φωτογραφία: Silvia Grav
Καθημερινά παλεύω να ξεφύγω από τις σειρήνες που με σπρώχνουν σε μια άβυσσο ανερμάτιστων συλλογισμών για το νόημα και τη σημασία της ζωής. Πολλές φορές η ασθένεια κάνει τις διαδικασίες του να υπάρχω, να είμαι ζωντανός, περισσότερο από δύσκολες, επώδυνες. Κι αυτό δεν με αφήνει να χαρώ τίποτα. Ούτε μου επιτρέπει να δείξω με τον τρόπο μου σε κείνην που αγαπώ, τη γυναίκα μου, τον τρόπο που είχα σαν άνδρας παλιότερα, το σημαντικό ρόλο που παίζει στη ζωή μου. Πόσο γεμίζει την ψυχή μου με αγάπη, ενάντια στην καταστροφική διάθεση που με κατακλύζει.
Η αγαπημένη μου έχει μια δική της αντίληψη των πραγμάτων. Ανέκαθεν πίστευε πως η ζωή είναι κατά κανόνα άδικη, δε θα σου χαριστεί ποτέ. Οφείλεις να της κλέψεις στιγμές, ευτυχία ή τον έρωτα που σου χρωστάει. Είναι ένας τρομοκράτης των αισθημάτων. Δε τη φοβίζουν οι γκρίζες μέρες, τα χρόνια που περνούν, ο ίδιος ο φόβος. Αρκεί να αγαπηθεί και να αγαπήσει με πάθος. Είναι ένα μείγμα λογικής και συναισθήματος η ύπαρξή της.
Εγώ αντίθετα ζω μετέωρος στις καταστάσεις. Σκέφτομαι διαρκώς, ενώ μου επισημαίνει πως δεν είμαι υποχρεωμένος να σκέφτομαι. Μένω αμίλητος την ώρα που από μέσα μου ουρλιάζω. Κατάλαβέ με, την παρακαλώ. Δεν πρόκειται για ψυχολογικό καπρίτσιο. Δες, είμαι άρρωστος, με μια ηλίθια δικαιολογία για αρρώστια. Καταπίνει το χθες και το αύριο, με παραλύει, δηλητηριάζει κάθε μου εκδήλωση. Ολοένα μικραίνω, γίνομαι αδύναμος, είμαι το πρόσωπο που ξεθωριάζει στις φωτογραφίες. Η σκιά που παλεύει κλωτσηδόν και με γροθιές στον αέρα να παραμείνει στο φόντο.
Εκείνη θαρρεί πως ο αφρός της παραμικρής επιπόλαιας κίνησης προδίδει ανεμελιά ή όρεξη. Αν ήταν ψύχραιμη θα έβλεπε ότι είναι αντιπερισπασμός, μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεφύγω από τα νύχια του θηρίου που με κατατρώει και που μόνο η παρουσία της απωθεί ουσιαστικά. Είναι μαχήτρια η παρουσία της. Με κινητοποιεί, με "γιατρεύει".
Κι είναι ο καημός μου να γιατρευτώ, ώστε να με γνωρίσει όπως πραγματικά είμαι και να μπορέσει να με εκτιμήσει, να είναι ευχαριστημένη και περήφανη που είναι πλάι μου. Επιχειρεί ασυναίσθητα να εκμαιεύσει μιαν απολογία που την έμπλεξα στην ολέθρια αυτή σχέση. Της ορκίζομαι ότι δεν έγινε παρά μονάχα επειδή ακολούθησα την καρδιά μου. Για αντάλλαγμα μου ζητά να μαντέψω αν θα γιατρευτώ κάποτε. Με αγχώνουν οι αποφάσεις, όχι για μας, για μένα, καταρρακώνουν την ψυχολογία μου, νιώθω άθλια που αδυνατώ να προβλέψω την πορεία της ανάρρωσής μου, αν υπάρξει. Παγώνω στην ιδέα πως θα με εγκαταλείψει στον εαυτό μου. Φοβάμαι. Με πιέζει να παίρνω τα φάρμακά μου, όμως κουράστηκα να εξηγώ πώς είναι θέμα ιδεολογίας να επιβιώνω ή όχι χαπακωμένος.
Γιατί δυσκολεύομαι να επιλέξω μάσκα και γιατί η κατάθλιψη έχει αναρίθμητες από δαύτες, από ό,τι τουλάχιστον ισχυρίζονται οι ειδικοί και γιατί η αγωγή είναι για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και γιατί δεν έχει νόημα να ζει κανείς χωρίς να είναι ακριβώς ο εαυτός του. Ίσως, λέω ίσως, να καταλήξω ότι όλα ετούτα είναι φευγαλέα και περαστικά κι ότι τα ζήσω δεν τα ζήσω σε λίγα χρόνια δεν θα έχουν κανένα νόημα ούτως ή άλλως.
Μας καταβάλουν οι προσωπικές μας αντιπαραθέσεις. Τσαλακωνόμαστε. Δυο άνθρωποι από χαρτί που σβήνουν συνέχεια και γράφουν. Δε σταματά να επαναλαμβάνει πως δε την αγαπώ αρκετά ώστε να έχει αξία η ζωή μου. Αισθάνεται λειψή, ανεπαρκής, κι η αγάπη της ένα όχι τόσο ισχυρό κίνητρο για να αισθάνομαι καλά. Έχει πειστεί με έναν ακατανόητο για μένα τρόπο, ότι αν ήμουν αληθινά ερωτευμένος θα ήταν εύκολο να τα ξεκαθαρίσω όλα αυτά που με βασανίζουν. Ότι σπαταλώ τη ζωή μου. Ότι θα μπορούσα να ζω με ένα χάπι σα να είχα πίεση ή χοληστερίνη. Ότι σκαρφαλώνω ένα πελώριο βουνό, που δεν είναι παρά ένας μικροσκοπικός λόφος. Ότι αναλώνομαι στο μυαλό μου. Ότι δεν αφήνομαι να απολαμβάνω την κάθε μέρα, να είμαι χαρούμενος που στο σώμα είμαι υγιής και έχω κάποιον να με φροντίζει και να με αγαπάει.
Τρέμει ότι μια μέρα πιθανόν να της πω ότι δε θέλω να ζω πια, ή να μη το πω καν και να μείνει με το αιώνια αναπάντητο ερωτηματικό, αφού κι εγώ που την αγαπούσα, φέρθηκα έτσι, είναι κενή λέξη η αγάπη. Πονάω στη σκέψη αυτή. Και τότε, λέει, θα πρέπει να πάρει κι η ίδια φάρμακα για να συνεχίσει να ζει. Πονάω πολύ.
Απόψε υπόσχομαι πως δε θα σκεφτώ άλλο. Ότι εκείνο που θέλει κι εκείνο που μπορώ, είναι τόσο κοντά ή τόσο μακριά, όσο εμείς θα αποφασίζουμε. Θα κοιμηθώ και θα δω, όπως κάθε νύχτα, το ίδιο όνειρο. Πως είμαι ανάπηρος. Πως έχασα το πόδι μου. Πως δε μπορώ να τρέξω δίπλα της στην παραλία. Και τότε θα φανερωθεί μπροστά μου σπρώχνοντας ένα καροτσάκι και θα με πάει βόλτα στη θάλασσα. Και όταν ξυπνήσω, θα είναι εκεί και θα με πάρει ξανά μαζί της.
Γιατί αυτό γίνεται αγάπη μου κάθε πρωί, χωρις εσύ να το καταλαβαίνεις. Με παίρνεις μαζί σου με το καροτσάκι κι εγώ έρχομαι και χαίρομαι που χαίρεσαι και χαιρόμαστε. Κι όταν σε πιάνει το παράπονο σε τραβάω στην αγκαλιά μου, εσύ γέρνεις πάνω μου με εμπιστοσύνη και εγώ με τα δυο μου χέρια γυρίζω δυνατά τους τροχούς και προχωράμε στην άμμο...
Διήγημα της Αφροδίτης Φραγκιαδουλάκη
Βιογραφικό: Η Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη κατάγεται από το Ηράκλειο, κυκλοφορούν δυο βιβλία της, «το ραντεβού» και η «Κερασία», ενώ έπεται το τρίτο της μυθιστόρημα. Έχει γράψει ακόμα μια ανέκδοτη συλλογή με μικρά ποιήματα και χαϊκού. Πολλά διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στον ημερήσιο και διαδικτυακό τύπο. Διατηρεί ένα μπλογκ τέχνης, το afroui • me & myself (afrouif.tumblr.com) και μια καλλιτεχνική στήλη (afrouiσματα) σε λογοτεχνική ιστοσελίδα. Τη βρίσκετε στο Twitter ως @afroui και στο Facebook με το όνομά της.
Πηγή: pancreta.gr