Την Παρασκευή 15 Μαΐου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος η δεύτερη, συμπληρωμένη, έκδοση του βιβλίου «Νίκος Ξυλούρης - Τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο».
Στις σελίδες του συναντάμε μοναδικές αφηγήσεις της γυναίκας του Ουρανίας, του γιου του Γιώργου, του αδελφού του Γιάννη (Ψαρογιάννη), του Χρήστου Λεοντή και του Χριστόδουλου Χάλαρη.
Γράφουν επίσης ο Λίνος Κόκκοτος, ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ο Γιώργος Μονεμβασίτης, ο Θωμάς Κοροβίνης, ο Αλέξης Βάκης, ο Θεμιστοκλής Παντελόπουλος, ο Σταύρος Γ. Καρτσωνάκης, ο Σπύρος Αραβανής, ο Σπύρος Κουρκουνάκης, ο Θόδωρος Βαλσαμίδης, η Αγάπη Καλομοίρη και ο Γρηγόρης Παπαδογιάννης.
Περιλαμβάνεται αναλυτική δισκογραφία του Νίκου Ξυλούρη και πλούσιο φωτογραφικό υλικό, αρκετό από αυτό ανέκδοτο, που παραχώρησε ευγενικά η οικογένεια Ξυλούρη.
Για το Νίκο Ξυλούρη το τραγούδι ήταν οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου από το «Καπνισμένο τσουκάλι», του Χρήστου Λεοντή, που ο ίδιος ερμήνευσε: «…εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ΄ τον κόσμο, εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο».
Την έκδοση επιμελήθηκε ο Θανάσης Συλιβός. Artwork εξωφύλλου: Πέτρος Παράσχης
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο, στο οποίο η γυναίκα του Νίκου Ξυλούρη, Ουρανία, μιλάει για τη γνωριμία τους:
«Εγώ είμαι από ένα χωριό 19 χιλιόμετρα έξω από το Ηράκλειο, που λέγεται Βενεράτο. Είναι ενετικό το χωριό μου, εξ ου και Βενεράτο, από το Βενετία· ήτανε θέρετρο των Βενετών. Καλοί άνθρωποι, καλό το χωριό, έτσι όπως το έζησα εγώ. Μικρή ήμουνα εκεί. Μόλις πήγα στο σχολειό, ο πατέρας μου πήρε σπίτι στο Ηράκλειο, για να σπουδάσουμε. Ήμαστε τρία παιδιά –τρία ζήσαμε, άλλα τέσσερα έχασαν οι γονείς μου– κι εγώ τελευταία, δέκα χρόνια μετά το προηγούμενο. Μεγάλη διαφορά από τ’ αδέρφια μου είχα.
Πήγα σχολείο στο Ηράκλειο -είχε την άνεση, ας πούμε, ο πατέρας μου να σπουδάσουμε- και έτσι πήγαινα τις γιορτές στο χωριό. Τότε δεν είχαμε τη δυνατότητα να πηγαίνουμε τα σαββατοκύριακα· έπρεπε να ’ναι δυο-τρεις μέρες. Εποχή παλιά, το αυτοκίνητο ήτανε με σανίδες στη μέση. Καθόμασταν όλοι σαν τον κινηματογράφο και πηγαίναμε στο χωριό· αλλά τις γιορτές. Ήταν Απόκριες, όπως τώρα -σημαδιακό θέμα· Απόκριες γνώρισα τον Νίκο, Απόκριες τον έχασα…-, και είχε έρθει ο Νίκος στο χωριό μου σε γλέντι να παίξει. Εγώ τότε κόντευα να τελειώσω το Γυμνάσιο.
Με πήρε ο πατέρας μου στο γλέντι. Νέος εκείνος που έπαιζε, νέα εγώ που χόρευα -λέγανε, χόρευα και καλά- οπότε αυτή η χημεία γίνεται στους νέους ανθρώπους. Έτσι είδα τον Νίκο, κι έτσι με είδε ο Νίκος. Κυριακή τον είδα και Καθαρά Δευτέρα είχαμε γλέντι. Την Τρίτη το βράδυ ήρθε πλέον, είχε μάθει και πού έμενα, κ’ ήρθε και μου ’κανε καντάδα. Από ’κεί εξακολούθησαν οι καντάδες. Μετά από ενάμισι χρόνο μιλήσαμε. Μετά από ενάμισι χρόνο… Σε τέσσερεις-πέντε μήνες κλεφτήκαμε· το ’58.
(...) Στην Κρήτη ό,τι θέλουμε το λέμε με μαντινάδες. Έπαιζε λύρα, έλεγε μαντινάδες, και οι φίλοι του γύρω γύρω πηγαίνανε, περνούσανε από ολωνών τις κοπέλες που είχανε στην παρέα. Μάλιστα, άρεσε πάρα πολύ και άνοιγαν τα μπαλκόνια, τα παράθυρα· ήταν πολύ ωραίο. Περπατούσαν και τους κερνούσαν ρακές, τους πετούσαν λουλούδια· τους άρεσε. Και επειδή οι διατάξεις κοινής ησυχίας είχαν αρχίσει, ζήτησαν οι Ηρακλειώτες να μην τον ενοχλούνε. Είχε ειδική άδεια· σαν εξαίρεση. Ήταν πολύ ωραίες οι καντάδες της εποχής εκείνης. Ο Νίκος ερχότανε και περνώντας μού ’λεγε μαντινάδες. Δεν ξέρανε οι άλλοι ότι ήτανε για ’μένα. Μετά περνούσαν από άλλο στενό που ήτανε η άλλη κοπέλα, κι έπειτα πιο πάνω, του αλλουνού. Ο Νίκος ήξερε μόνο, κι εγώ υπολόγιζα ότι τα ’λεγε για ’μένα.
(...) Εμένα γενικώς μού φάνηκε ο ίδιος ξεχωριστός. Ο τρόπος τού φέρεσθαι… Δεν μιλούσαμε, αλλά λέω, παραδείγματος χάριν: κατέβαινα εγώ από το σχολείο, κι εκείνος επήγαινε απ’ το πεζοδρόμιο. Αν ήταν επάνω στο πεζοδρόμιο, μόλις με έβλεπε κατέβαινε κάτω. Ούτε καν να συναντηθούμε στο πεζοδρόμιο· ένας σεβασμός. Τα άλλα δεν μπορείς να τα πεις με λόγια. Δεν μπορείς να το πεις αυτό που αισθάνεσαι από μια ματιά. Είναι όμως αρκετή μια ματιά για να είσαι μια ολόκληρη ζωή τοποθετημένος κάπου…»
INFO
Νίκος Ξυλούρης Τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο
Συλλογικό (επιμ. Θανάσης Συλιβός)
Εκδόσεις: Μετρονόμος
ISBN: 978-960-99366-1-3
Σελίδες: 152
Πηγή: pancreta.gr