Τις μέρες αυτές έχουμε την επέτειο της Μάχη της Κρήτης (20 Μαΐου με 1 Ιουνίου 1941). Ο φίλος μας ο Antonislaw, λοιπόν, μου έστειλε το διήγημα που θα διαβάσετε σήμερα, γραμμένο από την Ειρήνη Ταχατάκη, με θέμα τη Μάχη της Κρήτης. Ο Αντώνης τα τελευταία χρόνια έχει στείλει και άλλα σχετικά διηγήματα. Πέρυσι, στα 80 χρόνια, την Παντέρμη Κρήτη του Κωστή Φραγκούλη, πρόπερσι ένα άλλο διήγημα του Φραγκούλη για το ίδιο θέμα, τον Κοκοβιό, ενώ πριν από μερικά χρόνια ένα άλλο σχετικό διήγημα, του Νίκου και της Αργυρώς Κοκοβλή.
Το σημερινό διήγημα πήρε δεύτερο βραβείο στον πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Νομαρχίας Χανίων το 1991 αφιερωμένο στα 50 χρόνια της Μάχης της Κρήτης (1941-1991) με πρόεδρο της κριτικής επιτροπής τον φίλο Χριστόφορο Χαραλαμπάκη. Τα βραβευμένα κείμενα δημοσιεύτηκαν σε ειδική έκδοση της Νομαρχίας Χανίων με τίτλο «Αφιέρωμα στη μάχη και την αντίσταση της Κρήτης (1941-45)», Χανιά 1992.
Η Ειρήνη Ταχατάκη (1935-) από τις Αρχάνες είναι δασκάλα, λαογράφος και συγγραφέας πολλών βιβλίων, με ενεργό και πολύχρονη συμμετοχή στα πολιτιστικά πράγματα της Κρήτης. Είναι επίσης ζωγράφος και κεντήστρα και τα σχέδια που συνοδεύουν το διήγημα είναι δικά της,
Το κείμενο, όπως θα δείτε, έχει αρκετές ιδιωματικές λέξεις και φράσεις. Όταν εκδόθηκε σε βιβλίο, οι επιμελητές επισήμαναν κάποιες λέξεις με αστερίσκο και πρόσθεσαν ένα γλωσσάρι στο τέλος, που το αναπαράγει εδώ ο Αντώνης. Όμως άφησαν χωρίς εξήγηση πολλές ακόμα και κάθε άλλο παρά ευνόητες ιδιωματικές λέξεις, και αυτές τις έχει εξηγήσει ο φίλος μας ο Αντώνης σε αγκύλες μέσα στο κείμενο. Kαι πάλι βεβαια απόμειναν χωρις εξήγηση μερικές λέξεις που εγώ, αν είχα να επιμεληθώ το κείμενο, θα τις εξηγούσα (π.χ. ταχυνή, μιγαδερά).
ΔΥΟ ΚΗΛΙΔΕΣ ΑΙΜΑ ΣΤΟ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΟ
Η κατοχή των Γερμανών ήταν στο φόρτε της. Πολλές οι κακουχίες, οι στερήσεις, η πείνα! Περισσότερο βέβαια στα αστικά κέντρα και λιγότερο στην ύπαιθρο που όλο και κάτι χάριζε η Μάνα Γη στα πεινασμένα πλάσματά της: Τα κηπικά, τα φρούτα, τις βρούβες, τα σιτηρά… Και όσοι είχαν χωράφια και τα καλλιεργούσαν, όχι μόνο ζούσαν καλά μα βόλευαν κι αρκετούς άλλους που ζητούσαν με την εργασία τους στήριγμα για ζωή.
Αυτή η αισιόδοξη και γεμάτη φιλότιμο κίνηση, υπήρξε συνήθως στα σιτοχώρια της ευλογημένης πεδιάδας της Μεσαράς, στο Νομό Ηρακλείου. Στη δική μας περιοχή Τεμένους, βγάζαμε ελάχιστα σιτηρά. Γιατί πάντα από τα αρχαία χρόνια, καλλιεργούσαν εδώ τ’ αμπέλια. Αλλά με την Κατοχή πώς να καλλιεργηθούν και αυτά όπως έπρεπε και πού να πουληθούν τα τυχόν εισοδήματα; Όσοι δεν είχαν αμπέλια, δούλευαν στα ξένα σαν εργάτες, όμως τι μεροκάματο να κερδίσουν, να φάνε, να στηρίξουν οικογένεια, ν’ αναθρέψουν παιδιά;
Πολλά τα προβλήματα κι η δική μας καταδιά* μικρή κι ασήμαντη. Οι ανάγκες μεγάλες και στην οικογένεια τα παιδιά ανήλικα. Νήπια σχεδόν εμείς τα κοριτσάκια. Και το πιο μικρό, το νεογέννητο, ούτε καλά καλά είχε σαραντίσει όταν έγινε η Μάχη της Κρήτης, τότε που έπεφταν από τα σιδερένια εχθρικά πουλιά μιλιούνια οι χρωματιστές ομπρέλες των αλεξιπτωτιστών, στην ήρεμη και φωτολουσμένη γη μας…
Μάης καιρός. Οι γονείς μας πήραν τις οικογένειές τους μαζί με άλλους χωριανούς και μας πήγαν σε μια όμορφη εξοχική τοποθεσία για να προστατευτούμε από τους βομβαρδισμούς. «Ψηλό Κουτούτο» λεγόταν ο τόπος που δέσποζε στην περιοχή πάνω σ’ ένα καταπράσινο γόνιμο λόφο κατάφυτο μ’ αμπέλια και κρεβατίνες. Εκεί νιώθαμε πιο ασφαλείς από τις βόμβες που μπορούσαν να πέσουν μέσα στην κωμόπολη [σημ. στις Αρχάνες], κάτι που ευτυχώς δεν έγινε, χάριν στην προστασία της Θαυματουργού μας Παναγιάς.
Από τον τόπο αυτό φαινόταν προς βορρά φάτσα το Ηράκλειο, με τις φωτιές των βομβαρδισμών και την αντάρα. Στήσανε οι γονείς μας τις παράγκες που θα μέναμε, γεμάτοι έγνοια και μεράκι να μας σώσουν από τον όλεθρο. Πώς θα μας σώζανε όμως από το φάσμα της πείνας;
Εμείς τα μικρά τα βλέπαμε όλα σαν πανηγύρι: Τις φωτιές από μακριά, την αγωνία, το βούισμα των αεροπλάνων, τους κρότους από τις βόμβες, το αντιφέγγισμα από τις φωτιές μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα.
Η στέρηση δεν μας άγγιζε ακόμη, γιατί υπήρχε το γάλα της κατσίκας, λίγα κηπικά και φρούτα, ψωμί ελάχιστο και λάδι, εκεί τουλάχιστον στην εξοχή, καθόλου. Ίσως όμως για κάποιες μόνο μέρες. Την έλλειψη του λαδιού τη θυμάμαι καλά, γιατί ο πατέρας, όπως κάρφωνε τις σανίδες και τους τσίγκους της σκεπής για να φτιάξει την παράγκα που θα μέναμε, βουτούσε τα καρφιά, για να καρφώνονται πιο εύκολα, μέσα σ’ ένα πιατάκι, που είχε ελάχιστο λάδι. Μα ο σκύλος του γείτονα, από τη διπλανή παράγκα, πήγε κοντά, βρήκε το λαδάκι και το έγλειψε όλο. Στεναχωρήθηκε ο πατέρας, γιατί δεν είχε άλλο λάδι να τελειώσει τη δουλειά του με τα καρφιά και για μια στιγμή διαμαρτυρήθηκε νευριασμένος: « Ω το παντέρμο ωζό, εκιά ‘βρε να ξεπεινάσει;» Μα σα να μετάνοιωσε πάλι: « Κι είντα φταίει δα κι αυτό το έρμο; Σάμπως έχει τα φαγιά στα πιάτα να διαλέξει και προτίμησε το λαδάκι μου;» Θυμάμαι τούτο το περιστατικό σα να είναι τούτη η ώρα κι ας ήμουνα μόνο πέντε χρονών…
Όμως, δεν ήταν μόνο η εποχή του καλοκαιριού. Αυτή εύκολα θα την περνούσαμε. Μα θα ακολουθούσαν μετά οι μαύρες νύχτες του χειμώνα… Και ήρθαν πράγματι δύσκολες και βαριές. Γι’ αυτό τ’ άλλο το καλοκαίρι οι γονείς μας σκέφτηκαν κάτι πιο πρακτικό και ωφέλιμο. Θα πηγαίναμε από τις αρχές του Μάη να ξεκαλοκαιριαστούμε σ’ ένα χωριό της Μεσαράς, που είχαμε γνωστούς. Εκεί η μητέρα μας, που ήταν μοδίστρα, θα μπορούσε να δούλευε τη δουλεία της και θα μάζευε καρπό για το χειμώνα. Μα θα ζούσαμε και πιο εύκολα στη διάρκεια του καλοκαιριού. Το χωριό λεγόταν Τουρλωτή γιατί ήταν χτισμένο πάνω σ’ένα τουρλωτό ύψωμα και δέσποζε της περιοχής.
Σαν ήρθε λοιπόν η προπαραμονή της αναχώρησής μας- μαθήτρια εγώ στην Α’ του Δημοτικού- από βραδύς η μάνα μου μου παράγγειλε:
-Γροίκα Ρηνιώ παιδί μου. Αύριο που δα [=θα, τοπικός ιδιωματισμός] πας στο σκολειό σου, να πεις τση δασκάλας σου να προβιβάσει, γιατί είναι ανάγκη επειδή δα πάμε στη Μεσαρά και δα λείπομε-πες- όλο το καλοκαίρι… Να την αποχαιρετίξεις κιόλας και να τση φιλήσεις και τη χέρα τζη…
Όλα γενήκανε κατά πώς τα είπε η μητέρα και την άλλη ταχυνή φορτωθήκανε δυο γαϊδουράκια με τις απαραίτητες αποσκευές μας, ρουχικά, κλινοσκεπάσματα, κουζινικά και η ραπτομηχανή, το απαραίτητο εργαλείο της μάνας μας για τη δουλειά της. Μεσοσώμαρα καβαλικέψαμε εμείς τα παιδιά και οι γονείς μας λαλούσαν* τα ζωντανά. Εγώ κρατούσα αγκαλιά το μικρό μου αδερφάκι που ότι κι είχε κλείσει τον πρώτο του χρόνο.
Πήραμε το δρόμο νοτικά προς το Βαθύπετρο κι από κει συνεχίζοντας βγήκαμε στο δροσόλουστο Χουδέτσι. Περάσαμε δίπλα από το γραφικό Μοναστήρι τ’ Αι-Γιώργη του Επανωσήφη και συνεχίσαμε τη δημοσιά ανάμεσα από χρυσωμένα χωράφια με στάχυα έτοιμα για θέρισμα. Ο στοργικός κόρφος της γης άπλωνε το χρυσό στήριγμα του σκλάβου, το ψωμί το ευλογημένο! Η πορεία συνεχίστηκε ως το δειλινό που φτάσαμε στο χωριό. Γνώριμος ο τόπος κι οι χωριανοί μας υποδέχτηκαν φιλικά και καλόκαρδα. Μας είχανε ετοιμάσει ένα μονόσπιτο ασοβάντιστο- ασβέστης δεν υπήρχε- μα σφουγγαρισμένο και καθαρό. Ανοίξαμε και απλώσαμε τα φτωχικά μας χρειώδη κι ετοιμάσαμε για κοιμηθιά ένα πρόχειρο κρεβάτι με στρίποδα*. Σ’ ένα τραπεζάκι θρονιάστηκε σα σε θέση τιμητική, ο συνεργός και σύμμαχος της μάνας μας, μα και δικός μας, η χειροκίνητη ραπτομηχανή. Το παιδομάνι του χωριού όλο περιέργεια γέμισε το μικρό χώρο της κατοικιάς μας. Ήρθαν κι οι μανάδες τους, οι θειάδες τους, όλες φιλενάδες της μάνας μας, άλλες μοναχές κι άλλες με τα μωροπαίδια στην αγκαλιά τους. Η υποδοχή τους μας συγκίνησε. Φιλότιμοι και φιλόξενοι οι Τουρλαθιανοί κάτοικοι και φίλοι, με την ανοιχτή καρδιά, σαν τον ορίζοντα το διάπλατο γύρω από το λόφο τους χωριού τους!
Μας φέρανε να φάμε φρέσκα μιγαδερά παξιμάδια, ξυνόγαλο και ανθόγαλο, λίγα αυγουλάκια και κηπευτικά, όλα δώρα πολύτιμα για την περίσταση. Σιτοβολώνας το χωριό, βίγλιζε στην κορφή του λόφου που ήταν χτισμένο. Δεν είχε πρασινάδες και νερά μα είχε μια ξεχωριστή γοητεία και θέα , καταμεσίς στο διάπλατο ορίζοντά του, με πολλά κοντινά χωριά ολόγυρα. Εκεί θα περνούσαμε το καλοκαίρι με τη μάνα μας. Ο πατέρας έφυγε το άλλο πρωί για να παραδώσει τα ξένα γαϊδουράκια που κάμανε τ’ αγώγι, μα και γιατί οι δικές του μικρές αγροτικές φροντίδες τον κρατούσαν στο σπίτι το πατρικό. Δούλευε η μάνα σαν το αεικίνητο μυρμήγκι και σόδειαζε υπομονετικά τη ζήση του χειμώνα. Στα ραψίματά της η αμοιβή της ήταν σιτάρι, κριθάρι, μαγεροψήματα…
Μετά από λίγες μέρες μια επίσκεψη έφθασε στο χωριό: Μια αντάρτικη ομάδα που συχνοκατέβαινε από τα βουνά κι έπαιρνε το δρόμο προς τα φιλόξενα σιτοχώρια για να εφοδιαστούν οι αγωνιστές της Λευτεριάς με τα απαραίτητα τρόφιμα για να ζήσουν. Ανάμεσά του ήταν κι ο Καπετάν Στελιανός, ένας ψηλόκορμος ομορφολεβένταρος, με μουστάκια δασιά, μεγάλα μαύρα λαμπερά μάτια, κρουσομάντηλο, στιβάνια και μαύρη κυλότα. Ήταν αρχηγός της ομάδας με καταγωγή από τα μέρη των Χανιών.
Συνήθως οι αντάρτες φιλοξενούνταν στο σπίτι του Προέδρου του χωριού. Φαρσάρη τον λέγανε, λεβέντης κι ο ίδιος, γενναίος και φιλόξενος. Η γυναίκα του η κερά-Μαρία η Φαρσάραινα, άξια και χρυσονοικοκυρά, φύλαγε κάθε φορά για τους αντάρτες πλούσια φιλοξενία και πολλά πεσκέσια στο φευγιό τους.
Κείνη τη φορά λοιπόν η κερά Φαρσάραινα, που ήταν φιλενάδες με τη μάνα μου, ήρθε στο σπίτι μας σούρουπο σχεδόν, κι από την πόρτα, δίχως να μπει μέσα, πρόβαλε κι έκανε νόημα στη μάνα μου του τη θέλει, να της πει.
-Έλα κερά Αννίκα να μου συντράμεις γιατί έχω μουσαφίρηδες… Σκύβει μετά και της λέει ψυθιριστά στ’ αυτί: Αντάρτες ήρθανε μόνο έλα να τωσε μαγειρέψομε… Φεύγουνε μαζί, αφού μας πράγγειλε πρώτα να κάτσομε φρόνιμα ώσπου νά’ρθει.
Πήγαν λοιπόν στο σπίτι της μα εκείνο που την ήθελε πραγματικά δεν ήταν για συντρομή στο μαγείρεμα. Για τη δουλειά αυτή είχε πολλές παραφατόρισσες*. Ο σκοπός που την κάλεσε ήταν να της γνωρίσει ένα παράξενο καινούριο πελάτη για ράψιμο. Κι ο πελάτης αυτός δεν ήταν ούτε χωριανός, ούτε κοντοχωριανός, μα ο ίδιος αυτοπρόσωπα ο Καπετάν Στελιανός, ο αρχηγός της αντάρτικης ομάδας που υποδεχτήκανε…
-Παράξενο! κάνει η μάνα μου. Κι είντα θέλει μπρε κερά Μαρία. Είντα μπορώ να ράψω εγώ ενούς Καπετάνιου που ανεχουμίζει* τα βουνά…
-Γιάντα, δε βάνουνε αυτοί ρούχα; Μα ας μπούμε μέσα στο πόρτεγο* που κάθουνται, κι ο ίδιος δα σου πει είντα ‘ναι που θέλει.
Μπροστά η κερά Μαρία, πίσω της όχι πολύ θαρρετά η μοδίστρα, μπήκανε στο δωμάτιο που ήσανε καθισμένοι οι αντάρτες και τρωγοπίνανε.
-Νάτη Καπετάνιο μου τη φιλενάδα μου τη μπιστικιά που σού ΄λεγα. Έτηνε μας ράφτει όλους στο χωριό ας είναι καλά.
-Και του λόγου σου νάσαι καλά κερά Μαρία μου, μα σαν είντα μπορώ να ράψω εγώ για τον Καπετάνιο… Και κείνη τη στιγμή, μόλις που τόλμησε για μια στιγμή να σηκώσει σαν αστραπή το σεμνό της βλέμμα για να τονε δει με σεβασμό και να ξαναχαμηλώσει τη ματιά κοκκινισμένη.
– Γροίκα κερά μοδίστρα, εγώ μαθές ούτε σώρουχα, ούτε ξώρουχα θέλω. Έχω απ’ όλα. Μα ένα σκολινό ποκάμισο μου χρειάζεται…
«Σκολινό ποκάμισο; κάνει με το νου της η μοδίστρα. Κι είντα το θέλει μωρέ κοντό [=άραγε] το σκολινό ποκάμισο; Έχουνε στα βουνά μαθές καματερές* και σκόλες; ή αστεία κοντό μιλεί; Μα τονε θωρεί με την κόχη του ματιού της να σηκώνεται και να λύνει σπουδαχτικά ένα πλουμιστό κρητικό βουργιάλι. Έβαλε τη χερούκλα του μέσα κι έσερνε κι έσερνε ένα κάτασπρο γυαλιστερό ρούχο, που δεν είχε ξετελεμό… Σαν τό ‘βγαλε της κάνει:
– Έντο επαέ κερά μοδίστρα το ρούχο του ποκαμίσου. Άσπρο σαν το γαμπριάτικο!
– Μα αυτό είναι αλεξίπτωτο,… τόλμησε να πει εκείνη.
– Καλά το γνώρισες. Αλεξίπτωτο είναι. Πιάσε ‘πο κειέ να τ’ ανοίξομε να το δεις καλά.
– Εμά μεγάάλο! κάνουνε όλοι με θαυμασμό.
– Και τόσονε για ένα ποκάμισο; Αυτό κάνει για δυο και τρία και θα πομείνει και περισσευούμενο.
– Μα ένα θέλω ‘γω και νάναι και σκολινό!
Επιμένει κείνος για σκολινό, κάνει η μοδίστρα με το νου της. Γιάντα κοντό; Μα ας τον ανερωτήξω να δω είντα θα μου πει.
– Με το συμπάθειο Καπετάνιο, να σ’ ανερωτήξω κάτιτίς;
– Ό,τι θες κερά μοδίστρα.
– Απ’ ό,τι κατέχω εσείς οι αντάρτες οι πλια πολλοί φορείτε μαύρα ρούχα, μαύρα ποκάμισα. Εσύ είντα το θες το άσπρο και σκολινό δα κιόλας; Έχετε σεις σκόλες απάνω στα βουνά;
– Όσες θες, σκόλη κάναμε την ανάγκη και ρεβαΐζι το μπαρούτι… Μα για να καταλάβεις ξάνοιξε καλά όλο τονέ το ρούχο που βαστώ…
Ανοίγουνε πιο διάπλατα το αλεξίπτωτο κι εκεί καταμεσής θωρούνε δυο κηλίδες αίμα μεγάλες, στρογγυλές κι ολόιδιες στο χρώμα, ούτε πλια σκούρα, ούτε πλια ανοιχτή η μια από την άλλη… Διαφέρνανε μόνο στο μέγεθος. Η μια ήτανε αρκετά μεγάλη κι η άλλη μικρότερη.
– Ναι, θωρώ δυο μεγάλες στάμπες αίμα, κάνει η μοδίστρα. Μα…πώς;
– Πώς εγεννηθήκανε θες ν’ ανερωτήξεις; Να σου πω εγώ… Γροίκα το λοιπόν: Στο Μάλεμε κοντά συχνογύριζα τσι μέρες που πέφτανε οι αλεξιπτωτιστές. Κι όχι βέβαια μόνο εγώ μα όλοι οι αθρώποι μας εκειά ένα γύρω. Εφτάνανε το λοιπόν οι συντερένιοι διαόλοι. Ενοίγανε τσι πόρτες τως κι εσκιάνιαζε ο ουρανός με τσ’ ομπρέλες τσι πολύχρωμες. Μιλιούνια εκατεβαίνανε κι αρχίνηζε ευθύς το μακελειό. Εκείνοι με τα όπλα ντως τα βαρά κι εμείς με τα σκαπέθια και τα δρεπάνια… Κι ελέγασι κιόλας οι δικοί μας όλο τσατίλα για τ’ άδικο τη μαντινάδα:
«Την ώρα μα και τη στιγμή δα σκυλοβλαστημάτε
όντες εξεκινούσατε στην Κρήτη για να πάτε»
Τέτοιο πείσμα μας ήπιασε όλους τσοι ντόπιους για τ’ άδικο που μασε κάνανε στη γη μας, να κατεβαίνουνε μπρε ωσάν τ’ αρπαχτικά γεράκια και τσι σκάρες [=γύπες], που δε μασε σταμάτανε κιαμιά δύναμη… Εκειά να θώρειες…
«Ε το παντέρμο τ’ άδικο πώς σου πατεί τον γκάλο
μα και το δίκιο το τρανό, θάρρος σου δίνει κι άλλο»
Μέσα στσ’ άλλους απού λες, ευρέθηκα και ‘γω με δίχως όπλα. Ένα γκραδάκι του παππού μου ολοσκούριαστο εβάστουνα, μα είντα να σου κάμει. Από την εποχή των Τουρκώ είχανε να το λαδώσουνε το ευλογημένο να ξεσκουριάνει μια σταλιά. Είπα τότεσά κι εγώ να κάμω το κολάι*μου… Ν’ αρμαθιάσω* κάμποσα όπλα απού τσοι Γερμανούς που ήσανε τα παντέρμα ολοκαίνουργια και τα λιμπίζουσουνε. Εμακέλευγα κιόλας όσους εμπόρουνα, γιατί μαθές αν δε τό ‘κανα ‘τσα, ήθελα με μακελέψουνε ‘κείνοι [= θα με μακελεύανε ‘κείνοι]. Κι ήθελα μου κάνουνε [=θα μου κάνανε] δα μνημόσυνο στο χρόνο απάνω. Ετσά ‘ναι η παντέρμη ώρα του πολέμου. Ή γίνεσαι μακελάρης ή μακαρίτης… Εμάζωνα το λοιπόν και τά ‘βανα κεια σε μια ξερολιθιά σκεπασμένα. Μια γκοπανιά* κοχεύγω με την άκρη τ’ αμαθιού μου μια ασκιανιάδα δίπλα μου… Ήτονε ένας Γερμαναράς κι είχε σηκωμένο το στιλέτο ντου να το μπήξει στον γκαφά * μου. Γυρίζω ‘γω σαν αστραπή και του ματσάζω και τα δυο ντου χέρια. Λίγο μού ‘γγιξε το μαχαίρι στο λαιμό και μου τονε ξέγδαρε. Και η μια κηλίδα που θωρείς, η πλια μικρή, είναι δικό μου αίμα…
Δίχως να του πάρω το μαχαίρι τού ‘σφιγγα τη γροθιά και τη γυρίζω οθέ ντα [=προς τα] πάνω ντου με δύναμη. Και με την ίδια ντου τη χέρα που του βάστουνα ετρύπησε το δικό ντου λαιμό… «Μάχαιραν έδωσες, μάχαιρα δα λάβεις» του κάνω ολοδιαόλιστος… Και να την άλλη κηλίδα το αίμα, την πιο μεγάλη. Δική ντου είναι… Εκεί πάνω ήπηρε και τσοι τράτους * ίσαμε που ψοφολόισε ολότελα…
– Δυο κηλίδες… μουρμούρισε με βλέμμα απλανές η μοδίστρα. Σαν να έβλεπε κείνη την ώρα μέσα από το σύθαμπο του χρόνου και της αντάρας της μάχης τους δυο αντίπαλους άντρες να ματοκυλιούνται πάνω στο αλεξίπτωτο… Δυο κηλίδες… επανέλαβε, από αίμα Ελληνικό και Γερμανικό! και βαθιαναστέναξε στοχαστικά…
– Λοιπόν; είντα λες μοδίστρα; να μου ράψεις θες [=θα μου ράψεις] το σκολινό ποκάμισο;
Μειδίασε κείνη καθώς ξαναβρέθηκε στην πραγματικότητα.
– Σκολινό Καπετάνιο; τον ρωτά με την ίδια διάθεση.
– Ναι σκολινό! Γιάντα. Αφού δε γίνηκε σάβανό μου κείνη την ώρα, σκόλη είν’ η ζωή μου, μια και ζω και θωρώ τον ήλιο. Γιατί ολπίζω και θα δω και τη Λευτεριά…
– Μαγάρι Καπετάνιο. Αξίζει σου να τ’ αξιωθείς… Μα το ματωμένο κομμάτι; είντα θες να το κάμω;
– Α εκειονά να μην το ράψεις, ούτε να το πετάξεις. Το θέλει θυμητάρι στην επίλοιπη ζήση μου… Ακριβοφύλαξέ μου το…
– Να μου κάμεις θες μια χάρη Καπετάνιο;
– Σαν είντα;
– Να, ανε θες να δώσεις και μένα ένα κομμάτι αλεξίπτωτο από κειονά που δα πομείνει;
– Είντα δα το κάμεις μοδίστρα; φουστανάκια των κοπελιώ;
– Όι, Θεόψυχά μου. Γερμανικό ρούχο να το γνωρίσουνε απάνω ντως οι Γερμανοί, δεν τωσε βάνω.
– Κιαμείντα το θες; Νυφικό κιαμιάς δικής σου νύφης;
– Όι Καπετάνιο. Ούτε νυφικό. Ματωμένα νυφικά δεν κάνουνε…
– Καλά το λες. Δεν κάνουνε. Θυμητάρι σάικα [=ασφαλώς] το θες, ετσά δεν είναι; Θυμητάρι, όπως θέλω κι εγώ το κομμάτι με τις δυο κηλίδες…
– Ναι, είπε η μοδίστρα κουνώντας το κεφάλι καταφατικά…
Πέρασε και πήγε τούτη η επίσκεψη των ανταρτών στο χωριό κι έμεινε ολόκληρο τ’ αλεξίπτωτο στα χέρια της μοδίστρας, για να ράψει το ποκάμισο του Καπετάν Στελιανού, να φυλάξει και τα θυμητάρια. Το καταχώνιασε μέσα σ’ ένα σακούλι και τό ‘βαλε στον πάτο του σεντουκιού, αφού πρώτα το θύμιασε. Αίμα είν’ αυτό σου λέει, ότινος και νά’ναι… Θα το έραβε όποτε ευκαιρούσε και σε μια άλλη επίσκεψη θα το γύριζε στον κάτοχό του.
Και μιαν άλλη μέρα ξανάρθαν πάλι οι αντάρτες για εφόδια μαζί με τον Καπετάν Στελιανό. Συχνοπήγαιναν είπαμε εκεί γιατί το χωριό ήταν άδειο από μόνιμους Γερμανούς κατοίκους. Μικρό καθώς ήταν και θρονιασμένο στο ψήλωμα που το δέρναν όλοι οι καιροί και οι ανέμοι δεν ήταν προσιτό για τις δικές τους ανάγκες. Ήταν όμως φιλόξενο και στοργικό όχι μόνο για τους φίλους κι επισκέπτες μα και για τους αγωνιστές της Λευτεριάς, τους αντάρτες, που είπαμε συχνόρχονταν. Όποτε μπορούσαν κατηφόριζαν από τα κρησφύγετά τους με τα ζώα και τα όπλα τους, νύχτα συνήθως, ζητώντας μια ανάσα ξεκούρασης και καλοπέρασης στο ήρεμο χωριό. Το ίδιο όμως κάνανε κι οι Γερμανοί για τροφές. Και αν τό ‘κανε η τύχη να φτάσουν την ίδια μέρα με τους αντάρτες, τότε αλίμονο στο χωριό… Κινδύνευε με σφαγή και εξαφάνιση. Γι’αυτό όσες φορές έρχονταν αντάρτες, τοποθετούσαν φρουρά στις άκρες του χωριού, μπρος σε δρόμους που πήγαιναν σε άλλα χωριά. Οι δρόμοι βέβαια στενοί, πρωτόγονοι, μόλις χωρούσαν δυο ζώα ν’ αντιπεράσουν και σε άλλες μεριές στενοί σα μονοπάτια. Αυτοκίνητα δε διασφάλιζαν * ακόμη στο χωριό.
Από τα ΒΔ ήταν η κύρια είσοδος του χωριού. Εκεί ήσαν στημένοι μπρος στο έλεος του βορά οι αλευρόμυλοι με τις τεράστιες φτερωτές τους αεικίνητες κι άλεθαν της σιτοδότρας γης τα δώρα. Οι φούρνοι του μικρού χωριού μοσχοβολούσαν κάθε μέρα, πότε της μιας νοικοκυράς, πότε της άλλης. Τεράστιοι σα μικρά δωμάτια, θυμάμαι που για να μαζέψουν από μέσα τις παξιμαδιασμένες κριθοκουλούρες σα κρύωναν οι φούρνοι, μπάζανε μέσα εμάς τα παιδιά και κάναμε αυτή τη δουλειά. Γι’ αυτό η κάθε ζυμωσιά ήθελε μέχρι ένα τσουβάλι αλεύρι. Γιατί εκτός από το σπιτίσιο ψωμί και παξιμάδι για την οικογενειακή κατανάλωση υπολογίζανε και τη μερίδα των ανταρτών μα και την ξεφουρνιά, ένα πανάρχαιο όμορφο έθιμο της αθάνατης λαϊκής μας παράδοσης. Όποια γυναίκα ζύμωνε έδινε σ’ όλα τα μαζωμένα εκεί χωριανάκια, τα καινούρια φυντάνια του χωριού, από ένα μυρωδάτο ζεστό ντάκο ή μια κριθοκουλούρα. Έτσι απλόχερα όλοι χόρταιναν και ειδικά τα παιδιά που ήταν εθνική ανάγκη να δυναμώσουν και να απλώσουν καινούριες ρίζες και βλαστάρια…
Οι δρόμοι λοιπόν ακτινωτά ολόγυρα με κέντρο το μικρό χωριό κατηφόριζαν απ’ αυτό σα κορδέλες που ανοίγονται από το ψηλό κοντάρι του γαϊτανάκι σε μέρες αποκριάτικης χαράς. Άλλος Β.Δ. πήγαινε προς το Πυράθι, Πύργο, Χάρακα. Άλλος δυτικά προς το Μεσοχωριό, ανατολικά προς το Δραπέτι και Γαρύπα και βορεινά προς Μπαδιά. Σε τούτα τα κράσπεδα στήνονταν «οι φρουροί» και παρακολουθούσαν όταν έρχονταν Γερμανοί ή αντάρτες. Μόλις έφταναν οι μεν ή οι δε αμέσως οι φρουροί έπαιρναν θέση για παρατήρηση, για να μην το κάμει η οργή του Θεού και σμίξουν…
Τα καλοστεκούμενα σπίτια φιλοξενούσαν συνήθως και τους Γερμανούς και τους αντάρτες με πρώτο πάντα το σπίτι το φιλόξενο του Προέδρου του χωριού. Καλοδεχούμενοι πάντα ήσαν οι αντάρτες, μα βουβά κι αγέλαστα δέχονταν τους καταχτητές, με μια περήφανη κρητική αξιοπρέπεια. Γινόταν όμως και για τους δυο το χωριό.
Μια μέρα λοιπόν ξανάρθανε στην Τουρλωτή αντάρτες. Ήταν και πάλι η ομάδα του Καπετάν Στελιανού. Κονέψανε* ως συνήθως στο σπίτι του Προέδρου. Η μοδίστρα έραβε στο σπιτάκι της και σε κάποια στιγμή που χρειαζόταν να σιδερώσει κάτι σηκώθηκε σπουδαχτικά, πήρε το σίδερο και πήγε στο διπλανό σπίτι του Προέδρου να το γεμίσει κάρβουνα από το τζάκι.
– Κερά Μαρία έχεις φωτιά; Της φωνάζει απ’ έξω.
– Στην απάνω παραστιά, κάνει εκείνη χαριτολογώντας. Έλα, κόπιασε μέσα κερά Αννίκα. Μα και να μην έχω δα ανάψω για το δικό σου χατήρι.
– Του λόγου σου έχεις με τα σακιά την καλωσύνη, κερά Μαρία, ας είσαι καλά… Κι ως έσκυβε να βάλει τα κάρβουνα σιμώνει η κερά Μαρία και της κάνει ψιθυριστά:
– Αντάρτες είναι μέσα κερά Αννίκα.
– Μάνα μου! Ποιοι κοντό;
– Ο Καπετάν Στελιανός με την ομάδα του.
– Ώφου αδικιά και δεν τού ‘ραψα ακόμη το ποκάμισο. Μα λίγος καιρός μπρε δεν είναι που ξανάρθανε; Κι ήλεγα πως δα το ράψω ετηνέ την εβδομάδα μια κι ήδωκα το λόγο μου…
Πάνω σε κείνη την ψιθυριστή συζήτηση πλησιάζει την κερά Μαρία ένα ντελικανιδάκι* και της κάνει βιαστικά και ξελαχανιασμένα με το στόμα ξερό από την τρεχάλα:
– Θεια Μαρία, θεια Μαρία…
– Είντα ‘ναι μωρέ; Είντα συμβαίνει;
– Γερμανοί θεια Μαρία, Γερμανοί. Ίδια δα [=τώρα δα] μπήκανε στο χωριό και σέρνουνε και δυο μουλάρια…
– Ε τσοι σκύλους! Για σαντούκιασμα* ήρθανε πάλι κι είναι λίγες μέρες που ξανάρθανε για θροφές… Κι εδά κερά Αννίκα; Πού δα χώσουμε τσ’ αντάρτες μη τσοι δούνε οι Γερμανοί και κεντίσομε* συθέμελα το χωριό.
– Μη χάνεις το κουράγιο σου, κάνει ψύχραιμα εκείνη κι ορμούν κι οι δυο στο πόρτεγο που τρωγοπίνανε οι αντάρτες. Τα σπίτια ήσανε τότε μικρά και δεν είχανε πολλούς κρυψώνες και ξετρύπια.
Ευθύς καταλάβανε και σηκωθήκανε ορθοί κι οι αντάρτες. Ένα γύρο στο δωμάτιο ήσανε φρεσκοπλυμένα και μπουμπουρισμένα* τα πιθάρια των σιτηρών, που περίμεναν καθαρά να φυλάξουν την καινούρια σοδειά. Γιατί τ’ αλώνια πια δούλευαν καθημερινά κι οι ψηλές θημωνιές, όλο και χαμήλωναν.
– Στα πιθάρια! Εμπρός! Χωστείτε* ντελόγο στα πιθάρια από κάτω, λένε στους αντάρτες. Σβέλτα κείνοι τρύπωσαν κι οι κοπελιές που βοηθούσαν στην περίπτωση στάθηκαν σαν Καρυάτιδες κάθε μια κοντά σ’ ένα πιθάρι και πού και πού με την πλάτη έσπρωχναν και τ’ ανασήκωναν για να μπαίνει αέρας να μη κρουφτούνε* οι κρυμμένοι… Δίπλα ήταν το πέτρινο κρεβάτι γιατί το ίδιο δωμάτιο χρησίμευε και για ύπνο. Πάνω εκεί ήταν αραδιασμένα τα όπλα των ανταρτών. Και σε μια ξύλινη κοντάδα* που κρεμόταν από τα δοκάρια είχαν απλώσει διπλωμένες πατανίες και κιλίμια για φύλαγμα μα και για στολισμό, όπως γινόταν στα παλιά κρητικά σπίτια. Ορμά η μοδίστρα και κατεβάζει από κει δυο πατανίες. Απλώνει τη μια πάνω στα όπλα και λέει στην κερά Μαρία:
– Θέσε κειε… Πλαγιάζει εκείνη και τη σκεπάζει με την άλλη πατανία. Ύστερα βγάζει από την τσέπη της προστοποδιάς της το μαντηλάκι της, το βρέχει με λίγο νερό και το απλώνει στο μέτωπό της.
– Είσαι αρρωσταρά… της κάνει επιτακτικά- και… αποθαίνεις…
Μέχρι να ακούσουνε τα δυο ανήλικα παιδιά της πως η μάνα τους είναι του … θανατά, το πιστέψανε κι αρχίνησαν άγριο μουγγαλιτό:
– Μάνα μας. Μανούλα μας. Μη ποθάνεις καλή μας μάνα…
Κι έτσι με τις φωνές τους συμπληρώθηκε η σωστή σκηνοθεσία… Μπαίνουν κείνη την ώρα οι Γερμανοί. Γνώριμο τους ήταν το σπίτι που αναγκαστικά κάθε τόσο τους φιλοξενούσε.
– Άφκα, πατάτες, μούγκρισαν κρατώντας στα χέρια τα πολυβόλα.
Τα παιδιά βόγγησαν πιο πολύ στη θέα τους. Τα έπνιγε ο σπαραγμός και το δάκρυ στο φόβο του χαμού της μάνας…
– Τι πίκουλα; ρωτούν οι Γερμανοί τη μοδίστρα που φρόντιζε πάντα να βρέχει επιδειχτικά το μαντηλάκι και να το τοποθετεί στο μέτωπο της «αρρωσταράς».
– Τι πίκουλα; ξαναρωτούν. Δηλαδή τι έχουν τα μικρά και σκούζουν.
– Μάμα μαλάτο, λέει διπλωματικά εκείνη. Άρρωστη είναι η μάνα τους.
– Μαλάτο; Τι μαλάτο; Ξανακάνουν.
– Να, Μαλάτο, τύφο, λέει η μοδίστρα, που είχε ακουστά πως την αρρώστια αυτή την τρέμανε οι Γερμανοί όπως ο διάολος το λιβάνι.
– Τύύύφο, κάνουν εκείνοι έντρομοι κι όπου φύγει φύγει όχι μόνο από το σπίτι μα κι από το χωριό…
Βγήκαν από τα πιθάρια οι αντάρτες ταλαιπωρημένοι από την έλλειψη του αέρα αλλά σωσμένοι. Παίζει ένα καμπανό* κι η αρρωσταρά με τον… τύφο και κατεβαίνει εφτάγερη. Μερώνουν και τα… πίκουλα από την απελπισία τους. Βάζει κι η μοδίστρα τα κάρβουνα στο σίδερο και κάνει να φύγει, μα όπως σήκωσε τα μάτια της βλέπει μπροστά της τον Καπετάν Στελιανό. Της χαμογελούσε καλωσυνάτα με θαυμασμό κάτω από τις δασιές μουστάκες του.
– Μοδίστρα είσαι λεβεντιά. Με ετσά λογιώ αθρώπους που έχει η Κρήτη μας, οι Γερμανοί δε δα πολυκαιρίσουν στον τόπο μας.
– Ο Θεός σ’ έφερε ετούτηνέ την ώρα, κάνει κι η κερά Μαρία κουνώντας με σημασία το κεφάλι…
– Μα να σε ρωτήσω μπρε μοδίστρα μια και σ’ είδα, είντα γίνεται; Ήραψες το ποκάμισο το… σκολινό μου;
– Καπετάνιο μου, του λέει εκείνη. Ενήμενά * ντο να μ’ ανερωτήξεις. Μα συμπάθα με που δεν το γοργόραψα, όμως άμα ξαναρθήτε με το καλό δα τό ‘χω έτοιμο να σου το παραδώσω. Κι αφού το θες και … σκολινό, πρέπει να το ψιμιδέψω* και να το ράψω με την υπομονή μου, κάνει καλόκαρδα κι εκείνη.
– Καλά μοδίστρα. Ράψε το όποτε θες. Μα τσι δυο κηλίδες να μου τσι φυλάξεις.
– Εντάξει Καπετάνιο, νά ‘σαι ήσυχος.
Φύγανε αθόρυβα οι αντάρτες και μείνανε πάλι οι κάτοικοι που ψύχραιμα ξέρανε τί ‘πρεπε να διάχνουν την κάθε δύσκολη στιγμή.
Σε λίγες μέρες πάλι, να τους Γερμανούς στο χωριό. Ήταν διαταγή του Γενικού Φρουραρχείου της περιοχής να κάνουν οι στρατιώτες άσκηση σκοποβολής σε κατωκημένο χώρο. Και σαν πιο κατάλληλο διαλέξανε το χωριό Τουρλωτή, που όπως ήταν κτισμένο πάνω στο ύψωμα, η θέση του επέτρεπε την άνεση της μάχης, αφού σε μεγάλη ακτίνα ολόγυρα από το ύψωμα αυτό δεν υπήρχε εμπόδιο για σφαίρες. Οι κάτοικοι με διαταγή κλείστηκαν στα σπίτια τους στις πιο σίγουρες γωνιές τους, για να μη δεχτούν καμιά αδέσποτη.
Μπαμ, μπουμ. Μπαμ, μπαμ ακούγονταν οι κρότοι επί ώρες, ολόκληρο πρωινό. Ένα μικρό της κουμπάρας που συγκατοικούσε η οικογένειά τους με την οικογένεια της μοδίστρας κι επικοινωνούσαν με μια μεσόπορτα, ήθελε ν’ ανοίξει την πόρτα για να δει τον… πόλεμο. Τα γουρουνάκια του χωριού τρομοκρατημένα ξέφευγαν από τους στάβλους μέσα στο μπαλοτοκόπι και τριγύριζαν σαν τρελά στους δρόμους του χωριού γρυλλίζοντας. Μερικά μάλιστα από αυτά γίνανε οι αθώοι … πεσόντες της μάχης, για να γίνουν στη συνέχεια μεζεκλίκια των ασκούμενων καταχτητών. Μα και πολλές γαλοπούλες την ίδια τύχη είχαν κι ας κροτάλιζαν σαστισμένες τα ράμφη τους κάτω από την κρεμαστή προβοσκίδα τους. Τα κουνέλια λούφαξαν στις μίνες τους και τα πουλερικά κακάριζαν σαν τρελά, στριμωγμένα στις γωνιές και στα κοτέτσια. Πανδαιμόνιο στο χώρο και μόνο η ανθρώπινη ανάσα του άμαχου πληθυσμού προβληματισμένη σιωπούσε, μέσα στην αντάρα που είχε πλακώσει το ήρεμο χωριό.
Κάποτε η άσκηση μάχης κόπασε. Κι οι Γερμανοί προτού φύγουν σκέφτηκαν να πάρουν εκτός από τους «πεσόντες» -γουρουνάκια και γάλους- και ό,τι άλλο τους έμπαινε στο μάτι από τα φαγώσιμα του χωριού.
Στο σπίτι της μοδίστρας άνοιξαν οι κλεισμένοι την πόρτα και το μικρό παραθυράκι μα δεν τολμούσανε ακόμη να ξεμυτίσουν. Βούιζαν ακόμη τ’ αυτιά τους από τον προηγούμενο σαματά.
Ξάφνου βλέπουν στο παραθυράκι να σκιάζει το φως η μορφή ενός αναψοκοκκινισμένου Γερμαναρά. Είχε χώσει το μισό κορμί του μέσα στο σπιτάκι και κοίταζε ερευνητικά με το βλέμμα ολόγυρα το μικρό χώρο. Το μάτι του πήρε δυο φλάσκες-μπουκάλες- που ήσαν τοποθετημένες στο ράφι του τζακιού. Η μια είχε το λάδι που μαγειρεύαμε κι η άλλη ρακή για εντριβές και γιατρικουλέματα. Ήταν σα να πούμε το «φαρμακείο» της οικογένειας. Εμείς τα μικρά στη θέα του Γερμαναρά που φαινόταν σα δράκοντας στα μάτια μας, ενστικτώδικα με φόβο αγκαλιάσαμε τα γόνατα της μάνας μας, ενώ εκείνη είχε πάρει και κρατούσε σφικτά στην αγκαλιά της το μικρό μας αδερφάκι, που έμπηξε τις φωνές μπροστά στην άγρια μορφή του. Εκείνος σύρθηκε από το παράθυρο μα για λίγο, όσο να κάμει το γύρο του σπιτιού και να προβάλει πιο θεόρατος από την απέναντι πόρτα. Παγώσαμε πιο πολύ στη νέα εμφάνιση κι εκείνος γέλασε χοντρά κι αδέξια, διασκεδάζοντας με τον παιδιάστικο φόβο μας. Είχε ανασηκωμένα τα μανίκια, ανοικτό το γιακά και τα ξανθά ολόισια μαλλιά του ήταν όρθια σαν καρφιά του σκαντζόχοιρου. Ακουμπούσε τις γροθιές του στη μέση του ανέμελα και τα κόκκινα μάτια του γούρλωναν παράξενα κι ερευνητικά. Κοίταζε σα χαζός και μοσκογελούσε. Η μάνα μας τότε φοβήθηκε, γιατί έβαλε στο νου της μη κάμει καμιά έρευνα και βρει το αλεξίπτωτο το γερμανικό του Καπετάν Στελιανού. Αλίμονο τότε… Κι είχε και τις δυο κηλίδες το αίμα απάνω του…
«Άχι μωρέ Καπετάνιο και τι τό’θελες το …σκολινό ποκάμισο… Αν το βρει τούτο το γουρουνίσιο αγρίμι, θα κάμει σε μας πεσκέσι και τα καθημερινά μας και τα σκολιάτικά μας… Η θεία Ελένη πού είχε ‘ρθει από τη Χώρα να μας δει και να δουλέψει και κείνη λίγο έριξε μια καθησυχαστική ματιά της μάνας μου και κάθισε μετά δήθεν ανέμελα πάνω στο μικρό μπαουλάκι που είχε καταχωνιάσει η μάνα μας το ματωμένο αλεξίπτωτο. Πήρα μετά στα πόδια της το μικρό της κουμπάρας και του χάιδευε στοργικά τα μαλλιά σα να μη συνέβαινε τίποτε.
Μα όπως φάνηκε στη συνέχεια, το Γερμαναρά δεν τον ενδιέφερε καθόλου το μπαουλάκι, ούτε το περιεχόμενό του. Το κόκκινο πρόσωπό του, τα γουρλωμένα μάτια του και η χοντρή σαν παντζάρι μύτη του μαρτυρούσαν ότι ήταν πότης κι ότι ήθελε να πιει… Κατεβάζει λοιπόν τη μια μπουκάλα του λαδιού, τη μυρίζεται, κάνει ένα μορφασμό αδιαφορίας και την παραπετά σε μια άκρη. Κατεβάζει μετά τη δεύτερη μπουκάλα με τη ρακή. Την ανοίγει, πίνει μερικές γουλιές και πλαταγίζει μετά τη γλώσσα του απόλυτα ικανοποιημένος… Ξαναστουμπώνει την μπουκάλα, την παίρνει παραμάσκαλα κι ετοιμάζεται να μισέψει…
Μα η ευλογημένη η μάνα μου αντί να κάμει το σταυρό της που φτηνά θα γλυτώναμε από την παρουσία του, τόλμησε να του πει παρακαλεστικά βλέποντας να χάνει το πολύτιμο … φαρμακείο της:
– Μη! Να χαρείς, μη την παίρνεις…
Ο Γερμαναράς εξοργίστηκε. Στράφηκε, την κοίταξε αγριεμένα και της κάνει:
– Ίγγλις, μπουμ, μπουμ, καπούτ, μάμα, μπάμπα… Εσύ φλάσκα ι, ι, ι, ι,. Κι έβαζε τις γροθιές στα μάτια του κοροϊδεύοντας τη μάνα μου που ήταν έτοιμη να κλάψει για τη μπουκάλα, ενώ εκείνου όπως είπε οι Εγγλέζοι σκότωσαν σε βομβαρδισμούς τον πατέρα του και τη μάνα του…
Και δίχως άλλη κουβέντα ανασηκώνει με δύναμη τη φλάσκα και της δίνει μια γερή στο πάτωμα που γίνηκε χίλιες χιλιάδες κομμάτια, σκορπίζοντας στο χώρο την αρωματική οινοπνευματώδικη οσμή της… Έφυγε μουρμουρίζοντας και χειρονομώντας ακαταλαβίστικα με χαλικουτίσματα που ποιος ξέρει τι να έλεγε μ’αυτά. Εύκολα όμως εννοεί κανείς…
– Σκολάτι σου Παναγιά μου, κάνει σταυροκοπούμενη η μάνα μας. Φτηνά τη γλιτώσαμε.
Μετά κι από τούτο το περιστατικό δεν ήθελε να καθυστερήσει άλλο το ράψιμο του ποκάμισου του Καπετάν Στελιανού. Ήθελε να διώξει από το σπίτι το αλεξίπτωτο και τις ματωμένες κηλίδες του.
– Να γραντίσω [= βρίσκω μπελά] θέλω κιαμιά κοπανιά [=φορά] και νά ‘ναι τούτανά η γι’ αφορμή, μονολογούσε άμα κυρίευαν το νου της αυτές οι σκέψεις…
Τ’ άλλο πρωινό κιόλας άνοιξε το μικρό σεντούκι κι έβγαλε το καταχωνιασμένο στο σακούλι μέσα αλεξίπτωτο. Το άπλωσε με τη βοήθεια της αδερφής της και το έκαμε δυο άνισα κομμάτια: Ένα για να ράψει το ποκάμισο και τ’ άλλο το μεγάλο με τις κηλίδες το αίμα, θα το κρατούσε για θυμητάρι ο Καπετάν Στυλιανός, όπως της είχε πει. Για τον εαυτό της δεν ήθελε τέτοια ενθύμια… Καλύτερα να της έλειπε κι ας το είχε από την αρχή ζητήσει η ίδια. Όχι πως φοβόταν κανένα ούτε δείλιαζε για σκέψεις και παρατηρήματα… Τίποτε απ’ αυτά. Μα να! Γιατί την πλήγωνε βαθιά στην ψυχή το πώς και γιατί χύνεται αίμα ανθρώπινο άδικα! Αίμα νεανικό!…
Ράφτηκε το λοιπόν το ποκάμισο επιτέλους. Ξανάρθε και η ομάδα των ανταρτών με τον αρχηγό τους στο χωριό. Τυλιγμένη του πήγε την «παραγγελιά» στην κερά Μαρία.
– Πάρε Καπετάνιο το «σκολινό» σου ποκάμισο κι όσο ρούχο απόμεινε.
– Όχι όλο το απομεινάρι. Κράτηξε είπαμε και συ ένα κομμάτι για θυμητάρι δικό σου.
– Σε σένα ανήκει Καπετάνιο. Εσύ το πλήρωσες με το δικό σου αίμα. Δεν ταιριάζει να το κρατήξω εγώ…
Το διπλωμένο ποκάμισο ούτε που το κοίταξε ο Καπετάνιος. Άνοιξε μόνο με σοβαρότητα και στοχασμό το ματωμένο κομμάτι:
– Εσύ είντα λες κερά μοδίστρα; Καλά κάμαμε που το κόψαμε το αλεξίπτωτο;
– Όχι Καπετάνιο μια και με ρωτάς. Ολόκληρο έπρεπε να το κρατήσεις. Ακέραιο! Όπως το πήρες απ’ τη γενναία εκείνη Μάχη του τόπου μας.
– Γιάντα; τη ρωτά εξεταστικά. Πώς το παίρνεις του λόγου σου;
– Να για να φαίνεται πώς ήτανε ολόκληρη η ομπρέλα που κατέβαζε στον τόπο μας το θανατικό και τη συμφορά του… Μα…
– Είντα μα… Πε μου είντα άλλο βάνει ο νους σου… Γιατί κατιτίς θωρώ και σε βασανίζει…
– Μα και για να φαίνονται καταμεσής οι δυο κηλίδες το αίμα… Γερμανικό κι Ελληνικό! Δυο κηλίδες ολόιδιες. Μα πε μου να χαρείς Καπετάνιε. Ξεχωρίζεις εσύ άμα δεν κατέχεις ποιανού ήτανε η μια κηλίδα και ποιανού η άλλη;τον ρωτά με βαρύ αναστεναγμό η μοδίστρα.
– Όχι βέβαια δε θα μπορούσα να τις ξεχωρίσω. Μα πες μου όμως γιάντα βαραναστέναξες;
– Σα και με ρωτάς δα σου το πω Καπετάνιε και να με συμπαθάς. Μ’ όλο το σεβασμό μου σε σένα και σ’ όσους πολεμούνε και χύνουνε το αίμα τους για την Κρήτη μας και την Ελλάδα μας- το χρέος σας κάνετε- άφησέ με να του πω μια σκέψη που στριφογυρίζει στο νου μου, αφ’ όντας πήρα στα χέρια μου το ματωμένο αλεξίπτωτο…
– Πε την κερά μοδίστρα. Πε τηνε τη σκέψη σου και δεν υπάρχει λόγος να διστάζεις…
– Να Καπετάνιο. Θέλω να πω πως τούτηνέ την ώρα σου μιλώ σα μάνα πού’μια. Βέβαια το χρέος μου το αιστάνομαι. Κι η τιμή της Πατρίδας πρώτα απ’όλα… Μα λέω πως: Μανάδες της Κρήτης γεννήσαμε εσάς τους Κρητικούς. Αλλά μανάδες γεννήσανε κι αυτούς που ήρθανε από τον ουρανό με τσ’ ομπρέλες τους να μας σκλαβώσουν… Ίδιο κι όμοιο το αίμα τους πάνω στο άσπρο ρούχο, πάνω στης γης το χώμα… Όμως γιατί να χύνεται άδικα; Εγώ κι όλες οι μανάδες της Γης –πιστεύω- θα θέλαμε τούτες οι κηλίδες των αντιπάλων να μην υπάρχουν… Σε καμιά γη… σε κανένα αλεξίπτωτο… Τούτο το αίμα και μάλιστα της νιότης να μη χύνεται άδικα. Μα να κυλά στις φλέβες των παιδιών μας σαν αίμα λαών αδελφωμένων…
«Κρήσσα» (Ειρήνη Ταχατάκη)
Γλωσσάριο (το οποίο συνοδεύει την έκδοση της Νομαρχίας Χανίων τίτλο «Αφιέρωμα στη μάχη και την αντίσταση της Κρήτης (1941-45)», Χανιά 1992). Αναφέρεται στις λέξεις που σημειώνονται με αστερίσκο με τη σειρά που συναντώνται στο κείμενο.
καταδιά: εισόδημα, πόροι ζωής
λαλούσαν: οδηγούσαν. Λαλώ το ζώο: το κατευθύνω στο δρόμο του
στρίποδα: ξύλινα στηρίγματα που στερέωναν πάνω τους σανίδες για κρεβάτι
παραφατόρισσα: γυναίκα βοηθός σε σπιτικές δουλειές.
ανεχουμίζω: κάνω άνω κάτω τον τόπο.
πόρτεγο: μεγάλο δωμάτιο, χώρος υποδοχής κλπ σε παλιό κρητικό σπίτι.
καματερές: καθημερινές μέρες. Το αντίθετο: σκόλες ή σκολάδες
έντο επαέ: κοίταξέ το εδώ
το κολάι: η φροντίδα για κάτι που χρειάζεται
αρμαθιάζω: μαζεύω κάποια πράγματα, κάνω αρμαθιά, δεμάτι
μια γκοπανιά: κάποια στιγμή
ο καφάς: ο αυχένας
ήπηρε τσι τράτους: πήρε τις τελευταίες αναπνοές
δεν διασφάλιζαν: δεν φανερώνονταν
κονέψανε: φιλοξενήθηκαν, σταμάτησαν να ξεκουραστούν, να διανυκτερεύσουν
το ντελικανιδάκι: νεαρός, έφηβος
σαντούκιασμα: μάζεμα τροφών, ή άλλων χρήσιμων ειδών.
κεντίζω: καίω, λαμπαδιάζω.
μπουμπουρισμένα: γυρισμένα με το άνοιγμα προς τα κάτω.
χωστείτε: κρυφτείτε
να μη κρουφτούνε: να μην πάθουνε ασφυξία
κοντάδα: οριζόντιο ξύλο που επάνω κρεμούν διάφορα πράγματα, ρούχα.
παίζει ένα καμπανό: κάνει ένα πήδημα.
ανήμενα: περίμενα (αναμένω ή ανημένω)
να το ψιμιδέψω: να το φροντίσω με επιτηδειότητα
Πηγή: sarantakos.wordpress.com