Φωτο: Τσόκος Διονύσιος- Γέρος αγωνιστής που παίζει λύρα - Εθνική Πινακοθήκη
Αν δεν ήταν οι απουσίες ούτε που θα πατούσε σήμερα το πόδι του ο Αντώνης στο σχολείο. Προχωρημένος Μάρτης ήταν στα Χανιά και οι πρώτες ωραίες λιακάδες έπιασαν να λιώνουν τα χιόνια στα βουνά και να μαλακώνουν τις αισθήσεις. Μέρα τη μέρα ο χειμώνας κατατροπωνόταν από μια άνοιξη για ακόμη μια φορά πολλά υποσχόμενη. Σήμερα το λύκειο δεν είχε μαθήματα λόγω της γιορτής, 24 Μαρτίου βλέπεις. Έτσι, μόλις πήραν τις απουσίες, ο Αντώνης καβάλησε τα κάγκελα και την έκανε προς το λιμάνι. Όρεξη που είχε να παρακολουθεί ντοκιμαντέρ για το 1821 και να ακούει ποιήματα και βλαχοτράγουδα.
«Είμαστε αιώνες πίσω στο σχολείο, ρε γαμώτο», σκεφτόταν με τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν, καθώς κατηφόριζε προς το λιμάνι. «Τι μας ενδιαφέρει εμάς τι έκαναν πριν από διακόσια χρόνια οι φουστανελάδες; Το μόνο κέρδος που χάσαμε λίγο μάθημα και θα συναντήσω την παρέα». Είχε ραντεβού με τον φίλο του τον Βασίλη από το 4ο λύκειο κάτω από το άγαλμα του Δασκαλογιάννη. Θα την κοπανούσε κι αυτός.
«Τρελοί είμαστε να καθόμαστε σχολείο και να ακούμε τα ίδια και τα ίδια; Ας βρουν αλλού κορόιδα». Συνέχισε ζοχαδιασμένος και έκανε αριστερά στην Σολωμού. Στο ύψος της Μπότσαρη έστριψε για τον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε ίσια στην παλιά πόλη. Στο περίπτερο της Πλατείας Κολοκοτρώνη πήρε τσιγάρα - είχε απομακρυνθεί πια αρκετά από το σχολείο και τα μάτια των καθηγητών. «Αλλά τι να πεις;» συνέχισε τον εσωτερικό του μονόλογο, «σκουριασμένα μυαλά στα υπουργεία, βιβλία όλο σκόνη και παλιατζούρα». Με τις σκέψεις αυτές έφτασε στο σημείο συνάντησης.
Δεν βρήκε άδειο παγκάκι και έκατσε στα πόδια του Δασκαλογιάννη που ακίνητος υπέμενε τις κουτσουλιές από τα περιστέρια. Ο Αντώνης άναψε τσιγάρο και περίμενε. Έβγαλε το κινητό και έστειλε ένα γρήγορο αλλά σαφές μήνυμα στον Βασίλη: «ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ;». Ο Αντώνης «τα ‘χε πάρει στο κρανίο» και –μέσα στο κρανίο του- τα ‘χωνε σε όλους: «Στην εποχή των κινητών και του διαδικτύου μάς βάζουν να ασχολούμαστε με την αρχαιολογία. Τι σχέση έχουμε εμείς με το 1821; Τι μας νοιάζει; Τα άλλα κράτη προχωράνε, εμείς εκεί, κολλημένοι». Πάνω στην ώρα ο φίλος ήρθε. Του ζήτησε να περάσουν πρώτα από την Χατζημιχάλη Νταλιάνη, μήπως βρουν κι άλλους κοπανατζήδες.
«Κάναμε και στο δικό μας λύκειο γιορτή. Βαρεμάρα και πλήξη. Κάτι σπασικλάκια διάβασαν κείμενα και οι ‘φύτουλες’ της χορωδίας τραγούδησαν. Δε βαριέσαι, ένας χρόνος ακόμη και ξεμπερδεύουμε με το λύκειο». Οι δυο κολλητοί ασφυκτιούσαν πια στην πόλη και μοιράζονταν επιθυμίες και όνειρα. Δυστυχώς βέβαια όλα τα σχέδια απόδρασης προϋπέθεταν ότι του χρόνου θα έστρωναν τον κώλο τους στο διάβασμα για τις Πανελλαδικές. Έπιασαν πάλι τα ίδια και τα ίδια με πρώτο τον Αντώνη: «Να μου κάτσουν καλά οι εξετάσεις, ρε φίλε, και γουστάρω να περάσω Αθήνα, στο Φυσικό του Καποδιστριακού. Ζωή και κότα! Και τις Κυριακές στο Καραϊσκάκη, να βλέπουμε την Ολυμπιακάρα»! «Γιατί, ρε φίλε, η Σαλονίκη άσχημα θα σου πήγαινε; Όλη μέρα θα την βγάζουμε στο Ναβαρίνο με παρέες». «Μωρέ ας περάσουμε και βλέπουμε. Γιατί άμα κάτσει καμιά στραβή θα γίνει η καταστροφή του Δράμαλη που λένε».
Την επανάστασή τους τη σχεδίαζαν, ώσπου βγήκαν στην ακτή Μιαούλη, στις καφετέριες του Κουμ Καπί. Εκεί ξέχασαν και τα αναθέματα για το 1821 και τις κουβέντες για το πανεπιστήμιο. Δεν ήταν μόνο η θάλασσα αλλά και τα δυο δροσερά κορίτσια που συνάντησαν στο καφέ. Ήταν η έκπληξη που φύλαγε ο Βασίλης για τον φίλο του. «Να σου γνωρίσω τα κορίτσια. Η Βαγγελιώ και η Ρία πηγαίνουν στην Α΄ λυκείου. Είναι ξαδέλφες. Από δω ο φίλος μου ο Αντώνης. Είναι λίγο άγριος, αλλά μη φοβάστε, δε δαγκώνει». Ο Αντώνης προσπέρασε γρήγορα τα πειράγματα του κολλητού και κάθισε δίπλα στη Ρία. Οι συμπάθειες μοιράστηκαν εύκολα. «Και από πού βγαίνει το ‘Ρία’;» ρώτησε για να ανοίξει η συζήτηση. «Από το Ελευθερία. Τώρα μάλιστα λέγαμε να καλέσουμε τον Βασίλη στο κοινό μας πάρτι, έλα κι εσύ άμα μπορείς, μετά την παρέλαση». «Καλά η Βαγγελιώ γιορτάζει, εσύ γιατί κάνεις πάρτι»; «Γενέθλια. Γεννήθηκα του Ευαγγελισμού», διευκρίνισε η Ελευθερία.
Η μέρα πέρασε ‘ζάχαρη’. Οι τέσσερις, σε ζευγάρια βέβαια, περπάτησαν στα στενά της Παλιάς Πόλης με γέλια και πειράγματα. Κατέληξαν στην άλλη άκρη του λιμανιού να δίνουν τα πρώτα τους φιλάκια στην ακτή Κουντουριώτη. Οι δυο ξαδέλφες έμοιαζαν βέβαια, αλλά καθεμιά είχε τον τύπο της. Ο Βασίλης επιβεβαίωσε την επιτυχία της κοπάνας μιμούμενος με ύφος σοβαροφανές τον Λυκειάρχη του: Είδατε; «Αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν».
Το βράδυ ο Αντώνης έπεσε για ύπνο κατάκοπος αλλά ευτυχής. Είδε ένα όνειρο παράξενο. Ήταν λέει ήδη στο πάρτι και χόρευε με την Ελευθερία. Καλεσμένοι όμως δεν ήταν μόνο οι συμμαθητές αλλά ζωντανεμένοι όλοι οι δρόμοι και οι πλατείες από όπου πέρασε. Ήταν ο Κολοκοτρώνης με τον Μπότσαρη. Άλλη παρέα οι ναυτικοί, ο Κουντουριώτης και ο Μιαούλης. Τους κερνούσε τσικουδιές ο Δασκαλογιάννης, καραβοκύρης κι αυτός. Πιο σοβαροί συζητούσαν σε μια γωνία ο Σολωμός με τον Καποδίστρια. Ήταν κι ο Καραϊσκάκης φορώντας (όνειρο κι αυτό…) τη φανέλα του Ολυμπιακού. Κι όλοι μαζί έπιναν στην υγειά της Ελευθερίας! Ο Δράμαλης παρακολουθούσε από μιαν άκρη κατσούφης!
Χαζηπαναγιώτου Μανόλης
Το κείμενο του φίλου, Μανόλη είχε σταλεί σε διαγωνισμό για τα 200 χρόνια από την επανάσταση. Ο διαγωνισμός απαιτούσε το κείμενο να έχει ακριβώς 821 λέξεις και να περιέχει τη φράση του Κολοκοτρώνη "Αν δεν είμεθα τρελοί δεν θα κάναμεν την επανάστασιν".
Πηγή: pancreta.gr