«Αφού σου λέω ρε φίλε, ο άνθρωπος είναι βλαμμένος. Μου πιάνει την καρέκλα με τις ώρες και τη βγάζει με έναν καφέ. Πώς θα σταθεί το μαγαζί, μού λες; Έτσι κάνει κάθε μέρα, έρχεται μόνος του και παραγγέλνει καφέ. Τι παραγγέλνει δηλαδή, ούτε παραγγελία δε χρειάζεται να κάνει. Έναν τούρκικο σκέτο πίνει. Το ξέρω και του τον φέρνω. Ένα τεταρτάκι πίνει τον καφέ και μετά πιλατεύει το νερό με τις ώρες. Ευτυχώς που άμα πιει το πρώτο ποτήρι, δε μου ζητάει να του το γεμίσω. Σηκώνεται μόνος του και το γεμίζει από τη βρύση της Δημαρχίας. Τότε μόνο αφήνει τα χαρτιά του. Για λίγο βέβαια, γιατί μετά πιάνει πάλι και τα μουτζουρώνει. Ήθελα να ‘ξερα τι ντύνεται και στολίζεται να μου ‘ρθει στο καφενείο, αφού σπάνια μιλά σε άνθρωπο. Δεν καθόταν σπίτι του; Τι στολίζεται δηλαδή που κάθε μέρα τα ίδια φοράει. Νέο δεν τον λες, αλλά δεν τον πήραν και τα χρόνια. Σαραντάρη τον κόβω. Αντί να κυνηγά τις κότες τις πλουμιστές που τριγυρνάνε στο Κολωνάκι, τούτος εδώ γράφει και σβήνει μοναχός του. Παράξενος μέχρι εκεί που δεν πάει. Πού και πού σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει κάπου πέρα, στο πουθενά. Ένας Θεός ξέρει τι συλλογάται. Μετά ξανασκύφτει και γράφει. Θα μου πεις τι σε πειράζει; Δε πα’ να γράφει; Ε, άμα σταματάει να γράφει γίνεται χειρότερος. Όταν ο ήλιος σηκωθεί και του χτυπήσει λίγο το πρόσωπο, γέρνει λίγο το κεφάλι και λαγοκοιμάται. Κι εκεί που νομίζεις πως τον επήρε ο ύπνος πιάνει να ψέλνει. Όχι δυνατά, έτσι, σαν δυνατή μουρμούρα. Αλλά οι άνθρωποι σκιάζονται, σου λένε τι γίνεται εδώ; Πού να κάτσει μετά στο καφενείο μου ο καλός ο κόσμος; Οι κυρίες αλαφιάζονται, σου λένε πού είμαστε, στη Δεξαμενή ή στη Μονή Πεντέλης; Μόνο άμα τον καλημερίσει κανένας άνθρωπος σηκώνει την κεφάλα του και τον αντιχαιρετάει. Γιατί, όχι, ψέματα μη σου πω, τον γνωρίζουνε και σοβαροί ανθρώποι. Τώρα τι του βρίσκουνε, τι τους λέει, τι του λένε, ιδέα δεν έχω. Αλλά για το χατίρι τους δεν τον πετάω έξω από το καφενείο να πιάσει αλλού καρέκλα.
«Είναι ο κύριος Αλέξανδρος, ο δημοσιογράφος», μου λένε. Βρε δε πα’ να ‘ναι κι ο Μέγας Αλέξανδρος, ο στρατηλάτης; Εγώ στο μαγαζί τέτοιους τύπους δεν τους θέλω. Μου χαλάνε τη μόστρα. Κι έπειτα τι δημοσιογράφος και κουραφέξαλα; Έτσι είναι οι δημοσιογράφοι; Αυτουνού βρωμάνε τα χνότα του από την πείνα. Εγώ πάλι είμαι σίγουρος ότι γράφει σαχλαμάρες. Τις προάλλες, όταν σηκώθηκε να γεμίσει το ποτήρι του, πήγα έτσι από περιέργεια και έριξα μια ματιά στο χαρτί που έγραφε. Πρόλαβα και διάβασα μόνο τα πάνω, τα μεγάλα, τα άλλα έτσι κι αλλιώς δεν τα έβγαζα. Ξέρεις τι είχε γράψει; Γουτού Γουπατού. Αυτό που σου λέω: Γουτού Γουπατού. Βγάζει αυτό νόημα; Είναι σοβαρός άνθρωπος αυτός να κάθεται στη Δεξαμενή; Βρε άντε!».
Σημείωση: Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε την 4η Μαρτίου του 1851. Πράγματι σύχναζε στο καφενείο της Δεξαμενής όπου τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας. Η απαξιωτική στάση του καφετζή και όλα τα υπόλοιπα είναι βέβαια μυθοπλασία.
Πηγή: pancreta.gr