Κυκλοφορεί στις 12 Ιουνίου σε όλα τα βιβλιοπωλεία το νέο βιβλίο της Τίνας Κατσούλη "Αξόδευτη Ζωή", ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τον ζωγράφο Νίκο Δραγούμη.
Ο κεντρικός ήρωας, ο ζωγράφος Αριστοτέλης Κωνσταντινίδης, που αγωνίζεται να πραγματοποιήσει τα όνειρα του ενάντια στη θέληση της οικογένειάς του, είναι μια αντανάκλαση του ιστορικού προσώπου που στην πορεία αυτονομείται και ζει τη δική του ζωή.
«Μου αρέσουν οι γέφυρες», είπε ο Αριστοτέλης. «Υπόσχονται πάντα κάτι, υπόσχονται να σε οδηγήσουν στην άλλη πλευρά. Δημιουργούν μια προσμονή, και την ίδια στιγμή νομίζεις πως, καθώς τις διασχίζεις, βρίσκεσαι έξω από τον κόσμο, σ’ έναν χώρο μετάβασης...»
Δείτε περισσότερα για το βιβλίο εδώ: http://www.livanis.gr/ Aksodeuth-Zwh_p-3176912.aspx
Περίληψη Οπισθόφυλλο
Ο θάνατος, ναι, μα κι η ζωή η αξόδευτη... Ο Αριστοτέλης Κωνσταντινίδης έζησε σε μια άλλη εποχή, αν έζησε. Μικρός, ονειρευόταν την απόδραση: από την εκκωφαντική σιωπή της μητέρας του Μαρίνης, την αυστηρή ενορχήστρωση της ζωής του από τον πατέρα του Λυσίμαχο. Κρυμμένος κάτω από τους πάγκους της κουζίνας,
ξόρκιζε τις σιωπές με τα χωρατά της Σουμέλας και οι απλωμένες μπουγάδες στο πίσω μέρος της αυλής γίνονταν, με σύμμαχο τη Φιλιώ, κατάρτι ψηλό σε πλοίο που θα τον έπαιρνε μακριά, πολύ μακριά. Μέχρι τότε ζωγράφιζε.
Πίσω, στο φόντο, η Αθήνα πάσχιζε να αποδείξει τον ευρωπαϊκό της χαρακτήρα στην οδό Βουλεβάρτου και στα αρχοντικά της Πατησίων. Κι ύστερα ανομολόγητη χρεοκοπία, και πάλι διχασμός, γενοκτονίες, Μικρασιατική Καταστροφή, Κρητική Επανάσταση...
Ο Αριστοτέλης όμως απέδρασε. Κι όταν έφτασε στο Παρίσι της μπελ επόκ, όταν γνώρισε τη ζωή, την τέχνη, τον έρωτα, όταν συγκρούστηκε με τον πατέρα του και κατέληξε στη Μασσαλία, αυτός ο «Έλληνας Βαν Γκογκ» θα οδηγούνταν σε μία τραγική συνειδητοποίηση: Είχε φτάσει μακριά, αλλά έμοιαζε σαν να μην είχε φύγει ποτέ. Άλλες ζωές στάθηκαν πιο τυχερές.Έφτανε μια όψιμη ευτυχία στον επίλογο μιας αξόδευτης ζωής; «Έφτανε», θα ισχυριζόταν η Σουμέλα, που χρόνο κι απαντοχή δεν είχε γι’ άλλη θλίψη. «Έφτανε και περίσσευε».
«Μου αρέσουν οι γέφυρες», είπε ο Αριστοτέλης. «Υπόσχονται πάντα κάτι, υπόσχονται να σε οδηγήσουν στην άλλη πλευρά. Δημιουργούν μια προσμονή, και την ίδια στιγμή νομίζεις πως, καθώς τις διασχίζεις, βρίσκεσαι έξω από τον κόσμο, σ’ έναν χώρο μετάβασης. Κι αν μείνεις για πάντα πάνω στη γέφυρα, σαν να είσαι άγαλμα που τη στολίζει, τότε θα βρίσκεσαι σε μία διαρκή αναμονή, προσδοκώντας πάντα να συναντήσεις αυτό που βρίσκεται στην άλλη πλευρά». «Ποιος θέλει όμως να μείνει για πάντα πάνω σε μια γέφυρα;» σχολίασε η Λιζέτ.«Ποιος δε λαχταρά να περάσει γρήγορα στην άλλη πλευρά και να συναντήσει αυτό που τον περιμένει; Τι αξία έχει η αναμονή, που λες, αν μπορείς να τρέξεις, να τρέξεις προς αυτό που βρίσκεται στο τέλος της γέφυρας; Και τι γίνεται με όλους αυτούς που καθημερινά διασχίζουν την ίδια γέφυρα για να πάνε στη δουλειά τους ή για να αγοράσουν φρούτα και λαχανικά από την αγορά που βρίσκεται από την άλλη πλευρά;» «Καμία προσμονή ή αγωνία δε θα είχαν όλοι αυτοί που λες. Γι’ αυτό η δουλειά τους θα τους φαινόταν βαρετή, και τα φρούτα που θα αγόραζαν θα τους φαίνονταν άνοστα. Φαντάσου όμως να διέσχιζαν τη γέφυρα κάθε φορά με αγωνία, με λαχτάρα. Θέλω να πω ότι η απόλαυση προϋποθέτει την προσμονή», απάντησε ο Αριστοτέλης.
Πηγή: livanis.gr