“Το δάσος ήταν το σπιτικό μου. Ζούσα εκεί και νοιαζόμουν γι’ αυτό. Προσπαθούσα να το διατηρώ τακτικό και καθαρό. Μια ηλιόλουστη μέρα, ενώ μάζευα κάτι σκουπίδια που είχε αφήσει ένας κατασκηνωτής, άκουσα βήματα. Πήδηξα πίσω από ένα δέντρο και είδα ένα μικρό κορίτσι να έρχεται από το μονοπάτι, κρατώντας ένα καλάθι.
Μου φάνηκε ύποπτη γιατί φορούσε περίεργα ρούχα, κατακόκκινα, και το κεφάλι της ήταν καλυμμένο με μια κουκούλα -πράγμα ύποπτο για την εποχή μας- σαν να μην ήθελε να την αναγνωρίσουν. Φυσικά, την σταμάτησα και τη ρώτησα ποια ήταν, πού πήγαινε και από πού ερχόταν. Μου είπε μια αόριστη ιστορία, ότι πήγαινε φαγητό σε κάποια γιαγιά που την περίμενε.
Βασικά μου φάνηκε έντιμο άτομο, αλλά βρισκόταν στο δάσος μου κι έδειχνε ύποπτη μ’ εκείνα τα ρούχα. Έτσι αποφάσισα να της δείξω πόσο προκλητικό ήταν να εισβάλει στον χώρο μου, χωρίς προειδοποίηση, ντυμένη περίεργα.
Της επέτρεψα να συνεχίσει τον δρόμο της κι έτρεξα αμέσως στο σπίτι της γιαγιάς της. Εξήγησα στη συμπαθητική γριούλα το πρόβλημά μου κι εκείνη συμφώνησε ότι η εγγονή της έπρεπε να πάρει ένα μάθημα. Έτσι, αποφασίσαμε να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι ώσπου να την φωνάξω.
Όταν έφτασε η Κοκκινοσκουφίτσα στο σπίτι, τη φώναξα στην κρεβατοκάμαρα, όπου είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι παριστάνοντας τη γιαγιά. Το κορίτσι ήρθε, με αναψοκοκκινισμένα τα μάγουλά της, και με πρόσβαλε λέγοντας κάτι άσχημο για τα μεγάλα μου αυτιά. Επειδή με είχαν προσβάλει κι άλλοτε, προσπάθησα να βρω κάτι θετικό. Είπα λοιπόν ότι, μπορεί να είναι μεγάλα τα αυτιά μου, αλλά έτσι μπορώ να την ακούω καλύτερα. Ήθελα να δείξω ότι τη συμπαθούσα και ότι πρόσεχα αυτά που έλεγε.
Εκείνη όμως συνέχισε να με προσβάλει, αυτή τη φορά για τα γουρλωτά μου μάτια. Καταλαβαίνετε πώς άρχισα να αισθάνομαι γι’ αυτό το κορίτσι, που κάτω απ’ το ευγενικό προσωπείο ήταν τόσο κακοήθες. Παρ’ όλα αυτά, της είπα ότι τα γουρλωτά μου μάτια με βοηθούσαν να τη βλέπω καλύτερα.
Η επόμενη προσβολή όμως με νεύριασε πάρα πολύ. Είπε ότι τα δόντια μου είναι τεράστια. Άγγιξε το ευαίσθητο σημείο μου. Ξέρω ότι δεν έπρεπε να χάσω την ψυχραιμία μου, αλλά πήδηξα απ’ το κρεβάτι και της φώναξα πως τα μεγάλα μου δόντια τα είχα για να τη φάω πιο εύκολα.
Για να είμαστε ειλικρινείς, κανένας λύκος δεν θα έτρωγε ποτέ ένα κορίτσι, όλοι το ξέρουν αυτό. Τότε το τρελοκόριτσο άρχισε να τρέχει γύρω γύρω ουρλιάζοντας κι εγώ προσπαθούσα να τη φτάσω για να την ηρεμήσω. Έβγαλα και τα ρούχα της γιαγιάς, αλλά αυτό φάνηκε να χειροτερεύει τα πράγματα
Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε με δυνατό κρότο κι ένας μεγαλόσωμος τύπος στεκόταν εκεί με το τσεκούρι του. Τον κοίταξα και κατάλαβα ότι είχα βρει τον μπελά μου. Υπήρχε ένα ανοιχτό παράθυρο πίσω μου και την κοπάνησα.
Ποτέ κανείς δεν είπε τη δική μου πλευρά σ’ αυτή την ιστορία. Κυκλοφόρησε μόνο η φήμη ότι ήμουν κακός και μοχθηρός. Σύντομα όλοι άρχισαν να με αποφεύγουν κι εγώ από τότε δεν περνάω καλά και είμαι δυστυχισμένος. Έτσι αποφάσισα να σας γράψω την ιστορία μου.
Με εκτίμηση, ο λύκος
Από το βιβλίο της Δάφνης Φιλίππου & Πόλας Καραντάνα «Ιστορίες για να ονειρεύεσαι… παιχνίδια για να μεγαλώνεις»
*******
Πολλές φορές μέσα από τη μυθοπλασία και το παραμύθι εκφράζονται πολυσύνθετες αλήθειες που ισχύουν για όλους μας ή μιας συγκεκριμένης κουλτούρας με ένα τόνο παιδικό και αθώο για να μπαίνει κατευθείαν στη συναισθηματική μας νοημοσύνη, να ξυπνά το «παιδί που κρύβουμε μέσα μας», να μας συγκινεί και να ωθεί να επεξεργαζόμαστε την πραγματικότητα πιο ουσιαστικά. Ποιο το νόημα αυτού του παραμυθιού όμως;
Για δεκάδες χρόνια, πολλές γενεές μεγάλωναν με μια συγκεκριμένη οπτική. Αυτής της αθώας κορασίδας που παραλίγο να γίνει θύμα ενός κακού, πονηρού και «βίαιου» λύκου, σύμβολο της πονηριάς και της εκμετάλευσης, της κακοποίησης και του γενικού κακού. Σύμβολο που όλοι μας πρέπει να αντιταχθούμε εναντίον του και να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για τη καταπολέμησή του.
Όμως άκριτα και από τις αφηγήσεις ενός ανθρώπου. Αβίαστα χωρίς να μπούμε στη διαδικασία να λάβουμε υπόψη και την άλλη πλευρά. Έτσι λοιπόν μεγαλώνοντας, το παραμύθι μας διδάσκει έμμεσα ότι οι ενδείξεις πολλές φορές ισούνται με αποδείξεις και γενικευμένη αλήθεια. Και έτσι δημιουργούνται οι προκαταλήψεις και οι στερεοτυπίες. Και αυτές, ως αποδεκτές κοινωνικές αλήθειες τείνουμε να τις μεταδίδουμε και στους επόμενους. Και έτσι εδραιώνονται και μας καθορίζουν μετέπειτα.
Ποτέ δεν κοιτάξαμε την άλλη όψη. Την όψη ενός λύκου που θυματοποιήθηκε. Που δεν βρήκε ποτέ τον χρόνο και το χώρο να μιλήσει για τη δική του οπτική γωνία. Που ποτέ εμείς οι υπόλοιποι δεν του δώσαμε αυτό το χωροχρονικό πλαίσιο, γιατί πολύ απλά δεν μας απασχόλησε ποτέ. Για όλους εμάς που απλούστατα δεν βρεθήκαμε ποτέ στην ίδια θέση.
Όμως ο κάθε λύκος, άνθρωποι που υφίστανται αδικίες από κάποιους και τίθενται θύματα τόσο από αυτούς όσο και από τη βουβή κοινή γνώμη, στιγματίζονται. Κρύβονται. Δυστυχούν. Και ποτέ δεν ξεχνούν.
Ο Αλβανός είναι κλέφτης, ο ναρκομανής ένα σκουπίδι, το παιδί με τα γυαλάκια που κάθεται στο πρώτο θρανίο και διαβάζει, ένα ανθρωποειδές που φυτοζωεί. Ο ομοφυλόφιλος είναι επικίνδυνος και ο άστεγος λυπητερός και βρωμερός. Ο άνεργος είναι και αυτός τεμπέλης. Εικόνες που δεν τις φτιάξαμε μόνοι μας, αλλά εικόνες που μας τις μετέδωσε μια ολοκληρή κοινωνία που η ίδια νοσεί, μέσα από τις αφηγήσεις των μεγαλυτέρων μας που με τα χρόνια τις οικειοποιηθήκαμε. Και τις κάναμε ένα με εμάς.
Μια ανώριμη κορασίδα που πρόλαβε να κρίνει αβίαστα τις καταστάσεις, μια γιαγιά που ποτέ δεν μερίμνησε να αποκαταστήσει την αλήθεια, ένας κυνηγός που θέλησε να επιβάλλει τη «τάξη» μέσα από την τιμωρία και μια ολόκληρη ανθρωπότητα που αποτύπωσε το γεγονός ως μια αντικειμενική πραγματικότητα. Και ένας λύκος. Που είναι μόνος του.
Πολλές φορές τείνουμε να δείχνουμε ενσυναίσθηση και να καταλαβαίνουμε την αδικία όταν και εμείς τη δεχτούμε κάποια στιγμή. Όταν τη νιώσουμε στο πετσί μας. Όταν και εμείς με τη σειρά μας γίνουμε τα θύματα και κάποιες αόρατες δυνάμεις μας τοποθετήσουν στην «απέναντι όχθη». Τότε ίσως καταλάβουμε και αποκτήσουμε ξανά την ανθρωπιά μας.
Ο προβληματισμός έγκειται στο να αναρωτηθούμε αν μπορούμε να απαγκιστρωθούμε από μόνοι μας από αυτές τις προκαταλήψεις, να επεξεργαστούμε τις καταστάσεις με το να τις βλέπουμε σφαιρικά και εμπειρικά, και συνεπώς να αναθεωρήσουμε. Να φτιάξουμε ένα νέο κόσμο, που θα μεταδώσουμε στους επόμενους. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από τη μόρφωση που λαμβάνουμε, από τη καθημερινότητα που επιλέγουμε να ζούμε, από τους ανθρώπους που βρισκόμαστε σε στενή επαφή και αλληλεπιδρούμε, ακόμη και από τη κοινωνικοπολιτική μας θεώρηση. Εν ολίγοις από τα πάντα.
Το θέμα είναι να θέλουμε. Ένα όραμα για έναν καλύτερο κόσμο. Στον οποίο μέρα τη μέρα θα γινόμαστε καλύτεροι και πιο ανθρώπινοι, ρίχνοντας τα τείχη του παρτικισμού και του ατομικισμού. Δίνοντας σάρκα και ωστά και στον «Άλλο» δίπλα μας.
Πηγή: pancreta.gr