Είχε ανάψει στα μανάλια όλα τ’ απόκηρα, όσα είχεν ευρεί εκεί, είχε χύσει το λάδι από τα κανδήλια, είχε κενώσει όλον το λαδικόν, που ηύρεν εις το ερμάρι της βορειοδυτικής γωνίας, και είχε κατορθώσει να ανάψει ως πυροφάνι μόνον δύο κανδήλια εκ των επτά ή οκτώ των προ του Τέμπλου και του προσκυνηταρίου, και ηυφραίνετο ψάλλων το “Χριστός Ανέστη”, όπως αυτός ήξευρεν. Είχε βαρεθή την Σαρακοστήν, επόθει το Πάσχα, και ήρχισε να το προεορτάζη» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, “Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη”). «- Εγώ, φράτε Λεόνε, κατάλαβα ετούτο: όλοι οι λεπροί, οι σακάτες, οι αμαρτωλοί, αν τους φιλήσεις στο στόμα… Σώπασε, τρόμαξε να τελέψει το λογισμό του. – Φώτισέ με, αδερφέ Φραγκίσκο, φώτισέ με, μη με αφήνεις στο σκοτάδι. Πέρασε κάμποση ώρα, τέλος ανατριχιάζοντας: – Όλοι ετούτοι, μουρμούρισε, αν τους φιλήσεις στο στόμα, συχώρεσέ με, Θεέ μου, γίνουνται Χριστός!» (Νίκος Καζαντζάκης, “Ο φτωχούλης του Θεού”).
«“Αγιος των γραμμάτων” ο ένας, “Μέγας αιρετικός” ο άλλος. Κι όμως. Και οι δύο υπήρξαν και υπάρχουν πάντα τόσο όμοια αδελφωμένοι, μέσα στην ιδιαιτερότητά τους. Ο κυρ Αλέξανδρος είναι εικόνα βυζαντινή, ξεχασμένη σε θερινό ξωκλήσι ή σε κάποιο απόμερο εκκλησάκι στη στροφή του δρόμου, για να θυμίζει εκείνους που έφυγαν τόσο άδικα και απρόσμενα… Το μεγαλείο και η μεγαλοσύνη του είναι πως γιγαντώνει τα μικρά και κάνει τα ελάχιστα μεγάλα. Ο Καζαντζάκης από την άλλη, ο φλεγόμενος Κρητικός, μηδενίζει τα πάντα για να ξεκινήσει με ανυπέρβλητο ηρωισμό και πάλι από την αρχή». (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου “Οταν ο Νίκος Καζαντζάκης συνάντησε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη” της Μαρίας Χατζηαποστόλου.
Έχοντας μαζί τους όλους χωρίς καμία εξαίρεση τους ήρωες των γραπτών τους… Στον ίδιο δρόμο, έναν ατέλειωτο κακοτράχαλο ανήφορο, “έβλεπα” να συνοδοιπορούν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Νίκος Καζαντζάκης, αναζητώντας τον Θεό, το βράδυ της περασμένης Δευτέρας 5 Νοεμβρίου, στο ιστορικό καφέ “ΚΗΠΟΣ” της πόλης μας, κατά την παρουσίαση του βιβλίου που έγραψε γι’ αυτούς η επιστημονική συνεργάτις της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης Μαρία Χατζηαποστόλου. Από καρδιάς, και διά της στήλης, τα συγχαρητήριά μου πρωτίστως στη συγγραφέα, αλλά και στους συντελεστές της εκδήλωσης…
ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΧΑΝΙΩΝ ΓΙΑ ΜΙΑ ΗΜΈΡΑ
Μην έχοντας μαγικό ραβδάκι για να άλλάξω όσα θα ήθελα ν’ αλλάξω, με πρώτο την επικρατούσα νοοτροπία των καπετανάτων, στοχεύοντας στη συστράτευση όλων των ενεργών δυνάμεων του τόπου, κάτω από τη σημαία του Χανιώτικου εμείς, θα περιοριζόμουν σε δύο κινήσεις, μια συμβολική και μια ουσιαστική. Και σαν δείγματα των προθέσεών μου και σαν παρακαταθήκες στον “κανονικό” δήμαρχο. Η πρώτη: Θα αναρτούσα μια καλαίσθητη επιγραφή πίσω από το γραφείο μου με τα λόγια του αρχαίου ποιητή Αγάθωνα: «Τον άρχοντα τριών δει μεμνήσθαι: Πρώτον μεν ότι ανθρώπων άρχει, δεύτερον ότι κατά νόμους άρχει και τρίτον ότι ουκ αεί άρχει». Η δεύτερη: Θα έπαιρνα όλα τα αναγκαία μέτρα, απαγορεύοντας την κυκλοφορία των αυτοκινήτων κι επιτρέποντας μόνο τη χρήση ποδηλάτων, για ν’ “ανθρωπινέψει” το κέντρο της πόλης των Χανίων, όσο και οι επισκέπτες της, να ζήσουν την καθημερινότητα της αρχοντικής ομορφιάς της. Να πω επιπλέον, ότι θα τη ζούσα και ο ίδιος, συζητώντας με τους κατοίκους μέχρι το μεσημέρι, αφού μετά θα έπρεπε να περάσω απ’ όσα περισσότερα μέρη της πόλης μπορούσα για ν’ ακούσω τη φωνή των πολιτών…
ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΧΑΝΙΩΝ ΓΙΑ ΜΙΑ ΗΜΈΡΑ
Μην έχοντας μαγικό ραβδάκι για να άλλάξω όσα θα ήθελα ν’ αλλάξω, με πρώτο την επικρατούσα νοοτροπία των καπετανάτων, στοχεύοντας στη συστράτευση όλων των ενεργών δυνάμεων του τόπου, κάτω από τη σημαία του Χανιώτικου εμείς, θα περιοριζόμουν σε δύο κινήσεις, μια συμβολική και μια ουσιαστική. Και σαν δείγματα των προθέσεών μου και σαν παρακαταθήκες στον “κανονικό” δήμαρχο. Η πρώτη: Θα αναρτούσα μια καλαίσθητη επιγραφή πίσω από το γραφείο μου με τα λόγια του αρχαίου ποιητή Αγάθωνα: «Τον άρχοντα τριών δει μεμνήσθαι: Πρώτον μεν ότι ανθρώπων άρχει, δεύτερον ότι κατά νόμους άρχει και τρίτον ότι ουκ αεί άρχει». Η δεύτερη: Θα έπαιρνα όλα τα αναγκαία μέτρα, απαγορεύοντας την κυκλοφορία των αυτοκινήτων κι επιτρέποντας μόνο τη χρήση ποδηλάτων, για ν’ “ανθρωπινέψει” το κέντρο της πόλης των Χανίων, όσο και οι επισκέπτες της, να ζήσουν την καθημερινότητα της αρχοντικής ομορφιάς της. Να πω επιπλέον, ότι θα τη ζούσα και ο ίδιος, συζητώντας με τους κατοίκους μέχρι το μεσημέρι, αφού μετά θα έπρεπε να περάσω απ’ όσα περισσότερα μέρη της πόλης μπορούσα για ν’ ακούσω τη φωνή των πολιτών…
Πηγή: petaxta.blogspot.com