Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΣΗΜΕΝΙΑ - Ένα αλληγορικό παραμύθι για μικρούς και μεγάλους - Ειδήσεις Pancreta

Στα πολύ παλιά χρόνια, τότε που οι σκύλοι ήταν ακόμη φίλοι με τις γάτες και τα ψάρια δεν είχαν ακόμη χάσει τη φωνή τους, υπήρχε ένα βασίλειο όμορφο και πλούσιο. Στη χώρα αυτή η βροχή, το χώμα, ο ήλιος και ο άνεμος είχαν τόσο καλά συνεργαστεί που τίποτε δεν έλειπε από τους κατοίκους. Τόσο πολύ που είχαν ξεχάσει να επιθυμούν και να ζητάνε. Κάποτε μάλιστα ο βασιλιάς έφυγε για διακοπές και ξέχασε να γυρίσει, αλλά κανένας δεν το παρατήρησε. Έτσι ζούσαν χωρίς βασιλιά και στο παλάτι τα φαγητά κρύωναν χωρίς να τα τρώει κανένας.

Στη χώρα αυτή ζούσε ευτυχισμένος ο Στρατής με τα 39  αδέλφια του. Τότε δεν υπήρχε ακόμη τηλεόραση και τα παιδιά γεννιόταν από τα χάδια, τα φιλιά και τις ζεστές ματιές. Στην ίδια γειτονιά, στο διπλανό δρόμο, ζούσε και η πριγκίπισσα Ασημένια. Τα πρώτα 68 χρόνια δεν είχαν συναντηθεί ποτέ γιατί στο σχολείο πήγαιναν σε διαφορετικές τάξεις και η μαμά τους τους έστελνε για θελήματα σε διαφορετικά μπακάλικα. Κάποια μέρα όμως ο Στρατής ακολουθώντας ένα γρήγορο σαλιγκάρι ξεχάστηκε και βρέθηκε στον διπλανό δρόμο. Τότε είδε την πανέμορφη Ασημένια. Αμέσως ο Στρατής ένιωσε παράξενα. Ούτε πεινούσε, ούτε διψούσε, ούτε κρύωνε, ούτε ζεσταινόταν. Ένιωθε όμως για πρώτη φορά ότι κάτι του λείπει, αλλά δεν ήξερε τι.

Κάποτε όμως ένας ταύρος που ήταν άρχοντας πέρα από τις θάλασσες έστειλε προξενητάδες και την ζήτησαν για νύφη. Ήταν βλέπετε η εποχή που τα ζώα γινόταν και άρχοντες και στρατηγοί και πυροσβέστες, μερικά μάλιστα έπαιζαν και φυσαρμόνικα. Ο πατέρας της αρνήθηκε, “δεν το δίνω εγώ το κορίτσι μου για παντρειά, να τελειώσει πρώτα το σχολείο”, είπε. Τότε ο ταύρος, μαγεμένος κι αυτός από την πριγκίπισσα, την παρέσυρε με χίλια ψέματα και την απήγαγε στη χώρα του. Από τότε η δασκάλα του Στρατή τον έπιανε συχνά-πυκνά να είναι αφηρημένος και ο νους του να ταξιδεύει.

Ραδιόφωνα και τηλέφωνα δεν υπήρχαν αλλά και πάλι τα νέα ταξίδευαν, πότε με τον αέρα και πότε με τα σύννεφα. Κάποτε η ευτυχία της χώρας αυτής μαθεύτηκε στα πέρατα του κόσμου. Μερικοί λένε ότι τότε ο κόσμος δεν είχε άκρες, αλλά αυτό είναι δύσκολο να το πιστέψουμε. Ο αετός που βασίλευε στους πέρα ωκεανούς και η αρκούδα που βασίλευε στους πέρα κάμπους έσκασαν από τη ζήλια τους. Δεν ήταν λίγο να μάθουν ότι υπήρχε βασίλειο χωρίς βασιλιάδες και σκοτούρες! Έκατσαν και καλόπιασαν τους θεούς και τους προφήτες των ουρανών με δώρα και πεσκέσια. Οι θεοί και οι προφήτες καλαρέστηκαν με τα καλούδια και τις γαλιφιές και έκαναν το χατίρι των βασιλιάδων. Μια ωραία μέρα τα σύννεφα φούσκωσαν θυμωμένα και έβρεξαν μια βροχή από διχόνοια και μίσος!

Από τότε όλες οι δυστυχίες ξέσπασαν στη άμοιρη χώρα! Η γη σταμάτησε να γεννά, τα πηγάδια πίκραναν το νερό τους, οι σκύλοι κυνηγούσαν τις γάτες, οι αλεπούδες κυνηγούσαν τις κότες και τα αδέλφια κυνηγούσαν τα αδέλφια. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα, το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από τη νύχτα, η βροχή κρύφτηκε μέσα στη λάσπη και ο άνεμος κρύφτηκε μέσα στα χαλάσματα του παλατιού.

Σαν πέρασε ο καιρός (λίγος; πολύς; κανείς δεν ξέρει) ψόφησαν όλα τα ζωντανά στο σπίτι του Στρατή, μαράθηκε το γεράνι στη γλάστρα, σκοτώθηκαν και τα 39 αδέλφια του, πέθανε κι η μάνα του από τον καϋμό της! Ο πατέρας του απελπισμένος έδωσε στον Στρατή ευχή και κατάρα: “Να πας παιδί μου πέρα από τις θάλασσες, να πας πέρα από τα βουνά, να πας σε μια χώρα που να μην έχει ούτε θανατικά ούτε χουρμαδιές”. Ο Στρατής τότε πήρε την μεγάλη απόφαση να πάει να γυρέψει την πριγκίπισσα Ασημένια κι ας είναι ζητιάνος στην πόρτα της, κι ας είναι χόρτο στο κατώφλι της, μόνο να την βλέπει και να γαληνεύει. Ο πατέρας  του τότε του έδωσε έξι μαγικά κλειδιά για να ανοίγει όσες πόρτες ήταν αμπαρωμένες μπροστά του. Μόνο που κάθε κλειδί μπορούσε να το χρησιμοποιήσει μόνο μια φορά! Το ένα κλειδί το φύλαξε στο παπούτσι του, το δεύτερο το φύλαξε στην τσέπη του, το τρίτο το φύλαξε στην ψυχή του, το τέταρτο το φύλαξε στο στόμα του, το  πέμπτο το φύλαξε στο μυαλό του και το έκτο το φύλαξε στην καρδιά του.

Έβαλε στο σάκο του λίγο ψωμί, λίγο χαλβά και λίγη ελπίδα και ξεκίνησε να περπατάει. Στην έξοδο του βασιλείου όμως συνάντησε τα μεγάλα τείχη με τις μεγάλες κλειστές πόρτες. Έβγαλε το λοιπόν το κλειδί από το παπούτσι του και άνοιξε. Αμέσως στα παπούτσια του φύτρωσαν φτερά και περπάτησε 400 μέρες και 401 νύχτες.

Κάποτε έφτασε μπροστά στη θάλασσα. Θάλασσα άκουγε και θάλασσα δεν έβλεπε! Μπροστά του ήταν ένας άλλος τοίχος με μια μεγάλη αμπαρωμένη πόρτα. Έβγαλε το κλειδί από την τσέπη και άνοιξε! Αμέσως η τσέπη του γέμισε με 40 φλουριά! Τα έδωσε στον καρχαρία που περίμενε στο κύμα και τον πήρε καβάλα ως τα νησιά των γιγάντων!

Εκεί όμως κατάλαβε ότι ο καρχαρίας τον είχε ξεγελάσει. Οι γίγαντες δεν άφηναν κανέναν να φύγει, αν δεν του έπαιρναν την ψυχή του. Τι να κάνει κι ο δόλιος ο Στρατής, έβγαλε το κλειδί από τα στήθια του, έβγαλε και την ψυχή του μαζί και τα έδωσε στους γίγαντες. Οι γίγαντες τότε τον πήραν  στους ώμους τους και τον πέρασαν με μεγάλες δρασκελιές από την θάλασσα.

Βρέθηκε σε έναν τόπο άγνωστο, γερός και δυνατός αλλά χωρίς ψυχή! Εδώ δεν υπήρχαν χουρμαδιές, μόνο ελιές και λεμονιές. Περπάτησε άλλες 400 μέρες και άλλες 401 νύχτες. Έφτασε στη χώρα με τα βελανίδια και τα ποτάμια. Ρώτησε κάθε διαβάτη, κάθε δέντρο και κάθε πουλί πού θα μπορούσε να βρει την Ασημένια. Όμως στη χώρα αυτή δε μιλούσαν τα πουλιά, δε μιλούσαν τα δέντρα, δε μιλούσαν ούτε οι διαβάτες! Τι να κάνει κι αυτός, έβγαλε που λέτε το κλειδί από το στόμα του, το έδωσε σε έναν πελαργό και έμαθε να μιλάει τη γλώσσα των πουλιών. Είχε χάσει όμως την ανθρώπινη λαλιά του! Ο πελαργός τον οδήγησε σε μια γειτονιά, ούτε μεγάλη, ούτε μικρή, ούτε όμορφη, ούτε άσχημη!

Ξαφνικά είδε μια πόρτα που με μεγάλα ασημένια γράμματα έγραφε “Ασημένια”. Έψαξε το κλειδί στο μυαλό του, αλλά πριν το βρει η πόρτα άνοιξε και φανερώθηκε πιο όμορφη από ποτέ η Ασημένια. Δεν ήταν ντυμένη με ρούχα βασιλικά, αλλά δεν τον ένοιαζε. Το κλειδί του μυαλού δεν το χρειαζόταν πια γιατί έτσι κι αλλιώς όταν είδε την Ασημένια έχασε τα λογικά του από την ομορφιά της.

Ο δύστυχος! Είχε βρει την αγάπη του, αλλά την βρήκε στο σπιτικό του ταύρου με τα δικά της 40 παιδιά! Δεν είχε τίποτε άλλο να της δώσει από μια φτωχή καρδιά! Έβγαλε το κλειδί από την καρδιά του και το απίθωσε στα πόδια της. Εκείνη τον λυπήθηκε και τον πήρε για κηπουρό στον κήπο της. Ο Στρατής γεμάτος χαρά έπιασε να περιποιείται τα λουλούδια και τα δέντρα της για 401 χρόνια.

Όταν γέρασε, οι θεοί και οι προφήτες τον λυπήθηκαν και τον έκαναν δέντρο κι αυτόν δίπλα στο παραθύρι της να την βλέπει και να χαίρεται. Οι καρποί που έπεφταν από το δέντρο έγιναν παιδιά, και τα παιδιά του τα μεγάλωσε η Ασημένια σαν δικά της παιδιά.

Έτσι έγιναν τα πράγματα κι αν δεν με πιστεύετε, ρωτήστε τους πελαργούς ή τις λεμονιές του κήπου σας!

Χατζηπαναγιώτου Μανόλης

 

Σημ: Το αλληγορικό παραμύθι “Ο Στρατής και η Ασημένια” διακρίθηκε στον πρόσφατο λογοτεχνικό διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού “Ο ΚΕΦΑΛΟΣ” της Κεφαλλονιάς.


Πηγή: pancreta.gr