Πρώτη λυκείου. Δευτέρα πρωί. Πρώτη ώρα Χημεία. Κοπάνα με άλλους δύο για το ποτάμι. Περασιά απ’ το παντοπωλείο της κωμόπολης για τα απαραίτητα. Μέσα δυο γριές ψώνιζαν και στο διάδρομο έκοβε βόλτες ο Δήμος ο Μητρούσης, ο χωροφύλακας. Μπασκίνας παλιάς κοπής. Αγράμματος και αγροίκος. Φόβος και τρόμος. Στην πόρτα κοντοστάθηκε και - όπως το’ χε συνήθειο - έχωσε το χέρι στο καλάθι με τα αμύγδαλα. Πριν βάλει τη λεία του στην τσέπη, ένα νεανικό χέρι τον άρπαξε από τον καρπό.
- «Βάλε πίσω τα μύγδαλα, ρε…»
Ήταν ο Μιλτιάδης ο Λιανός. Μπλουτζίν, μαλλιά και μούσι. Πολιτικός υπομηχανικός, από τα ΚΑΤΕΕ. Οργανωμένος στα πολιτικά από το γυμνάσιο. Η ψυχή της τοπικής οργάνωσης.
- «Άμα θες αμύγδαλα, τράβα στο ταμείο. Αυτά που ήξερες τέλειωσαν».
Προς γενική κατάπληξη ο χωροφύλακας χλόμιασε και μετά χαζογέλασε αμήχανα.
- «Κι από πότε τέλειωσαν ρε Λιανούδι;»
- «Από σήμερα Μητρούση. Να το θυμάσαι, από σήμερα.»
Ασυναίσθητα κοίταξα το ημερολόγιο του τοίχου : Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 1981.
Οι γριές έμειναν αποσβολωμένες, ο μπακάλης κρυφογελούσε κάτω απ’ το μουστάκι του κι εμείς κοιτάζαμε με θαυμασμό το Μιλτιάδη που αποχωρούσε αγέρωχος.
Τρεις δεκαετίες φευγάτος, το Μιλτιάδη τον έβλεπα σπάνια. Μάθαινα όμως γι’ αυτόν. Κτηματομεσιτικό γραφείο στα Σέρρας, δουλειές με οικόπεδα σε Ντούζλα και Κάριανη, στην αρχή με Σερραίους και Καβαλιώτες, μετά με Βούλγαρους, εργολαβίες στα εξοχικά, συνέταιρος σε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων, μισό ταξί. Καλές δουλειές και καλά λεφτά. Και πάντα μέσα στα πράγματα. Και με τους μεν και με τους δεν. Δυο τετραετίες δημοτικός σύμβουλος στο χωριό, τη μια αντιδήμαρχος. Εξηνταφεύγα πια, καραφλίτσα, κοιλίτσα, ρόλεξ και βιτάρα.
Πέρσι το καλοκαίρι καθώς περνούσα το βραδάκι έξω από την καφετέρια του Ντελή με φώναξε.
- «Έλα δάσκαλε να κεράσουμε. Τι νέα από τον τουρισμό;»
Κάτι πήγα να ψελλίσω πως τάχα βιαζόμουν.
- « Έλα τώρα, που δεν έχεις χρόνο. Όλο το καλοκαίρι δικό σας. Ας όψεται αυτό το κωλοχανείο το Δημόσιο που ..»
Τον διέκοψε ο γιος του καφετζή. Τριαντάρης, απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών. Στο Πάντειο. Άνεργος.
- «Το ποτό σας».
Σίβας με πάγο και σ’ ένα πιατάκι άσπρο φυστικάκι με αλάτι.
- «Τι είναι αυτά τα γύφτικα ρε; Ουίσκι σερβίρεις. Πάντο πίσω στο μπαμπά σου και πες να σου βάλει μπόλικα αμύγδαλα ξεφλουδισμένα. Για το Μίλτο πες. Ξέρει αυτός».
Και γυρνώντας σε μένα :
- «Καμένη γενιά δάσκαλε. Καμιά συναίσθηση. Καμιά πρωτοβουλία. Δεν υπάρχει ελπίς.»
Γύρω του οι θαμώνες τον κοίταζαν με θαυμασμό καθώς κατέβαζε την πρώτη γουλιά.
Τελικά, κάποιοι άνθρωποι γεννήθηκαν για να τους θαυμάζουν, σκέφτηκα.
Γιάννης Μαργιούλας
Πηγή: pancreta.gr