«ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ» - Ειδήσεις Pancreta

  φωτο: Édouard Boubat, Woman breastfeeding her child

Ακριβώς απέναντι από τη μεγάλη αυλόπορτα του θείου του Νικολή, είναι ένα μικρό δωμάτιο με δοκάρια και στη σκεπή πάνω έχει λεπίδα, ένα είδος χαλικιού σα μαύρα λέπια ψαριού που τα στρώνουν και δε διαπερνά το νερό της βροχής το σπίτι. Μέσα βρίσκεται μία γυναίκα σχετικά νέα, ένα μωρό που κοιμάται σε ένα πρόχειρο κρεβάτι και ένα αγοράκι δίπλα στη μάνα, λίγο μικρότερο από μένα, να τη κρατά από το φουστάνι και να κλαίει με μύξες και σάλια. Στο δωμάτιο είναι ακόμα ένα μικρό ξύλινο τραπεζάκι που κάτι έχει πάνω, με δύο παλιές επίσης ξύλινες καρέκλες, μα δε θυμούμαι τίποτε άλλο από εκείνο το φτωχικό σπιτάκι.
Τα μάτια της γυναίκας ήταν κλαμένα για πολλή ώρα και είχαν κάνει μαύρους κύκλους. Ήταν ψηλή και αδύνατη και σε άλλη περίσταση πρέπει να ήταν και πολύ ωραία. Κρατούσε στο χέρι της ένα λεπτό γυάλινο νεροπότηρο και είχε βγάλει έξω το μαστό της και προσπαθούσε με το άλλο της χέρι να τον αρμέξει. Προφανώς θέλει να ποτίσει το αγοράκι που πεινά και κλαίει. Δεν έχει τίποτα άλλο να του δώσει να φάει και ποιος ξέρει από πότε έχει να βάλει το καημένο κάτι στο στόμα του. Πιέζει τη θηλή της στο χείλος του ποτηριού που δακρύζει λίγες σταγόνες υποκίτρινου υγρού που καλά καλά δε φτάνουν ούτε στο πάτο. Ήταν δεν ήταν δυο τρία γραμμάρια μισοδιάφανου γάλακτος.
Η μάνα μου σαν την είδε τη καλημερίζει και με διακριτικότητα τη ρωτά γιατί καταφεύγει σε αυτή τη μέθοδο που δεν είναι ούτε πολύ πρόσφορος και αποτελεσματική μα ούτε και σωστή. Στο χωριό μας σε όποια γυναίκα και να ζητήσεις λίγο γάλα από τα ζώα που εκτρέφουν όλοι στο σπίτι τους, θα σου δώσουν ένα ποτήρι να ταΐσεις το παιδί σου. Το κάθε σπίτι του χωριού έχει και από δύο με τρεις γίδες κατοικίδια και σε αυτά τα θέματα οι κάτοικοι είναι πάρα πολύ ευαίσθητοι. Εγώ, αποσβολωμένος από το θέαμα έχω ανοίξει τελείως το στόμα μου. Δε ξέρω τι αισθάνομαι για αυτό που βλέπουν τα μάτια μου. Γνώριζα και έβλεπα ότι οι γυναίκες θηλάζουν τα μωρά τους και τους κάνουν ένα σωρό παιγνιδάκια μετά για να χωνέψουν τη τροφή στο στομάχι τους.
Αυτό που έβγαζε εκείνη η κυρία δεν ήταν καθόλου μα καθόλου γάλα, αλλά ούτε και αρκετό ήταν για να φάει ένα παιδάκι τριών-τεσσάρων χρόνων και να χορτάσει. Έκανα στο μυαλό μου τη σύγκριση του λιγοστού γάλακτος της γυναίκας, αν ήταν γάλα ετούτο που είχε στο ποτήρι της, με το γάλα που έβγαζαν οι κατσίκες μας όταν τις άρμεγε ο πατέρας μας. Τα ζώα μας τσιρούσαν το γάλα από τους μαστούς τους, άσπρο-άσπρο και παχύ που άφριζε μέσα στη κατσαρόλα και τη γέμιζαν μέχρι επάνω.
Η μάνα μου τη συμπόνεσε πάρα πολύ. Με όσα παρηγορητικά λόγια της ερχόταν στο νου εκείνη τη στιγμή της έλεγε να μη στεναχωριέται και ότι ο Θεός είναι μεγάλος και βρίσκεται σε όλο το κόσμο. Ο άντρας της σίγουρα κάπου θα βρήκε εργασία και θα του δίδουν για αμοιβή ότι τους λείπει. Οι χωριανοί είναι καλοί άνθρωποι και όσοι έχουν έρθει στο χωριό μας από το Ηράκλειο λόγω της κατοχής του από τα Γερμανικά στρατεύματα έχουν βρει προσωρινή αξιοπρεπή κατοικία και εργασία.
"Θα δεις, θα εγκατασταθείτε σύντομα κάπου αλλού. Μη στενοχωράσαι. Θα είναι για λίγες μέρες μόνο, έχετε σε αυτό το δωματιάκι, ίσα ίσα τα απαραίτητα... μα σίγουρα θα βρεθεί ένα μέρος καλύτερο..."
Εγώ ακούγοντας το παιδάκι να κλαίει τόσο το λυπήθηκα όσο μικρός που ήμουν. Ήθελα κάτι να κάνω ώστε να σταματήσει το κλάμα, αλλά τι;
Αφού οι γυναίκες είπαν γρήγορα δυο τρία λόγια αναμεταξύ τους, η μάνα μου με πήρε και φύγαμε από το δωμάτιο-κελί αφήνοντας πίσω μας κλάματα, πείνα, δυστυχία μα και μια τραγωδία μαζί.
Πήγαμε στο σπίτι μας και η μάνα μου έβαλε σε ένα καλάθι μερικά πράγματα και σε ένα κουβά επίσης, μα δε ξέρω τι. Τα πήρε στα χέρια της και ξαναγυρίσαμε στο δωματιάκι. Εγώ κρατούσα από το χέρι του καλαθιού για να μη πέσω, ο δρόμος ήταν σε κακά χάλια. Οταν φτάσαμε το αγοράκι συνέχιζε να κλαψουρίζει και η γυναίκα να προσπαθεί να βγάλει γάλα από το στήθος της χωρίς να έχει κατορθώσει τίποτε περισσότερο από όσο είχε βγάλει και όταν φύγαμε πριν λίγη ώρα. Η μάνα μου της άφησε ό,τι κρατούσε και εκείνη της έδιδε ένα σωρό ευχές μα εγώ έβλεπα το μικρό παιδί να μη σταματά το κλάμα του. Έβγαλα από τις τσέπες μου τα άδεια καρούλια που μου είχαν δώσει στο μοδιστράδικο και άρχισα να τα παίζω πάνω στο κρεβάτι που το μωρό κοιμόταν ήσυχα-ήσυχα.
Τα παιδιά όλου του κόσμου μπροστά στα παιχνίδια αμέσως ξεχνούν οτιδήποτε τα απασχολεί. Είτε πόνο, είτε πείνα, είτε κούραση. Το αγοράκι ήρθε κοντά μου με τα ματάκια του δακρυσμένα και τη μυτούλα του υγρή και κόκκινη. Αρχίσαμε να παίζουμε μαζί τα καρούλια. Δεν έκλαιγε πια.
Όσο για μένα, μετά τη πείνα, σε μια τόσο τρυφερή ηλικία, γνώρισα και την απόγνωση. Αν η απελπισία είχε σώμα, θα είχε το σώμα εκείνης της αδύνατης, με τα βαθουλωμένα μάτια, γυναίκας. Αν είχε δάχτυλα θα είχε τα δάχτυλά της, έτσι όπως γράπωναν ανελέητα το κάτασπρο στήθος της.

Της Αφροδίτης Φραγκιαδουλάκη, απόσπασμα από μυθιστόρημα υπό έκδοση

βιογραφικό: Η Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη κατάγεται από το Ηράκλειο, κυκλοφορούν δυο βιβλία της, «το ραντεβού» και η «Κερασία», ενώ έπεται το τρίτο της μυθιστόρημα. Έχει γράψει ακόμα μια ανέκδοτη συλλογή με μικρά ποιήματα και χαϊκού. Πολλά διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στον ημερήσιο και διαδικτυακό τύπο. Διατηρεί ένα μπλογκ τέχνης, το afroui • me & myself (afrouif.tumblr.com) και μια καλλιτεχνική στήλη (afrouiσματα) σε λογοτεχνική ιστοσελίδα. Τη βρίσκετε στο Twitter ως @afroui και στο Facebook με το όνομά της.


Πηγή: pancreta