φωτο: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Το φετινό Πάσχα το ιστολόγιο δεν τήρησε τις παραδόσεις -δεν βάλαμε κανένα λεξιλογικό/φρασεολογικό άρθρο σχετικό με την περίσταση. Όμως θα σας αποζημιώσω με ένα σπάνιο διήγημα, που το ανακάλυψε πριν από μερικά χρόνια ο φίλος μας ο Πέπε σε ένα παλιό σεντούκι, στο σπίτι που νοίκιαζε στην Κρήτη.
Επειδή είναι γραμμένο μεν σε καθαρεύουσα αλλά και περιέχει στους διαλόγους πολλές ιδιωματικές λέξεις, στο τέλος υπάρχει γλωσσάρι, πάλι με φροντίδα του Πέπε, ο οποίος επίσης συμπλήρωσε ορισμένα σημεία όπου το χειρόγραφο ήταν φθαρμένο από την πολυκαιρία και την υγρασία.
Για τον συγγραφέα ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Εικάζεται ότι πρόκειται για ψευδώνυμο φανατικού λάτρη του Παπαδιαμάντη, φυσικά Κρητικού. Ίσως με τα σχόλιά σας βοηθήσετε να μάθουμε περισσότερα.
Ἀλεξαντρὴς Παπαδοδιαμαντάκης
ΤΟ ΣΠΡΕΣΟΜΠΡΙΚΟ
—Ὀφέτος, γρά, παράδες τὸ χάρισμα, μὰ καλά ντως εἶναι. Κι ὅσο γιὰ τσὶ καφέδες, νὰ πίνομε θέλει φραπέδες ἀποὺ τσί ‘χαμε και στὸ χωριό μας.
—Ἐδὰ* στὰ γεροντάματα, μάθε γέρο γράμματα, ἔσειε θυμοσόφως τὴν κεφαλὴν ἡ θειὰ τὸ Ἀριανθώ.
Ἀπὸ ἑνὸς καὶ πλέον ἐνιαυτοῦ, ἀφοῦ δῆλα δὴ εἶχεν ἐνσκήψει ἡ διαβόητος πανδημία τοῦ ἔτους 202…, ἡ μαστίζουσα ὄχι μόνον τὴν Χώραν καὶ τὴν νῆσον ἅπασαν ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν ἐπάνω Ἑλλάδα καὶ —καθὼς ἔλεγαν— σύμπασαν ἐν γένει τὴν ὑφήλιον, καὶ ἐκλείσθησαν ὅλοι προληπτικῶς εἰς τὰς οἰκίας των, καὶ ἠρημώθησαν οἱ στράτες, καὶ ἀγριόχοιροι καὶ ἔλαφοι καὶ δελφῖνες καὶ παντοῖα ἄλλα θηρία ἐσεργάνιζαν ἀνενόχλητα εἰς τῆς πόλεως τὸ κέντρον, καὶ ἐκατέβασαν οἱ καταστηματάρχαι τὰ κεπέγκια, καὶ μόναι αἱ ἐκκλησίαι παρέμενον ἀσφαλεῖς καὶ ἀπυρόβλητοι, ἀλλὰ καὶ πιὸ στερνά, ἀνειμένων ἤδη ὁπωσοῦν τῶν μέτρων, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ τέηκ ἀγοαίη καὶ τοῦ κλὶκ ἰνσάιδ, οὐδεμίαν εἶχεν ἐπιχειρήσει ἐμπορικὴν συναλλαγὴν ὁ μπάρμπα Νικολῆς, εἰ μὴ μόνον ἅπαξ τὴν ἀγορὰν καινούργιου λουρακίου διὰ τὸ ῥωλόγι του τῆς χειρός, ἀπορρακωθέντος ἤδη πρὸ καιροῦ τοῦ παλαιοῦ καὶ εἰς κλωστὰς καταστάντος. Τὸ ποσὸν ἦτο εὐκαταφρόνητον, δέκα εὐρουλάκια ἐν ὅλῳ ἢ δεκαπέντε, ὅσα καὶ τὰ τετραγωνικὰ τοῦ συνοικιακοῦ καταστήματος ὅπου τὸ ἐψώνισεν· καὶ πάλιν ὁ ἔμπορος ἀρχικῶς ἠξίου νὰ τοῦ δείξῃ ὁ γέρων μουστερὴς τὸν ἐσεμέν, ἤ, ἐλλείψει τοιούτου, νὰ τὸν ἀποστείλει παραχρῆμα· ἀλλ’ εἰς τὴν ἐπιμονὴν τοῦ γέροντος, καὶ ἀφοῦ, περιστρέψας τὸ βλέμμα πρῶτον εἰς τὴν πλατεῖαν τὴν σφύζουσαν ἀπὸ μασκοφόρους, ὕστερον εἰς τὸ σκοτεινὸν καὶ φτωχικὸν καὶ ἔρημον ἐσωτερικὸν τοῦ μαγαζιοῦ του, ἐννόησεν ἀφ’ ἑαυτοῦ τὸ μάταιον καὶ τὸ γελοῖον τοῦ πράγματος, ἔστερξεν ἐπὶ τέλους νὰ δεχθῇ τὸν ἀνεσέμεστον μουστερήν, ὑποτονθορίζων «ἡ γι-ἐμισή ντροπὴ δικιά σου κι ἡ γι-ἐμισὴ δικιά μου».
Ἀλλ’ εἶχε φθάσει ὁ καιρὸς νἀ μυηθῇ πλέον ἑκὼν ἄκων ὁ ἀφιλεσέμεστος μπάρμπα Νικολῆς εἰς τὰς καινοφανεῖς μεθόδους τῶν ἐσεμεστῶν ἀγορῶν. Ἐπλησίαζαν τὰ Λαμπρόσκολα, καὶ ἤδη ἀπό τινων ἑβδομάδων ἐμελέτα εἰς τὸν νοῦ του τίνι τρόπῳ θὰ κατώρθωνε νὰ πάρῃ τὰ ὀφειλόμενα πασκαλινὰ χαρίσματα εἰς τὰ δύο φιλιοτσάκια του. Ἐπὶ μακρὰν σειρὰν ἐτῶν, πιστὸς εἴς τι ἔθιμον τὸ ὁποῖον ἄδηλον ἦτο ἂν ὄντως ὑφίστατο παλαιόθεν ἢ τὸ ἐφαντάσθη ἀπατός του, συνώδευε καὶ τὶς δύο λαμπριάτικες λαμπάδες στερεοτύπως μὲ ζεῦγος ὑποδημάτων, φροντίζων ἄλλοτε ἐγκαίρως καὶ ἄλλοτε παρακαίρως νὰ πληροφορηθῇ παρὰ τῶν δύο συντέκνων εἰς ποῖον ἑκάστοτε νούμερον εἶχον αἰσίως ἀνέλθει τῶν βαπτιστηριῶν του τὰ ποδάρια. Μόνον τὰ τελευταῖα χρόνια εἶχεν ἀρχίσει νὰ βάζῃ ὀλίγον νερὸ ‘ς τὸ κρασί του, ἀντικαθιστῶν τὰ ὑποδήματα ἄλλοτε μὲ ροῦχα, ἐνίοτε δὲ μὲ βιβλία, μηδέποτε τολμήσας νὰ ἀνοιχθῇ εἰς τολμηροτέρας ἐπιλογάς.
Ἡ ἐνιαύσιος λαπριάτικη λαμπάδα, μαζῆ μὲ τὰ στιβάνια ἢ τὸ ὅποιο ἄλλο χάρισμα, ὀλίγου ἔδει νὰ καταντήσῃ μοναδικὸν σημεῖον ἐπαφῆς του μὲ τὰ δύο φιλιοτσάκια. Τὸ κορίτσι, τὸ Γιασεμώ, γέννημα θρέμμα τῆς Ἀμερικῆς, ἐνῷ παλαιότερον δὲν παρέλειπε νὰ τὸν ἐπισκέπτηται οἰκογενειακῶς ἅπαξ τῆς διετίας, δι’ ὀλίγας ἑβδομάδας καθ’ ἃς ἀμφότερα τὰ μέρη προσεπάθουν ὅπως ὅπως ν’ ἀποκαταστήσουν ποιάν τινα γνωριμίαν, ἀπὸ τριῶν ἢ τεσσάρων ἐτῶν πλέον ἠμποδίζετο καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ τακτικὸν προσκύνημα εἰς τὰ παππογονικά της ἐδάφη, ἄλλοτε ὑπὸ ἄλλων λόγων καὶ ἐσχάτως καὶ ὑπὸ τῆς πανδήμου μάστιγος. Μὲ τὸ ἀγόρι, τὸν Μανολιό, τὸ πρᾶγμα ἀρχικῶς ἐπήγαινε καλύτερα, ἐδυσκόλευσεν ὅμως μὲ τὸν ξενιτεμὸν τοὺ μπάρμπα Νικολῆ, μετοικήσαντος εἰς τὸ νησὶ ὑπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἐρωτικοῦ μετανάστου, καθ’ ὃν χρόνον καὶ αἱ πεισμονέστεραι προξενήτριαι εἶχον ἐγκαταλείψει πᾶσαν ἐλπίδα ἀποκαταστάσεώς του. Καὶ τὴν μὲν τῶν προξενητριῶν ἀπελπισίαν διέψευσε πανηγυρικῶς, ἀφοῦ ἡ θειὰ τὸ Ἀριανθώ ἐχάρισεν αὐτῷ ὄχι μίαν ἢ σκιὰς* δύο ἀλλὰ τρεῖς ἐν ὅλῳ θυγατέρας, γηγενεῖς τοὺ τόπου ἔνθ’ αὐτὸς ἦτο ξενομπάτης, ἀλλὰ καὶ ὁ Μανολιὸς βεβαίως ἐν τῷ μεταξὺ ἐμεγάλωνε καὶ αὐτός, καὶ δύσκολον ἦτο νὰ διατηρῆται ἡ μετὰ τοῦ νονοῦ πνευματικὴ σχέσις.
Συνέβη δέ, κατ’ ἐκείνας ἀκριβῶς τὰς ἡμέρας ὅπου ἐμελέτα ὁ μπάρμπα Νικολῆς τὰς περὶ τὸ λαμπριάτικο χάρισμα δυσκολίας, νὰ ἐκμετρήσῃ τὸ ζῆν ἓν τῶν πολυτιμοτέρων σκευῶν τῆς οἰκίας του, τὸ ἰμβρίκιον τοῦ ἐσπρέσου. Οὐδεὶς βεβαίως θὰ ἐτόλμα νὰ ἰσχυρισθῇ ὅτι ἡ ζημία ἦλθεν ἀπροειδοποίητος. Ἐπὶ μῆνας ἤδη τὸ δύσμοιρον σκεῦος, βαρυνθὲν καὶ καταπεπονημένον ἀπὸ τὰς πολυετεῖς καθημερινὰς ὑπηρεσίας ἃς ἀγογγύστως παρεῖχεν εἰς τὴν οἰκογένειαν καὶ πρῶτον βέβαια εὶς τὸν μπάρμπα Νικολῆ, εἶχεν ἀρχίσει πρῶτον νὰ μὴ συνεργάζηται μετὰ τοῦ γκαζακίου παρ’ ἐπιλεκτικῶς μόνον μετὰ τοῦ ‘μματιοῦ τῆς ἠλεκτρικῆς ἑστίας, εἶτα καὶ εἰς αὐτὴν νὰ κάμνῃ νάζια, φθᾶσαν τέλος νὰ μὴ ψήνῃ πλέον ἢ ἕνα καφὲν ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἢ τέσσαρας ποὺ τῷ ἀνετίθεντο.
—Μωρὴ γρά, πάλι τὸ ρούφηξε τὸ νερὸ κειόνε τ’ ἀφορεσμένο καὶ μούδε καφὲ ἤψησε μούδε πρᾶμα.
—Ντὰ* δὲ θωρεῖς ἀποὺ τά ‘φαε τὰ ψωμιά ντου, μόνο τὸ ξανοίγεις* κάθα μέρα τάξε* πὼς θαλὰ σάσει ἀμοναχό ντου; Ἐγέρασε, κακομοίτση μου, ὡσὰν ἀποὺ ἐγέρασες κι ἐλόγου σου. Πόρισε* νὰ πάῃς ἴσαμε τοῦ Ρομπογιαννάκη νὰ πουσουνίσεις* ἕνα σπρεσόμπρικο τσ’ ἀθρωπιᾶς.
—Νὰ πάω θέλει, ταχυτέρου* τὸ δίχως ἄλλο γή* μεθαύριο.
—Ἤντά ‘ναι μωρὲ τανὲ* ἀποὺ βαταλαλεῖς* ἐκειά, αὔριο καὶ μεθαύριο; Ἰδια δὰ* νὰ πάῃς. Ταχυτέρου θαλὰ σορημάξει.*
—Μὰ νὰ πάω θέλει, εἶπα σου. Ὤφου!
—Ὡσὰν τὸ ντελόγο* δὲν ἔχει, γέρο, καὶ κατέχεις το.
Καὶ ἐξημέρωσεν ἡ ἡμέρα καθ’ ἣν τὸ σπρεσόμπρικο ἀντέστη σθεναρῶς καὶ εἰς τὴν πρώτην, καὶ εἰς τὴν δευτέραν, καὶ εὶς ὅλας τὰς ἀκολουθησάσας προσπαθείας παρασκευῆς καφέ, μηδ’ ὑπὸ τῶν ἀναθεματισμῶν τοῦ γέροντος καμφθὲν μηδ’ ὑπὸ τῶν καλοπιασμάτων τῆς νεωτέρας ὁπωσοῦν συμβίας του, καθιστῶν διαρρήδην σαφῆ εἰς πάντα ἐνδιαφερόμενον τὸν ἀμετάκλητον αὐτοῦ καὶ τελεσίδικον θάνατον.
—Κι ἐδὰ γέρο, ποιός θαλὰ πάῃ στὸ ντουκιάνι* νὰ πουσουνίσει καφέδες τεκαγουέικους; Ἐγώ ‘χω τὸ κοπέλι στὸ βυζί.
—Νὰ πάω θέλει.
—Τὴν εὐκή μου νά ‘χεις ἀποὺ τό ‘πες, μὰ θωρεῖς το κι ἀμοναχός σου πὼς ἐτελέψαν μπλιὸ τὰ ψόματα. Μεγαλοβδόμαδο, ὁ Ρομπογιανάκης δὲ σφαλιεῖ ὁλημερνὶς ὥσαμε τὴν ἀργατινή.* Ἄμε δὰ νὰ φέρεις ἕνα γ-καινούργιο σπρεσόμπρικο.
—Νὰ πάω, μὰ γιάντα στοῦ Ρομπογιαννάκη;
—Ντὰ ἤντά ‘χει μαθὲς ὁ Ρομπογιαννάκης;
—Καλλιά ‘χω να πήαινα σὲ κιανένα μικρομάγαζο. Ὁ Ρομπογιαννάκης νὰ μοῦ γυρεύγει θέλει πάλι τὸν ἐσεμέ, κι ἐγὼ δὲν κατέχω μπλιὸ μούδε πῶς μπαίνου στὰ μαγαζὰ μούδε πῶς πορίζου μούδε πὼς πουσουνίζου, ἀνάθεγκα ἀποὺ μᾶς τὴν ἐμπερδέσαν τὴ δουλειὰ μὲ τσ’ ἐσεμέδες καὶ τσὶ κλικαγουέδες καὶ τὴν ἐκάμαν ὡσὰν τσὶ μοῦρες τως!
—Σώπαινε μὰ εὔκολό ‘ναι. Ἴδια δὰ θαλὰ σοῦ κλείσω ἀραντεβοῦ γιὰ κλικαγουέ. Ἀνήμενε νὰ μπῶ στὸν ἰντερνέ. Χί*, γιάε* το σάι ντου. Ἀνὲ θέτε, λέει, νὰ πουσουνίσετε, πατήσετε ἐπαὲ νὰ μᾶσε πεῖτε ἤντα ὥρα θαλὰ ‘ρθεῖτε. Ἤντα ὥρα νὰ τῶσε πῶ;
—Ἴδια δά.
—Ντελόγο;
—Κι ἀμ’ ἤντα; Ὡσὰν τὸ ντελόγο δὲν ἔχει!
—Ἕνα γ-κινητό λέει θέλει νὰ μᾶσε πέψει τὸν ἐσεμὲ μὲ τ’ ἀραντεβοῦ, ναί, …, κλὶκ ἐπαέ, ναί, γιάε: χαζίρικος* εἶσαι! Κράθειε* τουτονὲ τὸ χαρτί, τὸν ἀρθιμὸ σοῦ ‘χω γραμμένο, κι ἀγλάκα* μὴν ἀργήσεις καὶ σὲ πέψουν ὀπίσω κακομοίτση μου.
—Σίγουρά ‘ν’ ἐτουτοσὰς ὁ ἀρθιμός;
—Κι ἀμ’ ἤντα, κοπέλια εἴμαστε;
—Ὅ,τι πεῖς, ὑπέλαβεν ὁ μπάρμπα Νικολῆς, καὶ ἐξῆλθεν ὡπλισμένος μὲ ὅλο τὸ θάρρος ποὺ ἀπῃτεῖτο διὰ τοσούτως μέγα διάβημα: τὸ παρθενικὸν αὐτοὺ ἀραντεβοῦ δι’ ἀγορὰς κλικαγουέ.
Πλὴν ἡ τύχη δὲν εὐνοεῖ πάντοτε τοὺς τολμητίας. Φθάσας πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ Ρομπογιαννακείου μεγάρου, τοῦ δεσπόζοντος, ἀπὸ τῆς κορυφῆς χθαμαλοῦ λοφίσκου, ἐφ’ ὅλου τοῦ μαχαλᾶ καὶ στεγάζοντος τὸ θηριῶδες πολυκατάστημα, ὁ μπάρμπα Νικολῆς εἶχε ν’ ἀντιμετωπίσῃ τὴν δυσπιστίαν αὐστηροῦ πηληκιοφόρου πυλωροῦ, πεισμόνως ἀρνουμένου ν’ ἀναγνωρίσῃ τὴν ἐγκυρότητα τοῦ ἐπὶ τοῦ χαρτίου γεγραμμένου ἀριθμοῦ καὶ ἀπαιτοῦντος νὰ ἴδῃ τὸν πρωτότυπον ἐσεμέν, ἄνευ τοῦ ὁποίου δὲν καθίστατο ἐπιτρεπτὴ ἡ εἴσοδος τοῦ μουστερῆ εἰς τὸ ἄβατον τοῦ καταστήματος. Μπρὲ ἀμάν, μπρὲ ζαμάν, τίποτε. Οὐδ’ εἰς τὰς ἐξηγήσεις τοῦ μπάρμπα Νικολῆ, οὐδ’ εἰς παρακλήσεις, οὐδ’ εἰς ἀπειλὰς ἔστερξεν ὁ ἄτεγκτος ἐκεῖνος Κέρβερος νὰ μεταπεισθῇ, οὐδ’ εἰς οἱονδήποτε ἄλλο μέσον καὶ ἂν μετῆλθε ἐκεῖνος ἔκλινεν εὐήκοον οὖς, κωφὸς εἰς πᾶσαν φωνὴν πλὴν τῆς τοῦ καθήκοντος. Καὶ ὁ ἀνεσέμεστος γέρων, βλαστημῶν ὑπὸ τὸν πολιὸν αὐτοῦ μύστακα θεοὺς καὶ δαιμόνους, ἐμάζεψε τὰ βρεγμένα του κι ἔστρεψε τὰ μπρὸς τὰ πίσω, ἄπρακτος, ὀργίλος καὶ κατησχυμμένος.
—Ἐτσὰ ὀγλήγορα ἐγιάγειρες* γέρο; Ηὗρες σπρεσόμπρικο τσ’ ἀρεσκιᾶς σου;
—Σώπαινε γρά, κι ἀποταχιᾶς* νὰ πίνομε θέλει φραπέ, ἀποὺ τὸν εἴχαμε καὶ στὸ χωριό μας. Κι ὅσο γιὰ τὰ φιλιοτσάκια, ὀφέτος παράδες θαλά ‘ναι τὸ χάρισμὰ ντως, μόνο νὰ πέψω μαντατοφοριὰ τῶ συντέκνω νὰ μοῦ ποῦνε κιανένα λογαριασμὸ νὰ τῶς τὰ βάλω.
Λεξιλόγιο:
- να … θέλει: περιφραστικός μέλλοντας. Να πίνομε θέλει = θα πίνουμε.
- εδά = τώρα
- σκιας = έστω, τουλάχιστον
- ντα: δυσκολομετάφραστο ερωτηματικό μόριο. Εδώ μπορεί να αποδοθεί ως «σάμπως»
- ξανοίγω = κοιτώ
- τάξε πως = λες και
- πορίζω = βγαίνω
- πουσουνίζω = ψωνίζω
- ταχυτέρου = αύριο
- γή = ή (διαζ.)
- τανέ (τουτανέ) = τούτα
- βαταλαλώ = τσαμπουνάω
- ίδια δα = αμέσως τώρα
- σορημάζω: το πρόθημα σο- σημαίνει «ολότελα»· θα αποχαλάσει
- ντελόγο = αμέσως
- ντουκιάνι = καφενές, εδώ καφετέρια
- αργατινή = βράδυ
- χι = να, ορίστε, ιδού
- γιάε = ακριβώς το ίδιο με το χι
- χαζίρικος = έτοιμος
- κράθειε = κράτα (έχε μαζί σου)
- (α)γλακώ = τρέχω
- γιαγέρνω = επιστρέφω
- αποταχιάς = από αύριο
Θα το καταλάβατε βέβαια πως ο Αλεξαντρής Παπαδοδιαμαντάκης, το κρητικό αλτερέγκο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, είναι γέννημα της φαντασίας του φίλου μας του Πέπε. Νομίζω πως οι παπαδιαμαντιστές ανάμεσά μας θα το χάρηκαν και δεν θα το θεώρησαν ασέβεια, μέρα που είναι!
Πηγή: sarantakos.wordpress.com