Γιώργος Ιωάννου ποιητής – πεζογράφος (1927-1985) - Ειδήσεις Pancreta
Ανήκω πλέον σε όλα τα ταμεία
Πληρώνω Φόρο Καθαράς Προσόδου
Ταμείο Αρωγής, Ταμείο της Προνοίας
Υγειονομική Περίθαλψη, Έκτακτη Εισφορά
Μετοχικό Ταμείο, για δυο λόγους
Ταμείο Συντάξεως, Ταμείο Ασφαλείας
Τώρα το μόνο που μπορώ είναι να αρρωστήσω

(ποίημα «Το μόνο», συλλ. «Ηλιοτρόπια»)

Ο Γιώργος Ιωάννου (Γιώργος Σορολόπης) γεννήθηκε στην  Θεσσαλονίκη το 1927. Πρωτότοκος γιος προσφυγικής οικογένειας, μεγάλωσε και σπούδασε στη γενέτειρα του κάτω από δύσκολες συνθήκες. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής  του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και για ένα διάστημα υπηρέτησε ως βοηθός στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου. Το 1960 διορίστηκε στη μέση εκπαίδευση αφού εργάστηκε ως φιλόλογος, αρχικά σε ιδιωτικά σχολεία στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και στη συνέχεια σε δημόσια σχολεία σε διάφορες περιοχές της χώρας. Από το 1962 και για δύο χρόνια δίδαξε στο ελληνικό γυμνάσιο στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1971 μετατέθηκε στην Αθήνα, αρχικά σε γυμνάσιο και μετά αποσπάστηκε στο υπουργείο Παιδείας. Το 1974 ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη συγκρότηση ανθολογίου κειμένων λογοτεχνίας για το Δημοτικό σχολείο, καθώς και για την ανανέωση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του Γυμνασίου. Στην Αθήνα έμελλε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του και εκεί άφησε την τελευταία του πνοή.

Το συγγραφικό του έργο το ξεκινά στην αρχή με την ποίηση και μετέπειτα ασχολήθηκε με την πεζογραφία. Το 1954 εμφανίζεται στα γράμματα με την ποιητική συλλογή τα «Ηλιοτρόπια» και εννιά χρόνια αργότερα ακολουθεί η ποιητική συλλογή «Τα χίλια δέντρα». Στράφηκε οριστικά στην πεζογραφία το 1964 με μια συλλογή πεζογραφημάτων με τίτλο «Για ένα φιλότιμο» και αποτελούνταν από σύντομα κείμενα, τα οποία ο ίδιος ονόμαζε απλώς «πεζογραφήματα». Τα πεζά αυτά, με ασαφή καταρχήν τα όρια του είδους και του μεγέθους, εξελίσσονται σε άψογα διηγήματα στην Τρίτη συλλογή «Η μόνη κληρονομιά» (1974). Ο αφηγητής υιοθετεί το βλέμμα ενός εφήβου και σε πολλά κείμενα αναφέρονται προσωπικές εμπειρίες του ίδιου του συγγραφέα από την εφηβική του ηλικία, κατά τη διάρκεια του πολέμου, στη γενέθλια πόλη του, τη Θεσσαλονίκη. Στις ιστορίες του ο Ιωάννου εκφράζει ένα θλιμμένο παράπονο για τις ιδιοτροπίες της ανθρώπινης φύσης. Το κωμικό στοιχείο, παρ’ όλα αυτά, δε χάνεται, χάρη στα διδάγματα της καβαφικής ειρωνείας, που εφαρμόζει με επιτυχία ο συγγραφέας. Κάποια άλλα χαρακτηριστικά, όπως ο πυκνός λόγος και οι ξαφνικές, δραματικές αλλαγές, οφείλονται στην ενασχόληση του Ιωάννου με το δημοτικό τραγούδι, τα λαϊκά παραμύθια και τον Καραγκιόζη.  Πιο συγκεκριμένα ο Ιωάννου ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παράδοση, κατέγραψε και εξέδωσε δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του Θεάτρου Σκιών. Σχετικά με την νεοελληνική παράδοση δημοσίευσε τις εξής εργασίες: «Τα δημοτικά μας τραγούδια»(1970), «Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού» (1966), «Παραλογές»(1970), «Καραγκιόζης» (1971-72), «Παραμύθια του λαού μας»(1973).

Ασχολήθηκε επίσης, με το θέατρο εκδίδοντας το 1981 ένα θεατρικό έργο για παιδιά «Το αυγό της κότας». Μετά τον θάνατο του εκδόθηκε το παιδικό ανάγνωσμα του «Ο Πίκος και η Πίκα». Επίσης, μετέφρασε και σχολίασε την «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» του Ευριπίδη (1969), ΧΙΙ βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας με τίτλο «Στράτωνος Μούσα Παιδική»(1980), και το «Γερμανία» ιστορικό δοκίμιο του Τάκιτου (1981)

Ακόμη επιμελήθηκε την έκδοση του Ημερολογίου του Φ.Σ.Δραγούμη (1984) με εισαγωγή, επιμέλεια και σχόλια δικά του.

Κύρια λογοτεχνική ενασχόληση όμως, του Ιωάννου υπήρξε η πεζογραφία, όπου καθιέρωσε ένα εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπο γραφής, από το οποίο επηρεάστηκαν αρκετοί μεταγενέστεροι συγγραφείς. Τα κυριότερα πεζά του που εκδόθηκαν μέχρι το θάνατο του είναι: «Η Σαρκοφάγος» συλλογή πεζών με 29 κείμενα (1971), «Η μόνη κληρονομιά» συλλογή πεζών με 17 κείμενα (1974), «Το δικό μας αίμα» που βραβεύτηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1978, «Επιτάφιος Θρήνος» (1980), «Ομόνοια» (1980), «Κοιτάσματα» (1981), «Περί εφήβων και μη» (1982), «Εύφλεκτη χώρα» (1982), «Καταπακτή» (1982), «Η πρωτεύουσα των προσφύγων»(1984), «Ο της φύσεως έρως»(1986). Ο Αλέξης Κοτζιάς γράφει για τον Γ. Ιωάννου «Αυτή η αναγνωρίσιμη φωνή που ακούγεται μέσα από μια φυσική και αβίαστη γραφή, κατ’ επίφαση πηγαία, στην πραγματικότητα είναι επίμονα ψιλοδουλεμένη ως την τελευταία λέξη και συλλαβή».

Ιδιαίτερη, φυσικά, υπήρξε η σχέση του Γιώργου Ιωάννου με τη γενέτειρα του την Θεσσαλονίκη, όπως ιδιαίτερη ήταν η σχέση του Καρυωτάκη με την δική του πόλη της Πρέβεζα. Τα κείμενα του συνθέτουν ως σύνολο ένα εντυπωσιακό ψηφιδωτό της Θεσσαλονίκης και των ανθρώπων της, μέσα από την προσωπική, ιδιαίτερη ματιά του. Στα έργα του είναι εμφανής η ανησυχία του για την πόλη, τα μνημεία, τους ανθρώπους της. Στην «Πρωτεύουσα των προσφύγων»(1984) ο ίδιος γράφει: «Η πόλη αυτή, η Θεσσαλονίκη – που είναι κάτι άλλο από την Αθήνα και εκφράζει μια άλλη περιοχή και έχει άλλη ζωή, άλλη ιστορία, άλλο πνεύμα, που απορρέει από διαφορετικές ιστορικές και κοινωνικές διαδικασίες – πρέπει να γίνει περισσότερο σεβαστή από τους πνευματικούς ανθρώπους της, οι οποίοι μαζί με την υψηλή τέχνη τους καλά είναι να διασώζουν πότε πότε και μερικά δείγματα του παλμού της (…). Σιγά σιγά επιβάλλεται να αγγίξουμε  τις πληγές μας. Να τα πούμε όλα και να τα πούμε τώρα και να μην αφήσουμε τίποτα…».

Τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν το έργο του Ιωάννου είναι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται την αφήγηση όπου τα πάντα αποδίδονται από την οπτική γωνία ενός και μόνο προσώπου χωρίς να είναι απαραίτητη η χρήση του πρώτου προσώπου. Επιπλέον, χρησιμοποιεί την τεχνική του διασπασμένου θέματος, δηλαδή, τα γεγονότα παρουσιάζονται κομμάτι κομμάτι και αποτελούν όλα μαζί σε συνδιασμό με τις σκέψεις και τα συναισθήματα του αφηγητή το έργο. Καταργείται με αυτόν τον τρόπο η κλασική μέθοδο της αρχής, του μέσου και του τέλους. Το τρίτο βασικό χαρακτηριστικό στην τεχνική του Ιωάννου είναι η χρήση του χρόνου και η ικανότητα του έχει ο συγγραφέας να πηγαίνει με ιδιαίτερη ευκολία από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα.

Ο Ιωάννου δεν θα μπορούσε να μην είχε επιρρεαστεί στο έργο του από τις εμπειρίες που αποκόμισε από τα ταξίδια του στο εξωτερικό αλλά και από τα μέρη που έζησε στην Ελλάδα. Δεν θα μπορούσε να μην χρησιμοποιεί τις εμπειρίες του από το κοινωνικό του περιβάλλον ( οικογένεια, φτωχογειτονιά, φίλοι, γνωστοί κ.α.). Ιδιαίτερο ρόλο παίζει η γενέτειρα του η οποία δίνεται όχι μόνο ως ένας συγκεκριμένος χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους δρόμους, τους πρόσφυγες και την πολυπολιτισμικότητα της, αλλά και ως χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Γράφει για την Θεσσαλονίκη περιπλανώμενος στην πόλη, συνθέτοντας την ιστορία της μέσω συνειρμών. Στην αφήγηση του δεν υπάρχει κεντρικός πυρήνας, υπάρχουν μόνο γειτονιές και άνθρωποι παντού. Η κίνηση τους στον χρόνο και στον τόπο συνθέτουν τη μεγάλη ιστορία. Μοναχικός ιδιότυπος, αυτοσαρκαστικός, πάρα πολύ παρατηρητικός και εκστατικός παρατηρεί τη Θεσσαλονίκη που αλλάζει. Το σύμπαν του Ιωάννου ήταν τα Σφαγεία, οι λαϊκές ταβέρνες στο Βαρδάρη, τα παροπλισμένα βαγόνια στο σταθμό, τα ύποπτα ξενοδοχεία της Εγνατίας, οι σαθροί βυζαντινοί ναοί και οι μοναχικοί τύποι που πήγαιναν στο σινέ «Ίλιον» για να δουν τους «Εραστές» του Λουί Μαλ. Δεν υπάρχει τίποτα από αυτά, εννοείται, έτσι όπως η Θεσσαλονίκη φτιάχνει το καινούργιο της πρόσωπο.

Ολοκληρώνοντας την αναφορά στο έργο του Γιώργου Ιωάννου ας σημειωθεί ότι στίχοι του μελοποιημένοι κυκλοφόρησαν σε δίσκο με τίτλο «Κέντρο διερχομένων» σε μουσική, ενορχήστρωση Νίκου Μαμαγκάκη, τραγουδούν ο Δημήτρης Ψαριανός, ο Δημήτρης Κοντογιάννης και η Ελευθερία Αρβανιτάκη.

Στις 16 Φεβρουαρίου του 1985 αφήνει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα. Το αρχείο, τα κοστούμια, τα χειρόγραφα, το τραπέζι όπου έγραφε και το σύνολο της βιβλιοθήκης του μαζί με δεκάδες προσωπικά αντικείμενα, ρολόγια, εταζέρες, επαναπατρίζονται στη Θεσσαλονίκη την γενέτειρα πόλη του. Ο 6ος όροφος του Βαφοπούλειο αποτελεί σήμερα την νέα του «κατοικεία»


Πηγή: pancreta