«Μου λέτε δηλαδή πως το πρωινό της Πέμπτης ήρθε εδώ ο ίδιος ο Εμπειρίκος και αγόρασε πέντε πακέτα τσιγάρα, μήπως θυμάστε και την μάρκα;» ο ντετέκτιβ Λαγός ρώτησε για πέμπτη φορά, ελαφρώς ενοχλημένος την παχουλή κυρία, ιδιοκτήτρια του μικρού παντοπωλείου, η οποία δεν του φαινόταν ιδιαίτερα αξιόπιστη μάρτυς, αν αναλογιζόταν κανείς την βαρυκοΐα που τον είχε αναγκάσει να επαναλαμβάνει την ίδια ερώτηση ξανά και ξανά. «Ναι, ναι», επιβεβαίωσε εκείνη «ήρθε ο κυρ Αντρέας και μου ζήτησε τα τσιγάρα του, καρέλια μάλιστα. Αχ, ο κυρ Αντρέας πολύ καλός άνθρωπος, τον ξέρω χρόνια, έρχεται τακτικά στα μέρη μας και πάντα μας προτιμάει, πολύ στεναχωρηθήκαμε με την εξαφάνισή του, μας άφηνε πάντα και το κατιτίς παραπάνω, ξέρετε, εμείς εδώ κάτι τέτοια φιλοδωρήματα περιμένουμε- πώς να ζήσουμε κι εμείς, καταλαβαίνετε». Ο Λαγός σημείωσε τις μαρτυρίες στο μικρό μπλοκάκι, μαζί και το όνομα της παχουλής κυρίας, χαιρέτησε βιαστικά και βγήκε στον πλακώστροτο δρόμο, λούτσα στον ιδρώτα.
Πήρε την ανηφόρα με σκοπό να περάσει από το ξενοδοχείο του για να κάνει ένα γρήγορο ντουζ, να φύγει από πάνω του η αλμύρα του πλοίου, αφού με το που αποβιβάστηκε στον Πόρο, ξεκίνησε να βλέπει τους μάρτυρες της υπόθεσης. Τον πίεζαν οι «από πάνω» να δράσει γρήγορα, γιατί στους καλλιτεχνικούς χώρους της Αθήνας, η εξαφάνιση του Εμπειρίκου είχε ήδη προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση, ποιητές και καλλιτέχνες που εντάσσονταν στην κλίκα του εξαφανισθέντος ποιητή έδιναν ήδη κατάθεση στην Αθήνα, προκειμένου να βοηθήσουν στην επίλυση του μυστηρίου. Μάλιστα, κάποιοι παραδοσιακοί της ποίησης έκαναν λόγο μέχρι και για προβοκάτσια, «ένα τέχνασμα του Εμπειρίκου είναι, σαν εκείνα των παράλογων στίχων του», είχε διαβάσει ο Λαγός στην πρωινή εφημερίδα που αγόρασε στο λιμάνι του Πειραιά, λίγο πριν επιβιβαστεί στην «Λησμονημένη», το μικρό πλοιάριο που τον ταξίδεψε στο νησί του Αργοσαρωνικού. Ο Λαγός δεν είχε ιδέα από ποίηση- θυμόταν όμως ένα άλλο άρθρο που είχε διαβάσει κάποτε σε ένα έντυπο εφημερίδας- πως η ποίηση είναι σαν την εξιχνίαση ενός εγκλήματος- το έκοψε το απόκομμα και το΄χε κρεμασμένο στο γραφείο. Από τότε τον πειράζανε οι συνάδελφοι και τον αποκαλούσαν συχνά «ποιητή»! Αυτό στην αρχή τον ενοχλούσε, μα με τον καιρό του άρεσε κι είχε άρχισει στα κρυφά να σκαρώνει στη χάση και στη φέξη κάνα δυο στιχάκια.
Σειρά είχε τώρα η κατάθεση των λιμενικών, για την ακριβή άφιξη του Εμπειρίκου στον Πόρο την Πέμπτη ή μήπως την Τετάρτη;
«Το πλοίο της Τετάρτης δεν κατάφερε να δέσει στο λιμάνι του Πόρου, ξέρετε, όταν ο καιρός λυσσομανάει, δεν μας αφήνει να κάνουμε τη δουλειά μας, κι έτσι για την ασφάλεια των επιβατών, το πλοίο έπιασε τελικά λιμάνι στην Ύδρα», εξηγούσε ο λιμενικός καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.
Ο Λαγός ξαφνιάστηκε.
«Θέλετε να πείτε πως ο κ. Εμπειρίκος αποβιβάστηκε στην Ύδρα; Άρα αφίχθη στον Πόρο την επομένη;», ρώτησε με αγωνία.
Ο λιμενικός έγνεψε αρνητικά εξηγώντας πως αυτό ήταν αδύνατο, αφού το επόμενο δρομολόγιο από την Ύδρα ήταν σήμερα, ημέρα Σάββατο. Μα τότε πώς η κυρία του μικρού παντοπωλείου διαβεβαίωσε την παρουσία του Εμπειρίκου στο κατάστημά της την Πέμπτη, αναρωτιόταν ο Λαγός καθώς τηλεφωνούσε γρήγορα στην Αθήνα, προκειμένου να εξηγήσει την περίπλοκη υπόθεση και να ενημερώσει πως θα συνεχίσει την έρευνα του στην Ύδρα με την ελπίδα πως θα ανακαλύψει τα ίχνη του ποιητή.
Το πλοίο «Πόρος» ήταν σχεδόν άδειο και ο Λαγός αγνάντευε από το κατάστρωμα το νησί να ξεμακραίνει συνειδητοποιώντας πως η υπόθεση ξεπερνούσε τη λογική του- αν ο Εμπειρίκος ήταν στην Ύδρα πως ήταν ταυτόχρονα και στον Πόρο; Την σκέψη του σταμάτησε, η φωνή ενός άνδρα που φωτογράφιζε το λιμάνι του Πόρου: \
«Είναι υπέροχος ο Πόρος, τον επισκεφθήκατε;», ρώτησε ο μυστήριος άνδρας που κάτι θύμιζε στον Λαγό αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς.
«Ναι, είναι όμορφος, εσείς είστε φωτογράφος;» ρώτησε απρόθυμα ο Λαγός.
«Είμαι φωτογράφος του Πόρου, θα μπορούσε να πει κανείς, μα δεν τον έχω επισκεφτεί ποτέ. Μέρα παρά μέρα όμως διασχίζω με το πλοίο που φέρει το όνομά του και τον αντικρίζω από μακριά προκειμένου να τον απαθανατίσω στο φακό μου»
«Και γιατί δεν τον επισκέπτεστε κι όλας από κοντά;», ρώτησε ο Λαγός με απορία.
«Μα αγαπητέ μου, οι ποιητές δεν φτάνουν ποτέ στον Πόρο, τον πλησιάζουν από μακριά και τον αποχαιρετούν από την προκυμαία».
Ο Λαγός ένιωθε για πρώτη φορά τα λόγια του μυστήριου αυτού άνδρα να αντηχούν μέχρι το στομάχι του. «Άρα είστε ποιητής;!» αναφώνησε ο Λαγός, «μήπως γνωρίζετε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, ξέρετε έχει εξαφανιστεί εδώ και τρεις ημέρες, δεν μπορεί να μην έχετε ακούσει τίποτε;».
Ο μυστήριος κύριος έβγαλε από την τσάντα του ένα βιβλίο και το έδωσε στον Λαγό, ο οποίος κοιτούσε με τα μάτια ορθάνοιχτα.
«Αγαπητέ μου, κάποτε υπήρξα κι εγώ στη θέση σας, μα κάποιες υποθέσεις δεν κλείνουν ποτέ. Ίσως έχετε καταλάβει ήδη για τι πράγμα μιλάω και είμαι σχεδόν σίγουρος πως θα σας ξανασυναντήσω σε κάποιο ταξίδι».
....................................................................................................................................
Λίγα χρόνια αργότερα ο Λαγός δημοσίευσε την πρώτη και τελευταία του συλλογή «Εκτοπλάσματα» με το ψευδώνυμο Μίλτος Σαχτούρης.
Είχε πια καταλάβει.
Κατερίνα Νανούρη
*ο στίχος απαντά στο ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη, «Πόρος 1985» από τη συλλογή Εκτοπλάσματα, 1986.
Έμπνευση για το κείμενο αποτέλεσε επίσης το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη, «Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στον Πόρο», Εκτοπλάσματα, 1986.
Πηγή: pancreta.gr