«Παροικώντας την Ιερουσαλήμ των μπορχεσιανών λαβυρίνθων» - Ειδήσεις Pancreta

  Αχιλλέας Κυριακίδης: «Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και η αγωνία της μετάφρασης» Πατάκης, 2019, σελ. 45 και δεξιά «Το Μουσείο των Τύψεων και άλλα διηγήματα» Πατάκης, 2018, σελ. 148

Δεν μπορεί, αλλά πρέπει να γίνει! Να η σύμφυτη στο έργο της μετάφρασης αντίφαση την οποία καλείται να υπερβεί κάθε μεταφραστής. Να και το θέμα της ευχαριστήριας αντιφώνησης του συγγραφέα, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Αχιλλέα Κυριακίδη κατά την τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του Ιονίου Πανεπιστημίου. Με δεδομένο ότι στη δυσθεώρητη μεταφραστική βιβλιογραφία του δεσπόζει το διηγηματικό και δοκιμιακό έργο του Μπόρχες, δεν είναι καθόλου τυχαία η «παραδειγματική» επιλογή του μπορχεσιανού corpus.

Εκκινώντας, λοιπόν, από τις πρώιμες («Οι δυο τρόποι του μεταφράζειν») πλάγιες ή δοκιμαστικές («Η αναζήτηση του Αβερρόη») βολιδοσκοπήσεις και διατρέχοντας τις κατά μέτωπον επιθέσεις του Μπόρχες στο θέμα του (οι δυο μελέτες συγκριτολογικής μεταφρασιολογίας: «Οι [αγγλικές] μεταφράσεις του Ομήρου» και «Οι μεταφραστές των “Χιλίων και μίας Νυκτών”»), η πραγμάτευση ελίσσεται με επιτυχία ανάμεσα στις νάρκες των μπορχεσιανών διερωτήσεων (Πότε μια μετάφραση είναι πιστή;

Τι σημαίνει μετάφραση του πνεύματος ή του γράμματος;), διασώζεται από την κινούμενη άμμο των μπορχεσιανών παραδόξων («Το πρωτότυπο αδικεί τη μετάφραση») και, φυσικά, εκβάλλει στο έργο του μετασυμβολιστή από τη Νιμ που μετέφρασε–αντιγράφοντας λίγες παραγράφους από τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες. Το «Πιερ Μενάρ, συγγραφεύς του “Δον Κιχώτη”», θεωρούμενο, από τον Μορίς Μπλανσό (1959) ή τον Τζορτζ Στάινερ (1975), ως ο κορυφαίος αναστοχασμός για τη λειτουργία της μετάφρασης, αναγιγνώσκεται ως εξαίρετο δείγμα «ολικής μετάφρασης» και «πράξη απόλυτης μίμησης».

Στο πλαίσιο αυτό βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την πρωτότυπη μεταφορά που επιχειρεί ο Κυριακίδης της θεωρίας του ποιητικού ανταγωνισμού του Χάρολντ Μπλουμ από τον χώρο της λογοτεχνίας στον χώρο της μετάφρασης, θεωρώντας την τελευταία μια μορφή δημιουργικής μεταμόρφωσης διά της αφομοιώσεως, συχνά ολοκληρωτικής, του πρωτοτύπου.

Αν έχει μία φορά ενδιαφέρον η σύνδεση (ήδη με τον τίτλο του κειμένου) με την «Αγωνία της επίδρασης», είναι διπλά ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο λόγος του μεταφραστή Κυριακίδη εκφωνήθηκε δυο μήνες πριν και κυκλοφόρησε έντυπoς δυο μήνες μετά την τελευταία συλλογή πεζών του, η οποία έχει ήδη γίνει (ορθώς) αποδεκτή ως η πιο «μπορχεσιανή» συλλογή του συγγραφέα Κυριακίδη.

Ωστόσο τι μπορεί να σημαίνει «μπορχεσιανό» για έναν συγγραφέα που ήταν μπορχεσιανός πριν ακόμα γνωρίσει τον Μπόρχες, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ακόμα και αν πράγματι «Το Μουσείο των Τύψεων» είναι μια συλλογή διηγημάτων και ψευδοδοκιμίων που όλα τους αρδεύονται σε διαφορετικό βαθμό και με ποικίλους τρόπους από τη σκέψη και τα γραπτά του Μπόρχες;

Φυσικά, δεν πρόκειται απλώς για «φόρο τιμής» στον Αργεντινό. Αυτό το έχει κάνει κατ’ επανάληψη ο Κυριακίδης. Ούτε πρόκειται για τη δημιουργική επανάληψη μπορχεσιανών μοτίβων ή μεγαθεμάτων (η γλώσσα, ο χρόνος, ο άλλος, εσείς κι εγώ), όπως συμβαίνει και στα διηγήματα «Τhe Ender», «Η λέσχη της μυστικής μελαγχολίας» ή το διήγημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή. Αυτά, άλλωστε, έχουν μολύνει την πεζογραφία του Κυριακίδη ήδη από τα «Στοιχεία ταυτότητας» του 1977. Εδώ προχωράμε ένα βήμα περισσότερο.

Οχι μόνο ήρωες του Μπόρχες διασχίζουν τις σελίδες της συλλογής (ο υπερμνήμων στο «Με τον Φούνες», ο Χουάν Ντάλμαν με εκλεκτή παρέα στο «Casting»), αλλά επιπλέον, συμβαδίζοντας με την παγκόσμια τάση [βλ. «Το χαμένο βιβλίο του Μπόρχες» του Μέμπο Τζαρντινέλι, «Ο Μπόρχες και οι αιώνιοι ουραγκοτάγκοι» (Αγρα, 2007) του Λουίς Φερνάντο Βερίσιμο, «Η Συνωμοσία Μπόρχες» (Opera, 2018) του Γκαστόν Φιόρδα], στη μυθοπλασία εισέρχεται και στρογγυλοκάθεται ο ίδιος ο Μπόρχες, άλλοτε ώριμος και παρά θίν’ αλός («25 Ιανουαρίου»), άλλοτε νεαρός και προβληματισμένος με τον χρόνο («Ο Τζόρτζι στο κτήμα»). Τέλος, ακριβώς στο κέντρο της συλλογής, όχι μόνο «μιλάει» ο Μπόρχες, αλλά... υπογράφει και ένα διήγημα! Μάταια θα αναζητήσει κανείς τα «Κτερίσματα» στα Απαντά του, καθώς πρόκειται για διήγημα που ο Μπόρχες, κατά τον Κυριακίδη, δεν εξέδωσε (μπορεί και να μην έγραψε) ποτέ.

Νομίζω ότι εδώ ο Κυριακίδης δεν υπέκυψε, ούτε προσωρινώς, στον πειρασμό να εξαπατήσει τη φιλότεχνη ανθρωπότητα. Αντίθετα, ακολούθησε, όπως ακριβώς και ο συγγραφέας της νεκρολογίας του Πιερ Μενάρ, το αποφθεγματικό δίδαγμα του υπ’ αριθ. 2005 στην έκδοση της Δρέσδης (1929, σ. 644), φιλολογικού αποσπάσματος του Φρίντριχ βαν Χάρντερμπεργκ ή Νοβάλις: «Τότε μόνο φαίνεται ότι έχω καταλάβει έναν συγγραφέα, όταν μπορώ να ενεργήσω σύμφωνα με το πνεύμα του, όταν, χωρίς να μειώνω την ατομικότητά του, μπορώ να τον μεταφράσω, να τον μεταμορφώσω με πολλούς τρόπους».

Αυτό κάνει ο επίγονος-Κυριακίδης χρόνια τώρα, αντικρίζοντας κατάματα τον μεγάλο πρόγονο. Φυσικά και δεν πρόκειται για πατροκτονία ή ένα οριστικό, κατά Μπλουμ, κλείσιμο λογαριασμών. Αυτοί θα μείνουν ανοικτοί στους αιώνες των αιώνων, για τον απλούστατο λόγο ότι στους διαδρόμους και τις οκταγωνικές στοές της βιβλιοθήκης, που άλλοι ονομάζουν Σύμπαν, τα μπορχεσιανά παράδοξα περί προγόνων και επιγόνων έχουν ισχύ φυσικού νόμου (και, άρα, «Κάθε συγγραφέας δημιουργεί τους προγόνους του»).

Οσο για την ανά χείρας συλλογή, αυτή απλώς συγκεντρώνει τα στιγμιαία συναπαντήματά τους στις σκοτεινές γωνιές της λαβυρινθώδους μυθοπλαστικής πραγματικότητας που, όπως συμβαίνει σε κάθε λαβύρινθο κατασκευασμένο από αναγνώστες, είναι προορισμένος και να αποκρυπτογραφηθεί από τους αναγνώστες.

Μια καλή αφετηρία γι’ αυτόν τον φιλόδοξο αναγνώστη-πρότυπο του Κυριακίδη είναι τα δυο αλληλοσυμπληρούμενα παλαιότερα ψευδοδοκίμια της συλλογής [η περιδιάβαση στο πολύπλευρο έργο του Κρίστιαν Γκρέινβιλ («Φάλαινες και αναισθητικά», 1990) και στον πρωτοποριακό κινηματογράφο του Φρεντ Μπάτον («Το εξωφρενικό αριστούργημα», 1983)]. Εκεί, στον βυθό του καθρέφτη, δηλαδή στο άπειρο βάθος των αέναων αντικατοπτρισμών (κάπου διακρίνεται και ο Πιερ Μενάρ) θα εντόπιζα τη μήτρα της συλλογής.

Υποσχόμενος σαν τον Χάρι Σάιν του διηγήματος «The Ender» να επανέλθω δριμύτερος, προτιμώ να κλείσω με τα λόγια ενός άλλου κριτικού για τα δοκίμια του Γκρέινβιλ, που ισχύουν και για τα κείμενα της κυριακίδειας συλλογής, τα οποία, εν ολίγοις, «δικαιώνουν θριαμβευτικά όσους πίστεψαν –και, δόξα τω θεώ, δεν είμαστε λίγοι– στις μοναδικές ικανότητες αυτού του αστείρευτου μυαλού και αφέθηκαν να υποκύψουν εγκαίρως (“in time”) στην απαράμιλλη γοητεία του».

Αριστοτέλης Σαΐνης

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις


Πηγή: efsyn.gr