Είναι Απρίλιος του 2010. Δύο χρόνια μετά το «κραχ» της ισλανδικής οικονομίας, εκρήγνυται το ηφαίστειο Αϊγιαφγαϊλαγέκουλ. Η Ευρώπη παραλύει για μία εβδομάδα. Το ηφαιστειακό νέφος σκεπάζει τον ουρανό της, η τέφρα φτάνει μέχρι τη Ρωσία. Επικρατεί χάος στις εναέριες μεταφορές με αρνητικές συνέπειες, που θα αγγίξουν τις πρώτες τρεις μέρες εφτά εκατομμύρια επιβάτες.
«Ρε κουφάλες, δεν τα ελέγχετε όλα!» φωνάζει την επομένη ένας 16άρης στο Λύκειο των Εξαρχείων. Και μερικές μέρες αργότερα ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών, Μπερνάρ Κουσνέρ, παραδέχεται: «Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν αντέδρασε σωστά…».
Βρισκόμαστε στο κέντρο του Ουρανού από στάχτη (εκδ. Ποταμός) της Νίκης Τρουλλινού, που με το συμβολικό φορτίο αυτού του συμβάντος έχτισε ένα απολύτως επίκαιρο μυθιστόρημα, καθόλου κολακευτικό για τις σχέσεις Ε.Ε.-Ελλάδας.
Η ηφαιστειακή στάχτη γίνεται στα χέρια της το έναυσμα για να θίξει τις ευθύνες της νομενκλατούρας των Βρυξελλών στην αναδίπλωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε σχέση με τον ιδρυτικό κοινωνικό σκοπό της και τις υποσχέσεις του 1992, αλλά γίνεται και αφορμή για να συζητήσει τις μεταβολές και τον αναπροσανατολισμό της ελληνικής κοινωνίας σε ένα τοπίο ευρωπαϊκό που το σκιάζουν όλο και πιο αδηφάγα σύννεφα μετά από εκείνη την καταστροφή. Μια γενικευμένη φυσική καταστροφή που την ακολούθησε στην Ελλάδα μια οικονομική και συγγνωστή καταστροφή: η υπαγωγή της χώρας στη «φροντίδα» του ΔΝΤ. Ανακοινώθηκε από τον Γ. Α. Παπανδρέου λίγες μέρες μετά την ισλανδική έκρηξη και χάραξε βαθιά την ευρωπαϊκή ιστορία της Ελλάδας, κατά διαβολική σύμπτωση μόλις οι ουρανοί άρχισαν να ανοίγουν για τους οικονομικά ισχυρούς Δυτικοευρωπαίους…
«Πού πάει η Ευρώπη που ονειρευτήκαμε;» ρωτάει η πρωταγωνίστρια της Τρουλλινού, η Θάλεια, αντισυμβατική φιλόλογος σε δημόσιο Λύκειο, τον παλιό εραστή της (και μακρινό συγγενή της) Τηλέμαχο, στέλεχος της Κομισιόν που έχει ακινητοποιηθεί στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών και ανταλλάσσει μηνύματα μαζί της.
Ανύπαντρη στα 50 της, προς μεγάλη απογοήτευση της φαρμακόγλωσσης Κρητικιάς μάνας της, η Θάλεια, που ήξερε να απολαμβάνει τον έρωτα και όργωνε την Ευρώπη για να συναντά τον Τηλέμαχο στα επαγγελματικά ταξίδια του, παθιάζεται να κάνει εκτός ύλης συζητήσεις με τους μαθητές της και ειρωνεύεται τον πολυάσχολο τεχνοκράτη συμπατριώτη της με τον παχυλό μισθό. Διότι «η έκρηξη ενός ξεχασμένου ηφαιστείου στην άκρη του κόσμου δεν διδάσκεται σε κανένα σεμινάριο αντιμετώπισης κινδύνων, έτσι δεν είναι;» Ούτε οι πανδημίες διδάσκονται, όπως φάνηκε πρόσφατα, και το ‘χε μυριστεί ο 16άρης!
Η Τρουλλινού στηλιτεύει την κάστα των ακριβοπληρωμένων χαρτογιακάδων που ζουν στην καρδιά της Ευρώπης και έχουν κομβικό ρόλο στη διαχείριση των κρίσεων στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. και μάλιστα όταν τα αίτια δεν είναι οι φυσικές καταστροφές, αλλά οι συνειδητές πολιτικο-οικονομικές και αναπτυξιακές επιλογές και πίσω από αυτές ο ιός της πλεονεξίας. Η Θάλεια παραπέμπει τον Τηλέμαχο στην κατάρρευση που έγινε στα τέλη του ‘50 στα βελγικά ανθρακωρυχεία της Μαρσινέλ, όπου δούλευαν και πολλοί μετανάστες από την Κρήτη, και δεν δόθηκε καμία αποζημίωση για τα 300 θύματα της καταστροφής.
Ο Τηλέμαχος δεν είναι βλάκας, ούτε ανυποψίαστος και δυσφορεί γιατί ξέρει, αλλά δεν θέλει να στερηθεί τα προνόμια της δουλειάς του. Προσπαθεί να της εξηγήσει ότι πολλά έχουν αλλάξει στον ευρωπαϊκό μηχανισμό κι ότι η δουλειά των στελεχών είναι σήμερα σχεδόν διεκπεραιωτική. Διότι οι αποφάσεις είναι σε μεγάλο βαθμό προειλημμένες προς όφελος των μεγάλων συμφερόντων κι έτσι οι τύχες των χωρών κρίνονται με άλλες προτεραιότητες.
Ο διάλογός τους, σε γλώσσα προφορική, με εκφράσεις αργκό, καλύπτει τον βασικό κορμό του μυθιστορήματος και διαβάζεται μονορούφι, έχει μάλιστα σασπένς. Διότι δεν καθρεφτίζει μια σύγκρουση επιχειρημάτων αλλά μια σύγκρουση νοοτροπιών και, ακόμα βαθύτερα, μια σύγκρουση ψυχικών καταστάσεων αλλά και κουκουλωμένων μυστικών. Είναι όλα όσα κρύβει η ευρωπαϊκή οικογένεια κάτω από το χαλί της, με την ίδια άνεση που οι γυναίκες στην κρητική οικογένεια της Θάλειας κρύβουν εδώ και μισό αιώνα τα οικογενειακά μυστικά τους για να συντηρήσουν τον μύθο του σογιού, κάτι που επίσης απασχολεί τη συγγραφέα σε τούτο το έβδομο βιβλίο της.
Ετσι, μέσα από το κρητικό παράδειγμα, η Τρουλλινού παρακολουθεί την ελληνική κοινωνία να ματώνει και παρ’ όλα αυτά να προχωρά από τις αρχές ώς τα τέλη του 20ού αιώνα κι έπειτα να φρενάρει φοβισμένη, βουλιάζοντας μέσα στις ευρωπαϊκές παγίδες και στην ανασφάλεια της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Οπως λέει η Θάλεια: «Η στάχτη μάς τριγυρνά από παντού».
Η δημιουργική μελαγχολία της Νίκης Τρουλλινού
Στοχαστική και σαρκαστική, με ακονισμένη πολιτική συνείδηση, η Νίκη Τρουλλινού δεν έγραψε ένα μυθιστόρημα ιδεών. Επέλεξε να αποτυπώσει τα σημάδια που άφησε στις ζωές των ανθρώπων η στενόκαρδη στάση του ισχυρού πυρήνα της Ευρώπης απέναντι στην Ελλάδα, μια στάση που προκάλεσε πτωχεύσεις οικονομικές αλλά και ηθικές.
Στρέφει λοιπόν τον φακό της στην ενεργή μεσαία τάξη την οποία παρακολουθεί στον άξονα Ηράκλειο-Βρυξέλλες-Αθήνα και κάνει αντίστοιχα τρεις στάσεις. Η πρώτη με «ξεναγό» τη δυναμική πεθερά της, άλλοτε δασκάλα, και με ειδική αναφορά στο 1932 και στην ομιλία του Ελευθέριου Βενιζέλου στη Βουλή για το δημόσιο χρέος. Οι επόμενες στο 2010 και στο 2011-12 προκειμένου να μιλήσει από τη μια για τα παιχνίδια των Βρυξελλών και από την άλλη για τον φόβο, την απόγνωση, τη σκληρότητα που φουντώνουν στην Αθήνα ενόσω η οικονομική και ανθρωπιστική κρίση βαθαίνει. Σε καθεμία από τις τρεις αυτές στάσεις το συγγραφικό της ύφος αλλάζει, η γλώσσα γίνεται λιγότερο ή περισσότερο εύπλαστη, μέχρι που, ακολουθώντας την ανησυχία η οποία καταλαμβάνει την πρωταγωνίστριά της, εκβάλλει σε μια γραφή ημερολογιακή, αποσπασματική, εσωστρεφή, με ποιητικά ξεσπάσματα, επηρεασμένη από τις «αλλαγές που έρχονται και μας ξεπερνούν».
«Μπορώ πια να ζω μια συνηθισμένη ζωή όπως πριν;» αναρωτιέται η Θάλεια το 2012. Και η ειρωνεία είναι ότι αυτό το ερώτημα έχει πλέον γιγαντωθεί στην πανδημία, που συμπίπτει με την έκδοση του Ουρανού από στάχτη…
Χανιώτισσα που κατοικεί 40 χρόνια στο Ηράκλειο, αλλά στη δικτατορία ζούσε στα Εξάρχεια, η Τρουλλινού έχει εργαστεί ως μάχιμη δικηγόρος (1979-2000) και από το 2000 διαχειρίζεται έναν παραδοσιακό ξενώνα στον Ψηλορείτη. Ο Ουρανός από στάχτη είναι μετά το Μ’ ένα καφάσι μπίρες του 2009 (Κέδρος) το δεύτερο μυθιστόρημά της σε μια λογοτεχνική πορεία 25 χρόνων, που έκλινε πάντα προς το διήγημα. Οπως μας είπε:
«Εχει μέσα του μια μελαγχολία αυτό το βιβλίο, που εκφράζει και τη δική μου ψυχική στάση. Δεν ξέρουμε πού πάμε και το μόνο που μας μένει είναι να προσπαθήσουμε να διαχειριστούμε τα δικά μας πράγματα με τρόπο που να ακουμπήσει τον διπλανό μας, να τον βοηθήσουμε».
Πηγή: efsyn.gr