Ο Χριστόφορος Λιοντάκης, φανατικός αναγνώστης της «Εφ.Συν.» διαβάζει σελίδες για το βιβλίο
«Τα συμμαχικά στρατεύματα απέχουν λίγα χιλιόμετρα από την Κολωνία. Κι οι Γερμανοί φεύγοντας από το Χάνδακα άφησαν στη θέση τους τον κουτσοφλέβαρο {…) κι αυτός βάλθηκε καλά και σώνει να γκρεμίσει με τις χιονιές του τους λίγους τοίχους που έμειναν στη θέση τους. Τα καταστήματα τροφίμων κυριολεκτικά γυμνά. Λίγα ρεβίθια και μπιζέλια και το νερόγαλο ασβέστης που φέρει το όνομα τυρί φέτας». Φλεβάρης του ’45. Στις είκοσι. Καλημέρα στον ποιητή Χριστόφορο Λιοντάκη, καλή μέρα για μας, τους «πανηγυριστές» των στίχων του. Συνταξιδιώτες, στο εξής, εκείνος, ο διάβροχος ποιητής, εμείς οι διψασμένοι αναγνώστες, σχοινοβάτες, θαρρείς, όλοι μας ανάμεσα στο φανερό και τ’ αφανέρωτο με τη Μνήμη να μοιράζει τα χαρτιά της στα κρυφά…
Πώς να 'ταν τότε το Ινι Μονοφατσίου, εκεί στους λόφους της Αρκαδίας; Ο νοτάριος του Χάνδακα Leonardo Marcello το μνημονεύει στα 1280. Κι ύστερα, από τον Καστροφύλακα ώς τον Pashley και από τον Spratt ώς τον Σπανάκη, ναοί και ερείπια στοιχειώνουν τη σκέψη πολλών – και ο εκλεκτός θα τα μετουσιώσει όλα τούτα σε Τέχνη. Et in Arcadia ego. Το χωριό.
Οι λόφοι απλώνονται στο μοβ της ανεμώνης, στο πράσινο της ελιάς κι ύστερα γυρνούν στο κίτρινο στάχυ μετρώντας τις εποχές. Τ’ Αστερούσια, τ’ αγαπημένα σου, κρύβουν τη θάλασσα. Το σπίτι. Οιονεί μετέωρο. Κασέλες με κρυμμένα μυστικά, να τα σκαλίζεις. Νεύματα και σκιές να θησαυρίζονται. Τ’ αδέλφια μακριά κι η μοναξιά εγκυμονεί τους στίχους που κάποτε θα 'ρθουν. Ο δρόμος με τα χαμομήλια. Το μικρό περιβόλι. Το μεγάλο περιβόλι. Μαζεύω με ευλάβεια τις λέξεις των λουλουδιών μη και χάσουν το άρωμά τους.
Εχουμε και λέμε: αστιβίδες, ρίγανες, φασκομηλιές, θυμάρι, αγαύες. Λυγαριές, βούρλα, σπαθόχορτο, μυρσίνες, αφράτο, πικροδάφνες, καλαμιές. Δυόσμος και καρυοφύλλι. Τριανταφυλλιές, κατιφέδες, γιασεμιά. Βιολέτες και κρινάκια. Κυπαρίσσια, ροδιές, μηλιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές. «Καρποί κομμένοι που ωριμάζουν / στα κλειστά δωμάτια του χειμώνα / τα παιδικά μας χρόνια συναντιούνται’».
Τα ζώα σου. Η κατσίκα∙ πότε θα γεννήσει και θα βυζάξει. Τα πουλάρια και τα μάτια τους σαν αρρωσταίνουν. Κόκκινη όρνιθα, φευγάτη, επιστρέφει με δέκα νεοσσούς. Κι οι χελώνες ξύπνησαν, μέρες του Μάρτη. Ηταν εκεί προχθές και σε περίμεναν στις όχθες, στο φράγμα. Η Ζωοδόχος Πηγή, σπαράγματα αρχαίες πέτρες στους τοίχους, ζωή - νερό κυλά μέσα από τον βράχο.
«Στην είσοδο της Ζωοδόχου Πηγής, στο κιονόκρανο, δύο κεριά αναμμένα στάζουν. Αριστερά η σελήνη με τραβά, δεξιά ο ήλιος με στηρίζει. Προχωρούμε κι οι τρεις. Μοιάζει να χωρίζομαι στα δύο. Από τον αρχαίο λόφο κατρακυλούν αρχαία νομίσματα».
Η Κεφάλα. Γιομάτη τα αρχαία των Αρκάδων, καθώς η μπουλντόζα ξεχώνει και πετά οστά και πέτρες παλαιές, επίγραφες, σπαρμένος ο τόπος κομμάτια αρχαίων κιόνων, βυζαντινές βασιλικές. «Στο κλίτος της βασιλικής / έχει η βροχή κεντήσει ρόδο», βασιλικές ρημαγμένες να κρατούν καλά στη μνήμη των ντόπιων και το μικρό αγόρι μέσα στο βαρύ κλίμα του ανείπωτου παρατηρεί, μαζεύει, σφουγγάρι σκέτο, κρατώντας το χέρι της γιαγιάς Δέσποινας.
Η γιαγιά… τον ξυπνά στις δύο τα ξημερώματα, ρίχνει νερό από το κανάτι για το πλύσιμο και κινούν «με φεγγάρι ή χωρίς φεγγάρι, με άστρα ή χωρίς άστρα» όλα γύρω λάμπουν. Τα αγγίγματα, η σιωπή του πένθους μιλά, υπόγεια, κρυφά λόγια, κρυφά νοήματα. Θα 'ρθει καιρός που όλα τούτα θα γίνουν λέξεις. Να το ήξερε η γιαγιά;
«Θυμάμαι πως το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής που πηγαίναμε ν’ ανάψουμε τα καντήλια στα γύρω ξωκλήσια {…} παλαιικές γυναίκες σταματούσαν, έκαιγαν λιβάνι και θυμιάτιζαν». Ναι, σκέφτομαι τον Γέροντα της Σκιάθου. Εδώ, πρώτη φορά, αναβλύζει η αγάπη του Χριστόφορου Λιοντάκη για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Σε τούτες τις εικόνες, στα βιώματα: χαιρετισμοί με το ψιλοβρόχι, το ταπεινό τραπέζι με τα νηστίσιμα, τα Εγκώμια – τραγούδια στα στόματα των προσφύγων, διπλή η απώλεια, του Τόπου και του Σώματος (ή μήπως πρόκειται για ένα και το αυτό;), ο 103ος Ψαλμός ο Προοιμιακός καλούμενος.
Στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου, στο Καπετανάκειο, στην αίθουσα πάνω από τη θάλασσα, η φιλόλογος Δέσποινα Χατζάκη θα διαβάσει τη «Σταχομαζώχτρα». Κι ο έφηβος Λιοντάκης θα περάσει το κατώφλι της Βικελαίας ψάχνοντας τον Παπαδιαμάντη. «Φόνισσα» και «Πασχαλινά διηγήματα». Μα η πρώτη ανάγνωση του Γέροντα ήταν η περιδιάβαση στο πλάι της γιαγιάς σε ξωκλήσια, μυρωδιές, ύμνους στην κρητική ενδοχώρα.
Ο Λιοντάκης, νεοσύλλεκτος στην Κόρινθο τον Γενάρη του 1968
Εκεί στην παιδική ηλικία είναι και κάτι άνθρωποι, πρόσφυγες τους φωνάζουν, με λέξεις παράξενες, ντουκιάνι και χαβάνι και γιοργάνι και κοκόνα μου, στριμωγμένοι πολλοί μαζί στα σπιτάκια στο Μοναστηράκι, πρώην Τουρκοχώρι, να μοσχομυρίζουνε ασβέστη, βασιλικά και γλυκό κυδώνι. Φύτεψαν και ζωντάνεψαν τ’ αμπέλια, γλέντι τρικούβερτο ο τρύγος. Πρόσφυγες! Μια άλλη Ελλάδα ήρθε να μεταγγίσει αίμα και ζωή. Και δώσ' του οι ιστορίες χωρίς τελειωμό. Τα κρυφομιλήματα της μικρής κοινότητας στ’ αυτιά σου. Μα και στην πόλη αργότερα.
Στον συνοικισμό, στο σπίτι του θείου Γιώργου, ανάμεσα στην Οαση, τα Τρία Πεύκα και το Ατσαλένιο, γλάστρες βαμμένες λουλακί με αμπερόζα, και πισσόχαρτο στις στέγες να μην περνά το κρύο του χειμώνα. Αγαπώ τούτες τις σελίδες από το «Νυχτερινό Γυμναστήριο», Χριστόφορε. Γιατί βρίσκω δικά μου πράγματα, πατέρα και παππού από το Αϊδίνι, τις γραίες της Μικράς Ασίας στα χανιώτικα στενά των Αγίων Αναργύρων, ακούω τα ξόρκια και τα ξεματιάσματά τους, και κείνη τη φράση της θείας, ως άλλη Πέρσα, «είχαμε κι εμείς στη Σμύρνη, αλήθεια σου λέω…».
Ή όπως εσύ το λες μ’ έναν μόνο στίχο: «Λάμποντας πάνω απ' την ανταλλαγή / των πληθυσμών, τα παιδικά μας χρόνια / θα τάραζαν τους επιλήσμονες / κι αυτούς που γύρισαν τις σελίδες του χρονικού / και προσπέρασαν τη γραφή στο περιθώριο».
Το Ηράκλειο, λοιπόν, η παλίμψηστη πόλη. Η ποιητική πόλη! Πόσοι άραγε το πιστεύουν ακόμα; «Μια πόλη στον λαβύρινθο του χρόνου, απ’ όπου μόνο με παλίντροπες κινήσεις ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη μπορείς να βγεις». Εδώ ο Λαβύρινθος της Εφηβείας, όπως θέλεις να λες. Με τους Εφτά Μπαλτάδες ν’ αντικρίσει το φως ο Ελύτης, το Μαρτινέγκο ν’ αγκαλιάσει το σώμα του Νίκου Καζαντζάκη, θα τη θυμάσαι πάντα εκείνη την εξόδιο πομπή καθώς περνά από την οδό Βικέλα για τον Αγιο Μηνά. Τους δασκάλους στο Καπετανάκειο και το φροντιστήριο του Ζουράρη στην Ικάρου, καθώς φωνές σταφιδεργατών και πυροβολισμοί παλεύουν στην Πλατεία Ελευθερίας. Κι ο Νικόλαος Σταυρινίδης στη Βικελαία, το Οικοτροφείο στο μικρό αδιέξοδο της Εβανς. Δημήτρης Πλάκας, Αρης Δικταίος, Μηνάς Δημάκης. Είναι κάμποσοι οι άνθρωποι σε τούτη την πόλη που τις σκιές τους ακόμα τις θωπεύεις.
Από το '62 και μετά μια άλλη πόλη θα τον κερδίσει. Η Αθήνα. Με το δικό της μειδίαμα! Η απομάκρυνση από τον γενέθλιο τόπο και ο στίχος του Μηνά Δημάκη να κρατεί τα ιστία: «Κάψαμε τα καράβια μας και χαρίσαμε στάχτη στη θάλασσα / Κι ανταλλάξαμε θάλασσα με μια χούφτα ασάλευτη γη» ώς την ώρα που η θάλασσα, θάλασσα – μνήμη, μεγαλόψυχη θα μας δώσει πίσω το καράβι. Δεν νομίζεις;
Αθήνα, λοιπόν. Διαλέγω κι εδώ, Χριστόφορε, εκείνα που μου μιλούν: η σαββατιάτικη λαϊκή αγορά στην Καλλιδρομίου – έχεις να μαγειρέψεις για τους φίλους σου. Το Μοναστηράκι τις Κυριακές, εκείνος ο περίπατος δίπλα στις γραμμές του τρένου ώς το Θησείο, οι σπασμένες κολόνες στη Ρωμαϊκή Αγορά κι ο ήλιος να γέρνει πάνω από τα νερά του Φαλήρου. Οι «φιλέρημοι έφηβοι» στα καφέ, η Μονή Δαφνίου, ο σταθμός Λαρίσης, τρένα πάλι, αποχαιρετισμοί και κάποιοι που τίποτε δεν έχουν να περιμένουν. Απόβραδο ή ξημέρωμα καθώς εργάτες αδειάζουν τα σκουπίδια: «Ο κύλινδρος αλέθει ενοχές και οράματα / πολύτιμα κάποτε χαρτιά, αγαπημένα ενδύματα / άνθη μαραμένα. Κι όμως κανείς δε στέργει / να χαρίσει λίγο χρόνο στην εκφορά τους. {…} Στο κασετόφωνο η καντάτα μελωδεί τη θλίψη / πριονίζει σιγά σιγά το αδαπάνητο».
Σ’ έχω δει σ’ αυτούς τους περιπάτους. Ψηλός, ευθυτενής, μεγάλη δρασκελιά, να καταπίνουν τα πέλματα τις πλάκες των πεζοδρομίων. Η πραγματικότητα γύρω μας δεν μπορεί να αγνοηθεί, λες, επιδέχεται πολλούς φωτισμούς, οι αθέατες όψεις αγκιστρώνουν τη ματιά, η παρατήρηση βολεμένη στην τρυφεράδα του βλέμματος, το βλέμμα που όλα τα κάνει να «υπάρχουν» αλλιώς. Οι καταβολές της σκέψης και οι αποσκευές του ήθους θα συναντηθούν με την πραγματικότητα και θα γίνουν Ποίηση. Ο άστεγος τοίχος, το ασήμι του σαλιγκαριού (πρόλαβε) να αποτυπώσει τα ιερογλυφικά της ζήλιας - η ανώνυμη πόα να ευωδιάζει στο Σούνιο, το φως πάνω στην επιτύμβια στήλη, και ο μικρός, «Μικρός πολύ και ντρέπεται / την πείνα του θανάτου να ονομάσει».
Συνέδριο για τον Ν. Καζαντζάκη. Απο αριστερά Αρης Σφακιανάκης, Χριστόφορος Λιοντάκης, Μανόλης Πρατικάκης, Γ. Γιγουρτζής, Ρέα Γαλανάκη, Νίκη Τρουλλινού, Γιώργος Γιατρομανωλάκης
Και εκλεκτικές συγγένειες. Και μεταφράσεις. Σταντάλ και Πονζ, Πολ Βαλερί και Μπονφουά, ο σκοινοβάτης ο Ζενέ, Ρεμπό και Απολινέρ, η γαλλική ποίηση, άγρυπνες νύχτες πάνω από τις λέξεις, «η διαδικασία της μετάφρασης αρχίζει με την επιλογή» γράφει ο Λιοντάκης για τις μεταφραστικές επιλογές του Σπύρου Τσακνιά και οι επιλογές του μεταφραστή Λιοντάκη δεν μπορεί παρά να ανταποκρίνονται στους ποιητικούς του έρωτες. Η συνομιλία του παρελθόντος με το μέλλον, ο λυρισμός και η ελεγεία, - τιμώντας τους μεταφραστές ο Λιοντάκης δικαιώνει τη φράση του Πάουντ όπως ο ίδιος λέει: οι λογοτεχνικές αναγεννήσεις από τις μεταφράσεις ξεκινούν.
Λοιπόν, θα «κλέψω» έναν ποιητή, τον Απολινέρ. «Ποιοι θέλετε να σας διαβάζουν;» ρωτήθηκε. «Ποιοι θέλεις να σε διαβάζουν, Χριστόφορε;» Αφησέ με να μαντέψω, αν μπορώ. Ο Πολωνός μετανάστης, δραπέτης από μαυρόασπρη ταινία του Κισλόφσκι, «με της φιλανθρωπίας τα παλιομοδίτικα», μαζεύει τώρα την ελιά στο Ινι, στα χωράφια των προσφύγων του ’22, μουρμουρίζοντας: «η πολιτική γεωγραφία με ρωγμές / κι η διαλεκτική τρεκλίζει». Και ο άστεγος κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα, η περιουσία του λίγα βιβλία σε πλαστική σακούλα, γρυλίζει θυμωμένος στα bateaux mousses που τον ξυπνάνε - το Παρίσι θα είναι πάντα εδώ στους ροδώνες του ενυπνίου.
Με τούτα και μ’ εκείνα ανεβαίνουμε την Εμμανουήλ Μπενάκη. Φυσικά και μπορούν οι δρόμοι ν’ αγαπηθούνε. Πέμπτος όροφος. Τριγύρω γκαρσονιέρες σκαρφαλωμένες στην κορυφή περιμένουν τα βράδια μοναχικούς ενοίκους. Στην άκρη των χεριών ο Λυκαβηττός. Τα λουλούδια έχουν τον λόγο. Η καλαμιά ψιλόλιγνη, φερμένη, ίσως, από το φράγμα των παιδικών χρόνων. Κληματαριά, ελιά, πικροδάφνη, φρέζες, βασιλικά, ντοματιές τον Αύγουστο. Κομμάτι εκείνου του μικρού περιβολιού που ο πατέρας σού είχε παραχωρήσει για τα φυτέματά σου φερμένο στη βεράντα της οδού Δερβενίων. Στο βάζο ένα κλαδί μανώλιας. Λέω, Χριστόφορε, να γράψω τη λέξη με ω, ωμέγα. Ν’ ανοίγει η λέξη, ίδιο λουλούδι, ανθισμένη κι αυτή, να μοσχοβολά. Οπως η γενναιοδωρία σου.
ΥΓ. Τον περασμένο Μάιο τα λουλούδια απότιστα. Κατάλαβα.
Νίκη Τρουλλινού
Σημ: Το κείμενο συμπυκνώνει ομιλία της Ν.Τ. στο Ηράκλειο, στις 21/3/2008, με την παρουσία του ποιητή. Γιατί όλα έχουν σημασία όταν είμαστε ακόμη εδώ.
Πηγή: efsyn.gr