Έγκλημα και Καλοκαίρι: «Σόσιαλ Μήδεια» - Ειδήσεις Pancreta
Φωτογραφία: Flickr/Marco Verch Professional
 
Το διήγημα της Ειρήνης Δερμιτζάκη για το αφιέρωμα βιβλίου του VICE Greece.
 
Κάθε μέρα, το VICE Greece παρουσιάζει σε πρώτη δημοσίευση διηγήματα με θέμα «Καλοκαίρι και Έγκλημα». Το παρακάτω διήγημα που έγραψε η Ειρήνη Δερμιτζάκη για το αφιέρωμα βιβλίου, έχει τίτλο «Σόσιαλ Μήδεια». Η Ειρήνη Δερμιτζάκη γεννήθηκε το 1982 στη Σητεία. Σπούδασε θέατρο στην Ελλάδα και κινηματογράφο στο Λονδίνο. Το 2018 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στη Δημιουργική Γραφή στην Αγγλία. Τα έργα της «Ορνιθοφοβία» και «Αντζελέτα και Ετελβίνα» (υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού της Μεγ. Βρετανίας) έχουν ανέβει σε θέατρα του Λονδίνου. Έχει γράψει σενάρια για ταινίες μικρού μήκους και διηγήματα που διακρίθηκαν σε διαγωνισμούς και έχουν εκδοθεί από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Έχει επίσης συμμετάσχει στο συλλογικό μυθιστόρημα «Η κατάρρευση» από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες. Το 2017 κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο «Αυτό που Δεν Γνωρίζω Ακόμα», από την Anima εκδοτική. Σε λίγες μέρες πρόκειται να κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά της «Γεννημένος Λούζερ» από τις εκδόσεις Εύμαρος. Διδάσκει δημιουργική γραφή και είναι writing mentor από το 2016.
 

Σας το λέω και να μου το θυμηθείτε: Δεν πάμε καλά γενικά. Ε, δεν ξέρω τώρα για τις άλλες χώρες, αν είναι κοινό το κακό, αλλά στην Ελλάδα σίγουρα. Έχουμε κλειστεί ο καθένας στο καβούκι του κι όχι μόνο δεν μας νοιάζει αν ζει ή πέθανε ο διπλανός μας, αλλά ούτε τι πόσταρε στο Facebook δεν κοιτάμε. Τίποτα, πλήρης αδιαφορία. Περνάμε κρίση.

Ποιος το λέει; Εγώ το λέω. Εγώ, που παλιά είχα πέντε χιλιάδες φίλους στο Facebook και αναγκάστηκα να κάνω και δεύτερο προφίλ, γιατί δεχόμουν συνεχώς αιτήματα. Ξέρετε τι άγχος είχα μέχρι να το φτιάξω; Κάθε λεπτό που περνούσε σκεφτόμουν πώς θα προσπαθεί κανένας παλιός γνωστός να με βρει και δεν θα μπορεί. Αλλά σας λέω και να το βάλετε καλά στο μυαλό σας: Δεν νοιάζεται πια ο κόσμος. Δεν τον αγγίζει τίποτα πια. Εδώ ανεβάζω φωτογραφία στο Instagram, στη Μύκονο με μαγιό, δίπλα από παραδοσιακό ανεμόμυλο και φόντο τον καταγάλανο ουρανό και παίρνω μια-δυο καρδούλες με το ζόρι.

Στην αρχή σκεφτόμουν ότι φταίει το περιεχόμενο. Βαρέθηκε ο άλλος να βλέπει σέλφι στα μπουζούκια με την Πάολα ή φωτογραφίες με γαριδομακαρονάδες και μιλφέιγ που έφτιαχνα από συνταγές του Youtube. Έτσι είπα να δοκιμάσω άλλη τακτική, μήπως τραβήξω πάλι την προσοχή. Και το φαΐ έκοψα και γυμναστήριο ξεκίνησα, και να οι φωτογραφίες με τετρακέφαλους και φέτες κοιλιακούς και μαγιό, που πιο πολλά έδειχνε παρά έκρυβε. Δέκα μήνες στο γυμναστήριο για δέκα λάικ. Μετά άρχισα τα επικίνδυνα σπορ, για καγιάκ πήγα, από αλεξίπτωτο έπεσα, ταξίδι στη Νιγηρία, που ακόμα χρωστάω 200 ευρώ στο ταξιδιωτικό και τίποτα. Τζίφος. Λιγόστευαν τα λάικ μέρα με τη μέρα. Λέω, θα ζηλεύουνε. Αυτό είναι. Δεν θέλει ο άλλος να σε βλέπει να περνάς καλά ενώ αυτός είναι κλεισμένος μέσα.

Το γύρισα λοιπόν στα φιλανθρωπικά. Το τι φωτογραφίες με αδέσποτα ζωάκια παρατημένα στον δρόμο ανέβασα, τι ανακοινώσεις για αιμοδοσίες, τι στατιστικά για τροχαία και βιασμούς, παιδάκια με σύνδρομο ντάουν, πρόσφυγες να θαλασσοπνίγονται. Πάλι τίποτα δεν έγινε. Καμιά αντίδραση. Είπα, μπα, ο κόσμος έχει δικά του βάσανα και δεν αντέχει πια μαύρες ειδήσεις. Κάτι άλλο πρέπει να κάνεις.

Άρχισα λοιπόν τα ντιμπέιτ. Μόλις έβλεπα ποστ για πολιτικές συζητήσεις και σκάνδαλα, έτρεχα πρώτη να σχολιάσω να πω την άποψή μου, είχα δεν είχα γνώση επί του θέματος. Κανείς όμως δεν έμπαινε στον κόπο να μου απαντήσει. Είδα κι αποείδα και λέω, έτσι είστε; Θα σας δείξω εγώ. Άρχισα να βρίζω και να προκαλώ. Χριστούς, Παναγίες. Να απειλώ θεούς και δαίμονες, να σου καεί το σπίτι, να σου απαυτώσουνε την αδερφή ή τη μάνα. Ε, ακόμα χειρότερα τα πράγματα, άρχισε κόσμος να με διαγράφει, με διώχνανε από γκρουπ. Εξορία, μη σου τύχει! Δεν με ήθελε άνθρωπος. Μόνο έναν-δυο ακροδεξιούς έκανα καινούριους φίλους αλλά κι αυτοί δεν μου πολυέδιναν σημασία.

Έπεσα σε κατάθλιψη. Ούτε το ποντίκι δεν είχα δύναμη να κουνήσω. Κάθισα και συζήτησα με τον εαυτό μου και είπα ότι δεν είναι ζωή αυτή, πρέπει κάτι να κάνεις. Να βγεις από την αδράνεια. Μούγγα μέσα στο σπίτι. Μούγγα και στο Ίντερνετ; Όχι. Έπρεπε πάλι να αποκτήσω κοινωνική ζωή. Να κάνω κάτι να τους δείξω πώς είμαι και εγώ εδώ.

Διάφορα περνάγανε από το μυαλό μου. Είπα, όμως, πως αν ξεκίναγα από τη σελίδα που είχα για να βγαίνω ραντεβού, θα ήταν πιο δύσκολο. Εκεί κάνει μια με το χέρι ο άλλος και σε εξαφανίζει, αν δεν του κάνει η φάτσα σου. Έτσι σκέφτηκα το Facebook. Το πρώτο ποστ που έκανα έγραφε «Ήρθε το τέλος». Κανείς δεν έδωσε σημασία. Είπα να ξαναπροσπαθήσω. Μετά από μια μέρα έγραψα «Σήμερα, ένας από σας θα πεθάνει». Και πάλι τίποτα. Είχα παίξει όλα μου τα χαρτιά. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον ώσπου μια νέα ιδέα μου πέρασε από το μυαλό. Κρέμασα μια θηλιά από τον γάντζο του φωτιστικού την έβγαλα φωτογραφία και την πόσταρα στο Instagram και στο Facebook. Έγραψα από κάτω «Αντίο. Εγώ δεν έχω άλλη δύναμη να ζήσω». Ε, εκεί απελπίστηκα πια. Ούτε ένας δεν βρέθηκε να ρωτήσει αν είμαι καλά. Ούτε ένας, το πιστεύετε; Άρχισα να αγχώνομαι ότι κάτι δεν πάει καλά με τους λογαριασμούς μου. Ότι έχω λάθος ρυθμίσεις και δεν βλέπει ο κόσμος αυτά που γράφω. Τα τσέκαρα ξανά και ξανά, κάλεσα και τεχνικό να ‘ρθει να δει το κομπιούτερ και το κινητό. «Όλα καλά», μου είπε, «μπορεί να μη φταίτε εσείς, ο κόσμος το 'χει σιχαθεί πια το Ίντερνετ, θέλει να βγαίνει έξω, τώρα με τον καύσωνα τρέχουν όλοι στις παραλίες».

Το σιχάθηκε; Πότε πρόλαβε; Και τι ξέρει αυτός ο τεχνικός από τα σόσιαλ; Ποιος κάνει λάικ σε σέλφι υδραυλικών που ξεβουλώνουν σιφώνια και φραγμένες λεκάνες; Μην τρελαθούμε κιόλας. Σαν έφυγε, ένιωσα τον θυμό να γίνεται αέρας και να πιέζει τα τύμπανα στα αυτιά μου. Οργή με έπιασε με την αναισθησία του κόσμου. Και καλά οι άγνωστοι, αλλά οι φίλοι και οι συγγενείς; Τίποτα; Κανείς να μην αντιδράσει στο μήνυμα αυτοχειρίας; Κι αν το είχα κάνει στ' αλήθεια; Έτσι είστε; Θα σας δείξω εγώ, είπα.

Πήρα λοιπόν ένα κουζινομάχαιρο που είχα για να ξεκοκαλίζω το κρέας και βγήκα με θολωμένο το μάτι από το διαμέρισμα. Εκείνη την ώρα επέστρεφε η γειτόνισσα από το μπάνιο. «Καλησπέρα» της λέω, αυτή ούτε που μου αποκρίθηκε. Γύρισε την πλάτη να ξεκλειδώσει την πόρτα. Την πλησιάζω κι εγώ και χραπ της δίνω μια στην πλάτη, πάρ’ την κάτω. Σωριάστηκε πάνω στην τσάντα θαλάσσης. Σαν βεβαιώθηκα πως δεν αναπνέει πια, έστησα το σκηνικό. Της έβαλα πίσω στο πόδι τη σαγιονάρα που είχε βγει με την πτώση, και τοποθέτησα την τσάντα της στο μπαγκράουντ, με το ροζ της καπέλο να προεξέχει. Το σώμα της, το άπλωσα πάνω στην ψάθα, μπρούμυτα, με το μαχαίρι πάνω στην πλάτη. Την έβγαλα μια ολόσωμη φωτογραφία και μια κοντινή στον τόπο της μαχαιριάς για να φαίνεται και λίγο αιματάκι και γύρισα στο διαμέρισμά μου. Ανέβασα τις φωτογραφίες στα σόσιαλ μίντια, έβαλα και ένα φίλτρο να φαίνεται πιο κόκκινο το αίμα, και περίμενα να δω αντιδράσεις. Περάσανε λίγα λεπτά και είχα μόνο ένα λάικ. Από την υπερένταση μπήκα στον μπάνιο να κάνω ντουζ. Δεν άντεχα άλλο να κοιτώ την οθόνη. Ε, μετά χτυπήσανε την πόρτα. Πείτε μου όμως...

-...στο Instagram το είδατε ή στο Facebook;

- Πουθενά δεν το είδαμε. Μας ειδοποίησε ο σύζυγος του θύματος όταν ανέβηκε στον όροφό σας και βρήκε τη γυναίκα του νεκρή. Είχε πάει να παρκάρει το αυτοκίνητο.

- Άρα δεν ξέρουμε πόσα λάικ πήρε. Τίποτα δε θα έγινε. Ο καθένας στο καβούκι του. Δεν υπάρχει σωτηρία. Μόνοι γεννιόμαστε, μόνοι πεθαίνουμε. Γιατί, τι είναι ο άνθρωπος άμα δεν έχει με ποιο να κάνει share τη ζωή του; Τίποτα δεν είναι. Σαν να μην υπάρχει.

...Αλήθεια στη φυλακή επιτρέπονται τα κινητά;

Eπιμέλεια αφιερώματος: Μελπομένη Μαραγκίδου


Πηγή: vice.com