Οι πιτσιρίκοι
Γενάρης του ’42. Σκελετωμένοι οι άνθρωποι γυρίζουνε στους δρόμους. Νομίζεις πως το κρύο, η πείνα και ο φόβος αγωνίζονται ποιο απ’ τα τρία αυτά κακά θα καταφέρει να γονατίσει μια ώρ’ αρχύτερα τον αναιδέστατον αυτό λαό, που σε πείσμα κάθε λογικής εξακολουθεί να ζει και να υπάρχει. Κι όχι μονάχα αυτό, παρά και ν’ αστειεύεται.
Ο πιτσιρίκος προπάντων έχει κέφι. Γελά. Φλυαρεί. Πειράζει. Κλείνει το μάτι και χαιρετά φασιστικά τους Ιταλούς, ξεροβήχει όταν περνάνε Γερμανοί, κορδώνεται και κάνει την περπατησιά τους. Ο φόβος τού είναι πράγμα άγνωστο, το αστείο η ζωή του.
Βραδάκι. Στο Ζάππειο. Ένα τεράστιο γερμανικό φορτηγό είναι σταματημένο κι έχει τα φώτα του αναμμένα. O γερμανός σκοπός έχει οργανώσει την άμυνά του για την περίπτωση επιδρομής των σαλταδόρων. Έχει τα μάτια δεκατέσσερα. Γιατί εκείνοι χυμούν σαν αετοί ακριβώς τη στιγμή που δεν τους περιμένεις και οι ρεζέρβες κάνουν φτερά. Μια αδιάκοπη απειλή είναι το τραγούδι τους:
Να σαλτάρω, να σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να του πάρω!
Τα ξέρει αυτά ο κάθε Γερμανός που του εμπιστεύθηκαν αυτοκίνητο, γιατί πολλά είδαν και πάθαν όλοι τους από τους σαλταδόρους. Αλλά κι ο κίνδυνος των πιτσιρίκων δεν είναι μικρός. Ένας ακήρυκτος πόλεμος υπάρχει ανάμεσα στα θηρία και τα πεινασμένα αλητάκια της Αθήνας. Η πονηριά είναι το όπλο τους. Όταν δε βάζουν σ’ ενέργεια αυτή και κάνουν τον πόλεμο ανοιχτά, πάνε χαμένα. Οι Γερμανοί δε χωρατεύουν. Στις αρχές που πρωτομπήκαν, παιδιά πετροβόλησαν ένα αυτοκίνητο. Λυσσασμένος φρενάρισε και κατέβηκε ο Γερμανός. Έπιασε ένα. Άδραξε το χέρι του παιδιού, το ’φερε στο γόνατό του και το ’σπασε, όπως σπάζεις ένα ξύλο. Ούρλιαξε το παιδί κι έπεσε λιπόθυμο. Κι ο Γερμανός το παράτησε εκεί, ξανανέβηκε στο αυτοκίνητό του κι έφυγε. Η ανθρωπιά είναι πολυτέλεια περιττή, είπε ο χιτλερισμός, και πήραν σκληρή πείρα ως και τα μωρά.
Να το βάλουν κάτω;
Όχι δα! Είδαν ότι άνισος πόλεμος δίχως πονηριά δε γίνεται. Κι από τότε το μυαλουδάκι της μαρίδας δεν ασχολείται μονάχα πώς θα εξοικονομήσει ένα ξεροκόμματο, αλλά και πώς θα στραβώσει αυτόν το φοβερό Κύκλωπα, που τρέμει όλος ο κόσμος.
Παίρνει τα μέτρα του ο Πολύφημος. Κοιτά γύρω. Κι ακριβώς για ν’ αποφύγει κανένα αναπάντεχο, έχει ανάψει και τα φώτα του αυτοκινήτου. Κι ακόμα, για να ’ναι σίγουρος εκατό τα εκατό, δε στέκεται σ’ ένα μέρος, παρά φέρνει βόλτες γύρω γύρω το φορτηγό. Αν κοτάς, Οδυσσέα, έλα! Κι έρχεται ο Οδυσσέας. Πατρίδα του είναι το χώμα που πατά ο Κύκλωπας, κι αν ζωντάνεψε αυτός σε τούτα τα χώματα, δεν πέθανε όμως ποτέ το πολυμήχανο πνεύμα του πολύμητι. Μόνο που ο ομηρικός ήρωας τούτη τη φορά είναι ένα παιδάκι δέκα χρόνων. Πεινασμένο. Κουρελίδικο. Εύθυμο ωστόσο και παμπόνηρο. Κρατά ένα τσιγάρο και πλησιάζει στο παλιό φανάρι του αυτοκινήτου. Σταματά ο Γερμανός και το κοιτά. Τι θέλει να κάνει; Σκύβει ο μικρός ν’ ανάψει το τσιγάρο του απ’ το ηλεκτρικό. Κι ο Κύκλωπας απορεί.
— Τι κάνει;
— Καμαράτ, ανάψει σιγαρέτ.
— Ηλεκτρικός;
— Για!
Ξεκαρδίζεται ο Κύκλωπας. Τι κουτοί που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα! Αν είναι δυνατόν ν’ ανάψει το τσιγάρο του απ’ το ηλεκτρικό φανάρι! Και τον κάνει χάζι.
— Ανάψει.
— Ανάψει, καμαράτ.
— Νιχτς ανάψει.
— Για, για. Εγώ σου λέω ανάψει σιγαρέτ. Βάζουμε στοίχημα;
— Στοίκημα;
Δε νιώθει.
— Νιχτς καταλαβαίνει.
— Το λοιπόν, άκου να δεις, μάγκα. Αν εγώ νιξ ανάψει το τσιγάρο απ’ το φανάρι, εσύ εμένα καρπαζά. Κλαπ! Αν εγώ ανάψει το τσιγάρο απ’ το φανάρι, εγώ εσένα καρπαζά. Κλαπ!
Με παραστατικές χειρονομίες εξηγεί ο πιτσιρίκος την πρότασή του στον Κύκλωπα. Κι εκείνος τον κοιτά και διασκεδάζει.
— Ντεν καταλαβαίνει.
— Νιξ;
— Νιξ.
— Είσαι μάπας.
Ο Γερμανός βγάζει τον αναπτήρα. Τον ανάβει και δίνει φωτιά στον πιτσιρίκο. Αλλά ο πιτσιρίκος τού κάνει χωρατά. Φου και σβήνει τον αναπτήρα. Γελά ο Κύκλωπας. Τι παιχνιδιάρηδες που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα! Ξανανάβει τον αναπτήρα. Τον απλώνει. Πλησιάζει το μούτρο του ο πιτσιρίκος, φέρνει κοντά το τσιγάρο του, κάνει τάχα πως ανάβει, ύστερα απότομα πάλι φου και ξανασβήνει τον αναπτήρα. Ξεκαρδίζεται ο Γερμανός:
— Χο-χο-χο!
Κουτοί και πεισματάρηδες που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα! Ένας πελώριος Γερμανός νιώθει την απέραντη υπεροχή του απέναντι σ’ αυτό το μικροσκοπικό χαζόπραμα και καθώς το βλέπει να τραβάει πάλι στο φανάρι για ν’ ανάψει, βρίσκει πως έχει δίκιο ο Χίτλερ να βραχνιάζει πως οι Γερμανοί είναι έξυπνος και περιούσιος λαός, που προορίστηκε από τη Θεία Πρόνοια να καβαλήσει όλους τους λαούς που είναι κουτοί. Αλλά το αστείο παρακρατά κι ο μικρός ανάβει επιτέλους απ’ τον αναπτήρα:
— Τάκενσεν!
— Εν-τά-ξει!
— Μπράβο, ρε Χιτλερία. Τα ’μαθες τα ρωμέικα. Αφίτερζεν.
— Αφίτερζεν.
Κι ο Κύκλωπας με το χαμόγελο στο κρύο του πρόσωπο κοιτά τον πιτσιρίκο που χάνεται μες στο σκοτάδι. Ύστερα ετοιμάζεται πάλι να ξαναρχίσει τις βόλτες του γύρω απ’ το αυτοκίνητο.
Αλλά όταν φτάνει στο πίσω μέρος, γουρλώνει τα μάτια. Κομμάτια ξεβιδωμένα, λάστιχα κατατρυπημένα, κομμάτια που λείπουν, σωστή καταστροφή. Και τότε μόνο καταλαβαίνει:
— Αχ ζοοοοο!…
Λυσσά. Γαβγίζει. Τραβά το πιστόλι. Αλλά οι πιτσιρίκοι –γιατί ήταν ολόκληρη παρέα που μοίρασε τη δουλειά του σαμποτάζ– έγιναν άφαντοι.
*Απόσπασμα από το μεγάλο ομότιτλο σπονδυλωτό αφήγημα του Δημήτρη Ψαθά, το οποίο αναφέρεται στην Εθνική Αντίσταση, προπάντων δε στη συμμετοχή των παιδιών σε αυτήν.
Πηγή: Χ. Σακελλαρίου, «Ανθολογία ελληνικού παιδικού διηγήματος», Άγκυρα
Προς διευκόλυνσή σας, πολύμητις σημαίνει έξυπνος, πολυμήχανος, καμαράτ είναι ο συνάδελφος, για σημαίνει ναι και νιχτς σημαίνει όχι, τάκενσεν είναι το ευχαριστώ, αφίτερζεν σημαίνει γεια σου, στο επανιδείν, και τέλος αχ ζοοοοο σημαίνει ώστε έτσι.
Ο Δημήτρης Ψαθάς γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου το 1907 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1923.
Εκεί ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και εργάστηκε από το 1925 ως δημοσιογράφος με ειδίκευση στο δικαστικό ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα».
Από το 1937 και επί σαράντα περίπου χρόνια συνεργάστηκε με τα «Αθηναϊκά Νέα», παράλληλα δε με πολλά έντυπα, ελληνικά και της ομογένειας.
Ο Ψαθάς εργάστηκε επίσης ως χρονικογράφος σε αθηναϊκές εφημερίδες, ενώ υπήρξε και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών.
Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1937 με την έκδοση της συλλογής ευθυμογραφημάτων «Η Θέμις έχει κέφια».
Ακολούθησαν πολλά ανάλογα έργα, όλα στο χώρο της σατιρικής ευθυμογραφίας, με κορυφαίο τη «Μαντάμ Σουσού» (1940).
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1940 με την κωμωδία «Το στραβόξυλο», που ανέβηκε από το θίασο του Βασίλη Αργυρόπουλου και γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Ακολούθησαν έργα όπως τα «Φον Δημητράκης», «Μικροί φαρισαίοι», «Ένας βλάκας και μισός», «Η χαρτοπαίχτρα», «Ξύπνα Βασίλη», που γνώρισαν επιτυχία στη σκηνή, ενώ πολλά μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο με ανάλογη επιτυχία.
Ο Ψαθάς εξέδωσε και ταξιδιωτικά κείμενα, που συνδυάζουν δημοσιογραφικά και ευθυμογραφικά στοιχεία με κοινωνικά και πολιτικά σχόλια.
Έγραψε επίσης και τις εμπειρίες του από τον πόλεμο και την Αντίσταση, καθώς και το βιβλίο «Γη του Πόντου» (1968) για την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Η γραφή του Ψαθά χαρακτηρίζεται από οξυδέρκεια, αμεσότητα, τόλμη και φαντασία.
Ο Δημήτρης Ψαθάς απεβίωσε στις 13 Νοεμβρίου 1979, στην Αθήνα.
Πηγή: in.gr