Για το μυθιστόρημα του Manuel Vilas «Ορδέσα» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος).
Του Νίκου Ξένιου
«Είμαστε ό,τι θυμόμαστε»: πενθώντας τους γονείς του, ο συγγραφέας Μανουέλ Βίλας ανακαλεί οικογενειακές στιγμές της εποχής της ύφεσης του φρανκισμού στην Ισπανία. Μεταστοιχειώνει τη βαθύτατη θλίψη του σε τρίτο αφηγηματικό πρόσωπο, μιλώντας για φαντάσματα, για υπάρξεις που τον συνοδεύουν ισόβια, μιλώντας για την αγάπη που τρέφει στους νεκρούς γονείς του. Ανησυχεί μήπως το διαζύγιό του και η απόσταση που τον χωρίζει από τους δύο γιους του θα έκαναν τους γονείς του να μη νιώθουν καθόλου περήφανοι γι’ αυτόν. Οργανώνει σε λέξεις το πένθος του φιλοτεχνώντας μια μυθιστορηματική φιγούρα ηρωοποιημένου πατέρα, που την ανασύρει από την ανυπαρξία. Θυμός τον διακατέχει, όχι μόνο για την αδικία του θανάτου ως βιολογικού γεγονότος, αλλά και για τη βεβαιότητα του θανάτου ως μοναδικής υπαρξιακής συνθήκης. Οικογένεια, έθνος, θρησκεία, εκπαίδευση: όλα απομυθοποιούνται στην Ορδέσα, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μιαν ακόμη συγκλονιστική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Το μόνον της ζωής του ταξίδιον: μια χώρα αφανισμένη
Ο πατέρας του συγγραφέα πέρασε όλη του τη ζωή στη μικρή πόλη Μπαρμπάστρο, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος – με μοναδική εξαίρεση τη στρατιωτική του θητεία στη βόρεια Αφρική. Η εκτύλιξη του ειρμού γίνεται με το δεδομένο ότι κάλλιστα αυτός ο πατέρας θα μπορούσε να έχει ζήσει τη ζωή του χωρίς την πατρότητα και χωρίς να έχει ακολουθήσει τους κανόνες συμπεριφοράς που η πατρότητα συνεπάγεται: σαν αμετανόητος εργένης που ελεύθερα πίνει το ποτό του σε κάποιο άγνωστο μπαρ. Και χωρίς να φέρει ως σήμα κατατεθέν του τον γάμο, ούτε βέβαια τις συνθήκες που συνέβαλαν στο να υπάρξει ο συγγραφέας: με άλλα λόγια, ο νέος αυτός αφηγηματικός ιστός συνδέεται άρρηκτα με την απάρνηση του αρχετυπικού δεσμού που νοηματοδοτεί την ίδια την ύπαρξη του συγγραφέα –μια μορφή αυταπάρνησης, ίσως– αλλά με μιαν ιδιάζουσα ανατροπή του ειθισμένου τρόπου πρόσληψης του χρόνου και του θανάτου.
Κάθε τόπος συνοψίζει την οικουμενικότητα και κάθε ανθρώπινη ζωή συνθέτει μια «πολιτεία» εξίσου βαρύνουσα με τις πιο διακεκριμένες εκδοχές ανθρώπινου βίου που συνήθως προβάλλονται.
Με ζωηρότητα, ενάργεια και κυνισμό, ο Βίλας κάνει τις θυμοσοφικές παρατηρήσεις του που ενοχλούν, παράγουν το αίσθημα της δημιουργικής ανησυχίας, κατεδαφίζουν κάποιες βεβαιότητές μας. Επιστρατεύοντας πού και πού παλιές φωτογραφίες, παίρνει το ερέθισμα για να αναπλάσει γεγονότα, με κυρίαρχο συναίσθημα τη γνωριμία με το άγνωστο παρελθόν και τη νοηματοδότηση της ζωής των προγόνων του, χωρίς να φέρνει τη δική του ύπαρξη στο επίκεντρο. Κάθε τόπος συνοψίζει την οικουμενικότητα και κάθε ανθρώπινη ζωή συνθέτει μια «πολιτεία» εξίσου βαρύνουσα με τις πιο διακεκριμένες εκδοχές ανθρώπινου βίου που συνήθως προβάλλονται. Ακόμη και τα μέλη της πυρηνικής οικογένειας παραμένουν αναδιπλωμένα, καθένα στον ερμητικό μικρόκοσμό του, χωρίς τη ζωτική ανάγκη να συνάψουν πιο βιώσιμες σχέσεις: το διαζύγιο, πρόσφατη εμπειρία του συγγραφέα, είναι η απτή απόδειξη των παραπάνω.
Ατομική ιστορία εναντίον πολιτικής ιστορίας: μια γιορτή θανάτου
Η ιστορία διακρίνεται, κατά τον συγγραφέα, από τον απόλυτα υλικό της χαρακτήρα (materialidad de la historia). Η ζωή της δικής του οικογένειας ανακλά τη ζωή της Ισπανίας μετά τον Εμφύλιο. Η απώλεια αυτής της οικογένειας ταυτίζεται με την αρχή ενός υπαρξιακού θανάτου. Με ακρίβεια ο Βίλας αυτομαστιγώνεται προσπαθώντας να διαρρήξει τον υμένα που κρατά τη ματαιότητα των ανθρωπίνων μυστική και ταυτόχρονα συγκαλύπτει την απώλεια μνήμης και συνείδησης της ισπανικής μικρομεσαίας τάξης. Διακρίνει ματαιότητα σε κάθε ανθρώπινη συναναστροφή και συζήτηση, με αποκορύφωμα τη σκηνή όπου η βασίλισσα συνυπάρχει στα ανάκτορα με μια ρέπλικα θλιβερού, αφανισμένου συγγραφέα παλαιάς εποχής που, αφού τυπικά τιμήθηκε βηματίζοντας μέσα στα ανάκτορα, αυτόματα αφανίστηκε μέσα στον χρόνο, χαρίζοντας την πρωτοκαθεδρία και την επιβίωση στους διαχρονικούς θεσμούς εξουσίας.
Με ακρίβεια ο Βίλας αυτομαστιγώνεται προσπαθώντας να διαρρήξει τον υμένα που κρατά τη ματαιότητα των ανθρωπίνων μυστική και ταυτόχρονα συγκαλύπτει την απώλεια μνήμης και συνείδησης της ισπανικής μικρομεσαίας τάξης.
Η εκδρομή στην Ορδέσα λειτουργεί όπως το γλυκό «μαντλέν» στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο του Μαρσέλ Προυστ, είναι το ερέθισμα συγγραφής γι’ αυτή τη νοσταλγική ελεγεία, τον ύμνο στις ζωές που χάθηκαν, στις μνήμες που νοηματοδοτούν το παρόν των ενήλικων ανθρώπων και στην προσπάθεια για την ανάκτησή τους. Ο Βίλας έχει βρεθεί ως παιδί μαζί με τους γονείς του στο αγαπημένο μέρος του πατέρα του, την Ορδέσα (μια τοποθεσία που βρίσκεται σε μια κοιλάδα των Πυρηναίων, κοντά στο «χαμένο βουνό» Monte Perdido), έχει ξαναβρεθεί εκεί με τους γιους του και τώρα αναζητά το ακριβές σημείο όπου συνέβη ένα εκλυτικό γεγονός, αυτό που τον οδήγησε στη μακάβρια συνείδηση της απόλυτης μοναξιάς. Η Ορδέσα είναι ο locus idealis που θα του επιτρέψει να συνεχίσει να υπάρχει.
Ένας ένοχος πολιτισμός, ένας μακάβριος ψυχισμός
Πρωτίστως η Ορδέσα είναι βιβλίο αυτοβιογραφικό. Παράλληλα, είναι ένας θρήνος για τη μοίρα της Ισπανίας και των Ισπανών. Ο συγγραφέας, καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης επί είκοσι επτά χρόνια, εξομολογείται πως, όπως και η μητέρα του, ως αφηγητής παρέμεινε χαοτικός και πως ανέκαμψε από αλκοολισμό. Τα χρονικά όρια καταργούνται, και με συνεχείς παλινδρομήσεις σε παρελθόντα που διατηρούν τη βαρύτητά τους και την αλήθεια τους, στήνει το ικρίωμα του μέλλοντος, σε μια μάλλον απαισιόδοξη καταγραφή μιας καταδίκης που βαρύνει τη χώρα του: της απανθρωποποίησης. Της απουσίας ενδιαφέροντος για το πρόσωπο του άλλου. Της απουσίας ενδιαφέροντος για την ιστορία του μέσου ανθρώπου. Της ψευδεπίγραφης έμφασης στην καριέρα, στην επιτυχία, στην οιονεί επικοινωνία. Της κοινωνικής προβολής και αναγνώρισης, τη στιγμή που η πραγματικότητα κραυγάζει την ανάγκη για αναδίπλωση, εσωτερική διαδρομή αναστοχασμού, απομόνωση, λιτότητα και κομψή αναχωρητικότητα από τα εγκόσμια: γνωρίσματα με τα οποία ο συγγραφέας κοσμεί την προσωπογραφία του φαινομενικά «ασήμαντου» πατέρα του, συνδεόμενος ως ύπαρξη με αυτόν με ακατάλυτα δεσμά.
«Η αλήθεια είναι ο πατέρας σου και η μητέρα σου. Εκείνοι σε εφεύραν».
O Βίλας αντικρίζει τα δικά του γεράματα στον καθρέφτη και διακρίνει σε αυτά τα αντίστοιχα γεράματα του πατέρα του. Ονομάζει τα παιδιά του και όλους τους σημαντικούς για τη ζωή του ανθρώπους με ονόματα κλασικών συνθετών. Αποκαλώντας τα παιδιά του Βιβάλντι και Μπραμς και δίνοντας τα ονόματα του Ραχμάνινοφ και του Μοντεβέρντι σε πρόσωπα ασπρόμαυρων φωτογραφιών που θέλει να φωτίσει, ο Βίλας επιτρέπει στην ασημαντότητα της μη δημοσιοποιημένης ζωής να γίνει δημόσια υπόθεση και κοινωνιολογικό σχόλιο, με επίκεντρο και εμμονή το ζήτημα της Ενοχής. Η παράσταση της «ισπανικότητας» ως μιάσματος δεν έχει να κάνει παρά με την κατασκευασμένη από τον καπιταλισμό κοινοτοπία της ανθρώπινης ψυχικής ύπαρξης, όπως θα την αντιλαμβανόταν κανείς με τον ανιμιστικό χαρακτήρα μιας παραδοσιακής μαρξιστικής προσέγγισης: ο υλισμός της ύπαρξης είναι πλέον ταυτόσημος με τα «αγιοποιημένα» αντικείμενα που απαρτίζουν την οικία, τα κομοδίνα, τις βιβλιοθήκες, την πάντα ανοιχτή τηλεόραση με τις εκπομπές μαγειρικής, τα υλικά στοιχεία που εξαχρειώνουν, εντέλει, την ανθρώπινη πνευματικότητα.
Ένα βιβλίο που μιλά για την αποσύνθεση των νοημάτων και για την ενοχή
Ένας πυρήνας ανθρώπων συνδέεται, μέσω της τυχαιότητας, ώστε να συνθέσει αυτό που ονομάζεται «μικροαστική οικογένεια της Ισπανίας στα τέλη του 20ού αιώνα» (familia española de clase media-baja): ο μεσοαστικός, έως και ο κατώτερος, ο πλησίστιος του λούμπεν προλεταριάτου χαρακτήρας της καθημερινότητας των μελών αυτού του θεσμού σηματοδοτεί την απάλειψη των κοινωνικών περιγραμμάτων που οδήγησαν την πιο πολυάριθμη κοινωνική τάξη της Ισπανίας στον αφανισμό. Ο Βίλας θεωρεί πως η Ισπανία δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό από το 1980 ώς το 2015. Ο πόθος των συμπατριωτών του για καριέρα και απόκτηση οικονομικής άνεσης παραμένει ο ίδιος. Αυτός ο πόθος φαίνεται πως δεν απασχόλησε ποτέ τους δικούς του γονείς, που υπήρξαν φτωχοί, αλλά αξιοπρεπείς φτωχοί, «με στιλ». Γενικότερα, η μνήμη του δείχνει να τον απατά. Η πόλη του είναι μεν η Θαραγόθα, όμως δεν είναι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό.
O Manuel Vilas (Μανουέλ Βίλας) είναι πολυβραβευμένος ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε το 1962 στο Μπαρμπάστρο της Ισπανίας και ζει μεταξύ Μαδρίτης και Αϊόβα Σίτι των ΗΠΑ. Έχει εκδώσει επτά μυθιστορήματα, καθώς και έναν μεγάλο αριθμό ποιητικών συλλογών και δοκιμίων. Το Ορδέσα κυκλοφόρησε το 2018 στην Ισπανία, έγινε το απόλυτο best seller, ψηφίστηκε ως ένα από τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς και καθιέρωσε τον Vilas ως έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους ισπανούς συγγραφείς, στο ύψος του Javier Cercas και του Antonio Munoz Molina. To 2019 τιμήθηκε με το Βραβείο Femina Étranger. |
Γνήσιος απόγονος του Ουναμούνο, ο Βίλας βιώνει την τραγικότητα του μοντέρνου ανθρώπου ως συνώνυμη της αθλιότητας της σκέψης. Οι απόλυτες τοποθετήσεις του βιβλίου –που απωθούν κάποιους κριτικούς– είναι η μοναδική οδός ανάδειξης της ματαιότητας της ακαδημαϊκής γνώσης. Πρέπει να παραδεχτεί κανείς πως ο συγγραφέας επιτυγχάνει μιαν άνευ προηγουμένου, θεαματική «έξοδο» από τα κλισέ των βιογραφικών αφηγήσεων του παρελθόντος, συνθέτοντας μια μοντέρνα αυτοβιογραφία ύψιστης ειλικρίνειας και ερμηνεύοντας μέσω αυτής την παγκοσμιότητα του πένθους που τον ταλανίζει. Πράγμα ιδιαίτερα οικείο στον υποφαινόμενο: προσωπικά είδα στον Βίλας εκείνο τον λακωνικό και αφοριστικό τρόπο με τον οποίον κατακρίνει την ισπανική δημόσια εκπαίδευση και τους θεσμούς με τους οποίους γαλουχήθηκε η μικρομεσαία τάξη και αισθάνθηκα να ταυτίζομαι απόλυτα. Σε αυτό συνέβαλε, βέβαια, και μια σειρά συμπτώσεων: η εμπειρία της Ελλάδας της μεταπολίτευσης, η φτώχεια της οικογένειάς μου, η πρόωρη απώλεια και των δύο γονέων, η κοινή ηλικία και γενεά, η ειρωνική προδιάθεση, αλλά και η ιδιότητα του ματαιωμένου εκπαιδευτικού που έχει φτάσει σε κομβικό σημείο αντοχής. Διαβάζοντας τον Βίλας αισθάνθηκα ότι η λογοτεχνία μπορεί να δρα ως κάθαρση στη δομικά τραγική ανθρώπινη συνθήκη: ότι οι βαθύτερες δομές που τη διέπουν έχουν να κάνουν με το γνώρισμα της ενδιάθετης καταστροφής και φθοράς των ανθρωπίνων. Ότι, ευτυχώς, η λογοτεχνία είναι σε θέση να δώσει όγκο και βάθος σε αυτή την ασυνέχεια.
Προϋποτίθεται, όμως, η ειλικρινής αποτίμηση της ματαιοδοξίας και της ρηχότητας των ανθρώπων. Kαι κάτι άλλο: η καταγραφή ακόμη και της παραμικρής διαδρομής που έκαναν στη ζωή τους.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Ορδέσα
MANUEL VILAS
Μτφρ. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
ΙΚΑΡΟΣ 2020
Σελ. 472, τιμή εκδότη €17,70
Πηγή: bookpress.gr