Ο Κώστας Βάρναλης είναι από τις μεγάλες μου αγάπες. Ηταν τόσο απλόχερος όχι μόνο ως ποιητής αλλά και ως άνθρωπος. Είχε μία προσωπικότητα αψεγάδιαστη. Ενα ηθικό ανάστημα μοναδικό.
Είχα την τύχη να γνωρίσω τη θετή του κόρη Ευγενία που γεννήθηκε και μεγάλωσε στα χέρια του, καθώς και τη βοηθό του, που τον φρόντιζε περίπου 30 χρόνια, Ελένη Ιατρού, μητέρα της Ευγενίας.
Το πρώτο ψαχούλεμά του για τον δρόμο της αλήθειας ήταν οι «Οι Μοιραίοι» του. Στην ταβέρνα, στο θρανίο, στην εκδρομή, στα κρατητήρια, στα ξερονήσια της εξορίας, όλοι ψιθυρίζουν τους στίχους: Ω!της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλλα του δειλινού, λάμπετε σβήνετε μακριά μας χωρίς να μπήτε στην καρδιά μας!
Ο Κώστας Βάρναλης υψώνει έναν ιδεώδη κόσμο απέναντι στον πραγματικό. Διαπαιδαγωγεί τις συνειδήσεις. Φαίνεται ότι δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος ποιητής αλλά κι ένας δάσκαλος. Αυτό αποδεικνύεται από μία επιστολή, η οποία απ’ όσο ξέρω ώς τώρα δεν έχει δημοσιευτεί, που έλαβε τον Δεκέμβρη του ’56 από τον Θεοδόση Πιερίδη - έναν νεαρό τότε ποιητή που είχε φύγει από κάποιο χωριουδάκι της Αιγύπτου και ζούσε σε χώρα Λαϊκής Δημοκρατίας. Η επιστολή είναι μακροσκελέστατη, όμως αξίζει να παραθέσουμε ορισμένα αποσπάσματα.
«Θέλω να σας πω πως αν μέσα σε κάμποσες χιλιάδες άτσαλες αραδούλες υπάρχει κάποια μακρινή πιθανότητα να πέτυχα κι οχτώ – δέκα στίχους της ανθρωπιάς, αυτούς σε σας τους χρωστώ… Ολα τα χρόνια της νιότης μου τα πέρασα μονολογώντας τους δικούς σας στίχους.
Οχι μόνο για να πετάξω με τα φτερά τους, για να νοιώσω να σταλάζει μέσα η γλύκα του λυρισμού τους, η φλόγα της δύναμής τους, το φως της ελληνικής τους ποίησης - αυτά, είπαμε τα λογαριάζουμε σαν αυτονόητα. Ηταν και κάτι άλλο. Πρωτάρης στιχοπλόκος, έψαχνα να βρω τα μυστικά τους!... Από παιδί ονειρευόμουν να 'ρθω μια μέρα να φιλήσω το χέρι σας και να μουρμουρίσω το ευχαριστώ μου.
Δε γίνηκε. Ολα δείχνουν πως δε θα γίνει. Γιατί αυτή η φουρτουνιασμένη ζωή δε ξέρω αν μου 'δωσε καμιά άλλη σοδειά, πάρεξ κάμποσες αρρώστιες και μια κούραση αξεπέραστη. Κι ούτε βέβαια είναι δυνατό να πάρετε ένα άλλο μου γράμμα. Ηθελα να σας σφίξω από μακριά το χέρι, να ευχηθώ πολλά χρόνια ζωής, δημιουργίας, δυνάμεις για να μας χαρίσει κι άλλη πολλή ομορφιά η μεγαλόδωρη τέχνη σας...».
Το γράμμα του Θ. Πιερίδη είναι ένα ντοκουμέντο που δείχνει πόσο ο Κώστας Βάρναλης επηρέαζε τη σκέψη, τη ζωή, το συναίσθημα των ανθρώπων. Γιος του Γιαννάκου του τσαγκάρη και της Αλίσαβα (Ελισάβετ). Από τη Βάρνα καταγόταν ο πατέρας του, από την Αγχίαλο η μάνα του. Εμαθε γράμματα στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και το 1908 τελείωσε τη Φιλοσοφική Αθηνών. Αργότερα πήγε στο Παρίσι για μετεκπαίδευση.
Η μητέρα του, κοντή, παχουλή, αγράμματη, μιλούσε τη γλώσσα του λαού με σωστή γραμματική και σύνταξη. Νοικοκυρά απλή με το συναίσθημα του χρέους και τις θυσίες για τους άλλους. «Τη θυμάμαι –λέει ο Κώστας Βάρναλης– με το μαύρο τσεμπέρι της σφιγμένο πάνω από τα φρύδια, με το μαύρο σάλι της κι ένα διπλωμένο μαντήλι στο χέρι για να σκουπίζει τα δάκρυά της (είχε πονόματο), επήγαινε χαράματα στην εκκλησιά, κούτσα – κούτσα γιατί έπασχε από ρευματισμούς, όπως έπασχε και από αϋπνίες.
Πολλές φορές πήγαινε νωρίτερα κι απ' τους παπάδες και καθότανε στο πεζούλι, όσο να έρθουνε να ανοίξουνε οι πόρτες. Ωστόσο αυτή η τέλεια χριστιανή δεν ήξερε ούτε το Πάτερ ημών. Ομως κάθε βράδυ, πριν πέσει να πλαγιάσει, στεκότανε μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού με το καντήλι που έκαιγε νύχτα – μέρα, και προσευχότανε με σταυροκοπήματα αχνά και μετάνοιες. Κι όλο τα χείλια της κουνιόταν. Τι έλεγε;
Μια φορά τηνε ρώτησα: μπρε μητέρα, τι λες του Θεού αφού δεν ξέρεις προσευκή; Ο,τι έχω στην καρδιά μου να του πω του τα λέγω. Εκείνος ξέρει πως είμαι αγράμματη». Ο Κώστας Βάρναλης από αυτήν εμπνεύστηκε στο ποίημά του «Η μάνα του Χριστού» και «Οι Πόνοι της Παναγιάς».
Συχνή του παρέα ο κυρ Μιχάλης, τσαγκάρης της οδού Σίνα. Συναναστρεφόταν την πνευματική ελίτ της εποχής του, Καζαντζάκη, Γαλάτεια, Ελλη Αλεξίου, Αυγέρη κ.ά., όμως δεν περιφρονούσε τους απλούς ανθρώπους. Απεχθανόταν την επίδειξη.
Μέσα σ’ έναν στίχο περιγράφοντας τον ανθρώπινο πόνο καθρεφτίζει τον κόσμο μας: Στη ζήση αυτή που τη μισούμε, στη γης αυτή που μας μισεί, κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε, πόνε πικρέ και πόνε αψύ που μας κρατάς και σε κρατούμε. Σ’ αυτή τη μαύρη γης και ζήση που περπατούσαμε τυφλά, κι ανθός για μας δεν είχε ανθίσει κι ούτ’ είχε σε δεντρό ψηλά κρυμμένο αηδόνι κελαηδήσει.
Κάναμε δυο-τρεις στάσεις, έναν σύντομο περίπατο στην απέραντη ζωή του. Η φωνή του δεν έσβησε ποτέ ούτε η δύναμη του έργου του...
Συντάκτης: Εύα Νικολαΐδου
Πηγή: efsyn.gr