Η πολύτιμη σχέση δύο ανθρώπων που έγραψαν ιστορία στον ελληνικό πολιτισμό μέσα από απόσπασμα του βιβλίου «Νίκος Ξυλούρης. Τραγουδάω όπως τραγουδάει το ποτάμι», Εκδόσεις Μετρονόμος, με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων (στις 8 Φεβρουαρίου) από τον θάνατο του Νίκου Ξυλούρη.
Η πρώτη τους ουσιαστική γνωριμία έγινε το 1973, στην μπουάτ Αγρύπνια που είχε ανοίξει ο Χρήστος Λεοντής για να μπορεί να παρουσιάζει τα τραγούδια που συνέθετε. Ηταν ένα υπόγειο στην Αγία Αικατερίνη στην Πλάκα και εκεί ο συνθέτης διηύθυνε μια ορχήστρα δώδεκα ατόμων και τριών νέων τραγουδιστών. Η επιτυχία των παραστάσεων ήταν πολύ μεγάλη, με κοινό ηλικίας το πολύ 17 ετών…
Η διάρκεια ζωής τους όμως –όπως και της λειτουργίας της μπουάτ– αντιστρόφως ανάλογη: μόνο είκοσι μέρες, δικτατορία γαρ. Είχαν όμως προλάβει να εκπληρώσουν τον σκοπό τους. Γιατί τη βραδιά που κατέβηκε στο υπόγειο ο Νίκος Ξυλούρης να ακούσει και ο ίδιος την παράσταση για την οποία είχε δημιουργηθεί θόρυβος –ο ίδιος τραγουδούσε με τον Μαρκόπουλο λίγο πιο δίπλα, στη Λήδρα– ξεκίνησε η γνωριμία και η μετέπειτα συνεργασία του με τον Λεοντή σε έναν από τους σημαντικότερους ελληνικούς δίσκους όλων των εποχών: το «Καπνισμένο τσουκάλι», δηλαδή τα μελοποιημένα, ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου. Αυτά τα τραγούδια τα είχε μόλις συνθέσει ο Λεοντής και τα παρουσίαζε για πρώτη φορά τότε στο κοινό.
Μια λαμπρή συνεργασία ξεκινά
Να πώς περιγράφει την πρώτη τους γνωριμία ο ίδιος ο συνθέτης: «Με τον Ξυλούρη δεν είχαμε μέχρι τότε γνωριστεί από κοντά, ήξερε βέβαια ο ένας το έργο του άλλου. Υστερα από μια παράσταση ήρθε και με βρήκε και πολύ συγκινημένος μου είπε: “Αυτά τα τραγούδια πρέπει και θέλω να τα πω εγώ”. Ετσι ξεκίνησε η συνεργασία μας. Αρχίσαμε να δουλεύουμε τα τραγούδια στο σπίτι μου στην Αγία Παρασκευή και επειδή ο Νίκος είχε το χάρισμα που διαθέτουν όσοι έχουν έμφυτη σοφία, να ακούει, οι πρόβες εξελίχτηκαν πολύ δημιουργικά». Πόσο όμως επηρέασε τον συνθέτη στην τελική απόδοση του έργου η καταλυτική φωνή του Ξυλούρη; «Δεν με επηρέασε στις μελωδίες των τραγουδιών, αφού αυτές ήδη υπήρχαν προτού τα τραγουδήσει ο ίδιος. Η ελευθερία, όμως, που εκπορεύεται από το ηχόχρωμα της φωνής του ταίριαξε απόλυτα με το κλίμα των τραγουδιών και του λόγου».
Οι ώρες ηχογράφησης του δίσκου στο στούντιο ήταν μόλις 22. Οι σχέσεις του Ξυλούρη με τον ποιητή του έργου Γιάννη Ρίτσο ήταν «γλυκύτατες», όπως μας λέει ο Λεοντής. «Ηταν σαν να γνωρίζονταν χρόνια. Ο ποιητής θαύμασε την εκφορά του λόγου του τραγουδιστή λέγοντας χαρακτηριστικά “Περίφημη η έκφραση αυτού του ανθρώπου”. Ο Ξυλούρης από την άλλη καταλάβαινε το νόημα των στίχων του ποιητή· άλλωστε αυτό είναι και το μεγαλείο της ποίησής του, το κατανοητό και εικονοποιητικό της, και τους απέδιδε με αυτό τον εξαιρετικό τρόπο».
Ετσι το 1975 κυκλοφόρησε ο δίσκος και αμέσως η επιτυχία του ήταν μεγάλη. Στις συναυλίες που συνεργάζονταν ο κόσμος ήταν ενθουσιώδης. Ο Ξυλούρης «με το χάρισμα της ζωντανής επικοινωνίας δεν μετέφερε στον κόσμο απλώς νότες· μετέφερε και μια αίσθηση δεσίματος, ώστε να μην μπορείς να αντισταθείς και να θέλεις να είσαι μαζί με τον διπλανό σου. Δεν ήταν απλώς μεσολαβητής των τραγουδιών αλλά μύστης μιας τελετουργίας» τονίζει ο συνθέτης.
Το πρόωρο τέλος ενός φαινομένου
Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο στιγμιότυπο από τις συναυλίες τους, όπως το θυμάται μέχρι σήμερα ο Λεοντής: «Ηταν 24 του Φλεβάρη του 1975. Θυμάμαι ακριβώς την ημερομηνία γιατί τότε έγινε το ‘‘Πραξικόπημα της πιτζάμας’’, όπως ονομάστηκε, μια ακόμη αποτυχημένη απόπειρα να καταληφθεί και πάλι η εξουσία. Παίζαμε μαζί με τον Ξυλούρη στο Σπόρτιγκ και ο κόσμος ήταν πολύς. Οι εκδηλώσεις όταν ακουγόταν το “Καπνισμένο τσουκάλι” απερίγραπτες. Ειδικά όταν ακούστηκαν οι στίχοι από το “Αυτοί που περιμένουν”: “Είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας οι δυνατοί/ είναι ο ξωμάχοι κι οι προλετάριοι” οι φωνές σκέπασαν τα ηχητικά εφέ. Ο Ξυλούρης στο διάλειμμα ήρθε και με βρήκε και μου είπε: ‘‘Μα ήντα θα πει, μωρέ, προλετάριοι;’’. Εγώ του εξήγησα σύντομα. Και τότε μου απάντησε: ‘‘Εδά θα δεις, στο δεύτερο μέρος’’. Πράγματι, βγήκε στον κόσμο και καθώς τραγουδούσε κάποια στιγμή γονάτισε. Φυσικά, όλος ο κόσμος ξεσηκώθηκε».
Μετά το «Καπνισμένο τσουκάλι» η συνεργασία του Λεοντή με τον Ξυλούρη συνεχίστηκε σε λίγες συναυλίες και σε ορισμένα τραγούδια στον δίσκο «Παραστάσεις» που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη του 1975. Ο Ξυλούρης τραγούδησε τα τραγούδια «Οι νεκροί της πλατείας» (του Πάμπλο Νερούδα), «Ο ήλιος εβασίλεψε» (του Μακρυγιάννη) και τον «Θούριο» (του Ρήγα).
Η προσωπική τους επικοινωνία τις επόμενες χρονιές έγινε πιο αραιή λόγω διαφορετικών προγραμμάτων ζωής και υποχρεώσεων, όμως η εκτίμηση παρέμεινε αμοιβαία. Το τέλος, ως γνωστόν, πρόωρο. Ο Λεοντής δεν θέλει να θυμάται τις τελευταίες τους συναντήσεις, όταν τον είχε επισκεφτεί στο σπίτι του στο Πόρτο Ράφτη, άρρωστο πια, ανήμπορο να περπατήσει, «ένας αλλιώτικος Ξυλούρης». Ο θάνατός του άφησε στον συνθέτη λύπη και πίκρα. Τα ίδια συναισθήματα που του είχε δημιουργήσει ο χαμός, πρόωρος κι αυτός, ενός άλλου μεγάλου καλλιτέχνη και στενού του φίλου, του Μάνου Λοΐζου. Λύπη, λοιπόν, για τον συνθέτη άφησε η απώλεια του Ξυλούρη. Πόσο, όμως, λείπει σήμερα και από το τραγούδι; «Αυτά τα φαινόμενα» τονίζει ο Λεοντής «εμφανίζονται μία φορά. Κάθε κοινωνία διαμορφώνει το πρόσωπό της και σε αυτό συμμετέχει και ο λαός και η κυβέρνησή του. Κάθε εποχή είναι ένας καθρέφτης για το πώς αισθάνεται το σύνολο των ατόμων. Και τα τραγούδια, λοιπόν, εκφράζουν την εποχή τους. Ο Ξυλούρης ήταν μοναδικός».
Σπύρος Αραβανής
Πηγή: pancreta.gr