζουν ακόμα δεν μπορούν να σταθούν στα ποδαράκια τους. Τι τους λείπει; Ένα ξεροκόμματο ψωμί, μια στάλα λάδι, ένα κουρέλι να ντυθούν. Αν είχαν τα τιποτένια πράματα που πετάτε εσείς στα σκουπίδια και στους σκύλους, θα ζούσαν. Για αυτά τα παιδιά ζητιανεύω. Για αυτά απλώνω τα χέρια και φωνάζω.Κάμετε ελεημοσύνη Χριστιανοί!» . (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται,
σελ.472)
Η απεγνωσμένη έκκληση ανθρωπιάς από τον ξενομπάτη παπά – Φώτη, θ΄αφήσει παγερά αδιάφορους τους προεστούς της Λυκόβρυσης, που είναι αποφασισμένοι να υπερασπιστούν «την τάξη» που κινδυνεύει από την «ανθρώπινη μερμυγκιά που έχει ξεπρόβαλει στον κάμπο». Ο γερο – Πατριαρχέας, «η κεφαλή του χωριού», σαν θεριό στο κλουβί του, αγωνίζεται να μεταπείσει το Μανoλιό, που όχι μόνο στέκεται στο πλευρό των προσφύγων, αλλά διακηρύσσει με πάθος τη βαθύτερη επιθυμία του, που δεν είναι άλλη, από το να κηρύξει επανάσταση στις καρδιές των ανθρώπων, ανεξάρτητα από το χρώμα και τη φυλή τους και να βάλει τέλος στο κακό και το άδικο.
«Γιατί με τι δικαίωμα μπαίνεις εσύ και χαλνάς την τάξη; Τι ήταν τα ξεδιάντροπα λόγια που αράδιασες προχτές στο βουνό; Να δώσουμε λέει χαράτσι στους κουρελήδες, να γίνουμε λέει ίσοι όλοι αδέρφια, πάει να πεί όλοι κουρελήδες; Να τους δώσουμε λέει και τα χωράφια μας μισά - μισά, από πού κι ως πού; […] Ψωριάρηδες, ψειριάρηδες, ρεμπέτες, που δεν έχετε μια πατουχιά χώμα και φωναζετε είμαστε αδέρφια. Ποιος σου έβαλε μωρέ σερσέμη τις παλάβρες αυτές στο κεφάλι;» (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σελ. 506)
Το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται με το σφάξιμο του Μανολιού και την υποταγή των χωρικών στις επιταγές της εξουσίας, ενώ το ασκέρι των προσφύγων θα συνεχίσει την περιπλάνησή του,
παίρνοντας τη στράτα κατά την Ανατολή, «προφητεύοντας» έτσι την εξέλιξη του σημερινού δράματος των ανθρώπων και των λαών της Ανατολής που δυστυχώς στον σημερινό ιστορικό κύκλο, παίρνουν ξανά το δρόμο της προσφυγιάς.
Ο Καζαντζάκης θεωρούσε τον εαυτό του άνθρωπο της Ανατολής, μέσω της καταγωγής και της κουλτούρας του. Τον διακατείχε απεριόριστος θαυμασμός για τους λαούς, τη φύση και τους
πολιτισμούς που γεννήθηκαν στην περιοχή και μιλάει για αυτούς με θαυμασμό και αγάπη στα έργα του. Είναι άλλωστε ο μοναδικός συγγραφέας σε όλη τη Δύση,με εξαίρεση τον Poushkine και τον Doumas, που υπογράμμισε τους κληρονομικούς δεσμούς του χωρίς δισταγμό με τον μη ευρωπαϊκό χώρο.
Στην ποιητική του αυτοβιογραφία, την «Αναφορά στον Γκρέκο», εξομολογείται: «Το σόϊ του κυρού μου αποσέρνει από ένα χωριό δυο ώρες από το Μεγάλο Καστρο που το λεν Βαρβάρους. Όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Νικηφόρος Φωκάς πήρε πίσω την Κρήτη από τους Άραβες, μάντρωσε σε μερικά χωριά όσους Αραβίτες απόμειναν από τη σφαγή και τα χωριά αυτά ονομάστηκαν Βαρβάροι. Σε τέτοιο χωριό ρίζωσαν οι πατροπρόγονοί μου κι όλοι τους έχουν αραβίτικα ψυχικά σουσούμια: περήφανοι, πεισματάρηδες, λιγομίλητοι, λιγοφάγοι, μονόχνωτοι. […] Δεν είναι η ζωή για αυτούς το ανώτατο αγαθό, μα το πάθος».
Παρά το γεγονός ότι δέχτηκε ευρωπαϊκή εκπαίδευση, δε δίστασε να εκφράσει την αντιπάθειά του για τη Γηραιά Ηπειρο, εξαιτίας της ανόδου των ολοκληρωτικών ιδεολογιών και της κυριαρχίας της λογοκρατίας και των υλιστικών αξιών, στη βάση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Σε αυτήν τη «λογοκρατική αρτηριοσκλήρωση», ως ενορατικός μύστης, αντιτάσσει την αισθαντικότητα του Ανθρώπου, το δημιουργικό και αυθεντικό νόημα του ανθρωπισμού ως απαραίτητη προϋπόθεση στην πιθανότητα ανάστασης του ζωντανού εαυτού μας από τον βαθύ ιστορικό του τάφο και την ουσιαστική αναγέννηση της ανθρωπότητας.
Καθόλου τυχαία ο κατ΄εξοχήν ήρωάς του, ο Οδυσσέας, είναι πρόσφυγας. Αντίθετα από τον ομηρικό, ο καζαντζακικός ήρωας στο μνημειώδες επικό δημιούργημα του Καζαντζάκη «Οδύσσεια», βγαίνει ξανά στο δρόμο, πορεύεται στην έρημο «κατανοτιάς» στις γεμάτες γοητεία και μυστήριο περιοχές της Αφρικής, για να καταλήξει περιπλανώμενος μέχρι την Ανταρκτική, αγωνιζόμενος να συντρίψει τον κύκλο της ανάγκης, να γονιμοποιήσει τη χέρσα γη με το σπόρο της ελευθερίας και της συναδέλφωσης με όλα τα δημιουργήματα της φύσης, λυτρωμένος από τις ενοχές και τις αμαρτίες της ιουδαϊκο-χριστιανικής νοοτροπίας του δυτικού καπιταλιστικού κόσμου.
Έτσι, στον αντίποδα του μετέωρου ανθρώπου της τεχνοκρατικής εποχής -του διαχασμένου ανάμεσα στη σάρκα και το πνεύμα- ο Καζαντζάκης θα δημιουργήσει το αρχέτυπο του οικουμενικού ανθρώπου , κατ΄εξοχήν ταξιδιώτη – πρόσφυγα, που «πολλών ανθρώπων είδε άστεα και νόον έγνω», προσδίδοντάς του συμπαντικές διαστάσεις, αφού σπίτι του είναι ολάκερη η γής και στην καρδιά του καίει ασίγαστος ο πόθος για την ελευθερία, για το κοινό αγαθό.
Οι Αδερφοφάδες είναι το επιθανάτιο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη, όπου εξιστορείται ο εμφύλιος πόλεμος και οι οδυνηρές συνέπειες του αδερφοκτόνου διχασμού και της προσφυγιάς,
που δυστυχώς δεν απέχει και πολύ από τις σύγχρονες τραγικές εξελίξεις στην Ευρώπη. Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο παπά Γιάνναρος, ένας ξεριζωμένος πρόσφυγας που ξεκινά από το χωριό του κάπου στη μαύρη Θάλασσα, για να καταλήξει σε ένα πετροβούνι με το όνομα Κάστελλος, κάπου στην Ηπειρο.
«Είχε στορίσει τον Χριστό, όχι άγριο κι οργισμένο όπως το θέλει η συνήθεια, παρά θλιμμένο, βασανισμένο και χλωμό σαν πρόσφυγα. "Πρόσφυγας είμαι κι εγώ", μουρμούρισε ο παπά Γιανναρος ζωγραφίζοντας τον. Πρόσφυγας. Με έδιωξαν από τα χώματά μου, πέρα από την ήμερη και γλυκοαίματη Θράκη και σκαρφάλωσα εδώ στ΄άγρια ηπειρώτικα βουνά και μάχουμαι και δέρνουμαι να κάμω τα θεριά ανθρώπους. Πρόσφυγας είναι κι Χριστός στη γης ετούτη και πρόσφυγα θα τον ζωγραφίσω». (Αδερφοφάδες, σελ.174)
Ο ιερέας στέκεται ανάμεσα στις δυό παρατάξεις και προσπαθεί να συμφιλιώσει προκειμένου να αποφευχθούν οι μελλούμενες συμφορές. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αποκαλύπτονται έννοιες όπως πατρίδα, φυλή, πίστη, ομόνοια, θεός, ελευθερία. Η πλοκή του μυθιστορήματος είναι μια απάντηση στην φρίκη των εμφυλίων πολέμων, κυρίως όμως η καταδίκη του φανατισμού και της ανελευθερίας, αναδεικνύοντας τον αγώνα του ανθρώπου για την ενότητα και την κοινωνική αλληλεγγύη, ως θεμέλιο για την ειρηνική συνύπαρξη ανθρώπων και λαών.
Το μελλον της Ευρώπης χωρίς υπερβολή, κρίνεται σήμερα από τη στάση μας απέναντι στο προσφυγικό ζήτημα. Σήμερα επιλέγουμε αν θέλουμε να παραμείνουμε άνθρωποι ή να αποδεχτούμε τις προτεσταντικές νεοφιλελεύθερες, ολότελα ξένες στην ανθρωποκεντρική παράδοση της Ευρώπης, διαβαθμίσεις της ανθρώπινης φύσης σε εκλεχτούς, νόμιμους ευρωπαίους, από τη μια μεριά, και στα ανθρώπινα απόβλητα του καπιταλισμού, από την άλλη .
Ανάγκη είναι λοιπόν να αφουγκραστούμε την καρδιά μας. Να συγκινηθούμε με το δράμα που εκτυλίσσεται γύρω μας, έξω από την πόρτα μας και να περάσουμε, όπως οι ήρωες της καζαντζακικής μυθιστορίας από τη θεωρία στην πράξη. Γιατί σήμερα, «η αλληλεγγύη με τους ανθρώπους δεν είναι μια τρυφερόκαρδη πολυτέλεια, παρά βαθιά αυτοσυντήρηση κι ανάγκη. Όπως σε έναν στρατό που μάχεται η σωτηρία του παραστάτη του». ( Ασκητική, σελ.82-83)
Γιούλη Ιεραπετριτάκη
Πηγή: pancreta.gr