Σε μια λιτή αλλά ουσιαστική τελετή, ο Δήμαρχος Ηρακλείου Βασίλης Λαμπρινός, απένειμε το Βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης 2108», στην συγγραφέα και μεταφράστρια Κλαίρη Μιτσοτάκη, για την σπουδαία προσφορά της στα γράμματα και τον πολιτισμό.
Η απονομή πραγματοποιήθηκε στην γεμάτη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, το βράδυ της Παρασκευής 12 Οκτωβρίου και ο Δήμαρχος, στον σύντομο χαιρετισμό του ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Η πρόταση του αλησμόνητου Μανόλη Καρέλλη, Δημάρχου Ηρακλείου στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης –τότε που η πόλη μας προσπαθούσε να ανασυγκροτήσει το κοινωνικό και πολιτισμικό της πρόσωπο– να ενταχθεί στα δρώμενα του Δήμου το Βραβείο “Νίκος Καζαντζάκης”, υπήρξε γόνιμη και ουσιαστική. Από το 1977 έως σήμερα βραβεύτηκαν σπουδαίες προσωπικότητες από τον χώρο των Γραμμάτων, των Καλών Τεχνών, της Μουσικής, των Ανθρωπιστικών Επιστημών, και διακεκριμένοι μελετητές της ζωής και του έργου τού Νίκου Καζαντζάκη.
Το εφετινό Βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης», ενταγμένο στον θεματικό κύκλο των «Γραμμάτων», απονέμεται στην συγγραφέα κυρία Κλαίρη Μιτσοτάκη. Μία προσωπικότητα με εξαιρετική διαδρομή στα σύγχρονα ελληνικά γράμματα, και με επιτεύγματα σε πολλές περιοχές του Λόγου. Από κοινού με το υψηλής ποιότητας πεζογραφικό της έργο, την πολυσχιδή διαδρομή της στο δοκιμιακό πεδίο, στην εκδοτική επιμέλεια, στα θεατρικά κείμενα, πρέπει ιδιαιτέρως να επισημανθεί το εκτενές, σπουδαίο μεταφραστικό της έργο. Με κορυφαία κατάθεσή της την τρίτομη εμβληματική «Μεσόγειο», του Φερνάν Μπρωντέλ, ενώ υπό έκδοση βρίσκεται, όπως μαθαίνουμε, σε μετάφρασή της, μια επίτομη ανθολόγηση του θρυλικού έργου τού Μαρσέλ Προυστ, «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο».
Η αναγνώριση της πνευματικής προσφοράς της κυρίας Μιτσοτάκη με το Βραβείο “Νίκος Καζαντζάκης”, αποτελεί ένα έμπρακτο “ευχαριστώ” της γενέτειράς της για την συνολική δημιουργική της πορεία»
Ακολούθως, μίλησε για την συγγραφέα η κ. Γεωργία Παπαγεωργίου, μια πολύ σημαντική προσωπικότητα στον χώρο των εκδόσεων, η οποία αναφέρθηκε στην: «απίστευτη εμπειρία της έκδοσης, από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, της «Μεσογείου» του Φερνάν Μπρωντέλ, που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και ολοκληρώθηκε το 1998. Η περιπέτεια αυτής της μετάφρασης, έργο ζωής της Κλαίρης, και η πραγματοποίηση της έκδοσης, στην οποία συνέβαλα ως επιμελήτρια και διορθώτρια, στάθηκε η αφορμή της φιλίας μας.
Χάρη σε αυτή λοιπόν τη στενή συνεργασία γνώρισα την Κλαίρη, τον κόσμο της Μεσογείου, και της Κρήτης. Γνώρισα τη γενναιόδωρη, πιστή φίλη. Τη φιλόξενη οικοδέσποινα, την όλο εκπλήξεις. Γνώρισα τη διαφορετική ματιά της να βλέπει τα πράγματα, συχνά λοξή, αντισυμβατική, παράδοξη. Μα και μια ακαταπόνητη εργατικότητα που δεν διαλαλείται αλλά που διαχέεται παντού σε όλες τις δραστηριότητες που αναλαμβάνει πέρα από τις καθαρά προσωπικές ενασχολήσεις της».
Αμέσως μετά ο Δήμαρχος βράβευσε την κ. Μιτσοτάκη, η οποία συγκινημένη ευχαρίστησε ιδιαίτερα τον Δήμο για την τιμή που της έκανε.
Στην εξαιρετική ομιλία της, η βραβευθείσα μίλησε για την βαθιά αγάπη της για το Ηράκλειο, για τη σχέση της πόλης με τα γράμματα, καθώς και για ένα ιδιαίτερο είδος λόγιου, τον Ηρακλειώτη λόγιο, όπως τον αποκάλεσε: «Φίλος, εκ των Αθηναίων και με μεγάλη εποπτεία του ελληνικού χώρου, με εντυπωσίασε προ καιρού εκφέροντας την φράση “αυτό το ειδικό είδος λογίου που είναι ο Ηρακλειώτης λόγιος”. Αναρωτήθηκα για το περιεχόμενο αυτής της φράσης αλλά δεν είχα χρόνο να τον ρωτήσω τότε άμεσα. Ύστερα προτίμησα να μην τον ρωτήσω. Με την ευκαιρία που μου δίδεται τώρα, θα ήθελα να κάνω μια προσπάθεια να εξιχνιάσω το περιεχόμενό της, καθώς με το πρώτο άκουσμα της φράσης αναγνώρισα ότι επρόκειτο για μιαν οφθαλμοφανή αλήθεια: σαν αστραπή πέρασε από μπροστά μου πλειάδα προσώπων και φυσιογνωμιών. Η σχέση της πόλης μας με τα γράμματα με είχε απασχολήσει από τα παιδικά μου χρόνια, καθώς τότε για πρώτη φορά, έχοντας φύγει μακριά από την πόλη, συναντούσα και γινόμουν αποδέκτης της αχλής του ηρακλειώτη λόγιου της διασποράς. Αυτό είναι κάτι που το προσλαμβάνεις ζώντας αλλού, όχι μέσα στην ίδια την πόλη. Το ότι υπάρχει αυτό το είδος, με αυτό το τοπικό χαρακτηριστικό αλλά χωρίς εντοπιότητα, μόνο σε χώρους μετοίκησης μπορείς να το συνειδητοποιήσεις. Χαρακτηριστικά: προοδευτικότητα, ανοιχτοσύνη, ψυχικό έρεισμα, αφοβία απέναντι στον μόχθο. ΄Eνα αίσθημα εγγύησης πλανιόταν γύρω από την ηρακλειώτικη μετοικεσία. Αυτό ενσωμάτωσα κι εγώ σαν παρακαταθήκη που την είχα στοιχειοθετήσει μόνη μου στα πρώτα αθηναϊκά μου χρόνια. Και στα μεγαλύτερα, επανερχόμενη εδώ, συναντούσα έναν κυοφορούμενο δυναμισμό, μια εργατικότητα, και ένα πολλαπλασιαστικό πνεύμα ομοφροσύνης. Πόσοι φίλοι εκ των Αθηναίων δεν ένιωθαν την έλξη του Ηρακλείου; Και τι πιο φυσικό, γιατί το έργο ασκεί μαγνητισμό και οι κεραίες τους τον έπιαναν.
Είναι βασικός ο λόγος αυτός για το ότι, πέρα από τη συγκίνηση, νιώθω χαρά για την τιμή που μου γίνεται σήμερα: το ότι αποφασίστηκε από το σώμα που συνιστά αυτός ο “Ηρακλειώτης λόγιος”, όπως τον ονόμασε ο Αθηναίος φίλος».
Η όμορφη βραδιά έκλεισε με ελληνικά, έντεχνα τραγούδια από το συγκρότημα «Αρμός».
Στην εκδήλωση παρευρέθησαν ο Βουλευτής Ηρακλείου με το Ποτάμι Σπύρος Δάνελλης, ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ηρακλείου Γρηγόρης Πασπάτης, οι Αντιδήμαρχοι Στέλα Αρχοντάκη, Μαρία Καναβάκη, Γιώργος Βλαχάκης, Κώστας Βαρδαβάς, ο Εντεταλμένος Σύμβουλος Πρασίνου Νίκος Φακουρέλης, o Αντιπρόεδρος της ΔΕΠΑΝΑΛ Νίκος Αγγελάκης κ.ά.
Ολόκληρη η ομιλία της Κλαίρης Μιτσοτάκη:
Αναγκαία εξομολόγηση
Από χαρακτήρα, δεν μου ήταν εύκολο να αφομοιώσω μονομιάς όλη τη χαρά για την τιμή που μου έκανε ο Δήμος Ηρακλείου με την απόφασή του να απονεμηθεί σε μένα το βραβείο με το τόσο μεγάλο όνομα. Το κύριο αίσθημα που με κατέκλυσε με την ανακοίνωση της απόφασης, και συνεχίζει να με κατακλύζει και τώρα, είναι η συγκίνηση, όχι μόνο που το δικό μου υποκείμενο ετύγχανε της τιμής, όσο επειδή εκείνος που προέβαινε σε αυτή τη χειρονομία ήταν η πόλη.
Η πόλη, αυτό το δημιούργημα της ίδιας της ιστορίας της, με ό,τι πιο συμπαγές και διυλισμένο έρχεται με τον χρόνο να συμπυκνωθεί γύρω από τον πυρήνα της, οι δεσμοί των ανθρώπων της, οι εξάρσεις της φαντασίας της, οι κατορθωμένες ατομικές και συλλογικές προσπάθειές της, το απότοκο της βασάνου που της επεφύλαξαν οι πολλές κακές αλλά και οι καλές τύχες της, οι υποχρεώσεις που απέρρεαν από τα κλέη της, η υπευθυνότητά της απέναντι στον ίδιο της τον μύθο, το καθοριστικό υπερεγώ της.
Κάθε πόλη είναι ο νους που επιστεγάζει την “πολιτεία” και την “ομιλία” των κατοίκων της, και οι κάτοικοι, αυτοί βέβαια επέλεξαν να στεγάζονται κάτω από αυτήν την στέγη. Το στοιχείο αυτό μπορεί να είναι κάτι εν μέρει ρευστό, αλλά δεν παύει μες στη ρευστότητά του να διατηρεί κάποιες πρακτικές ηθικές συντεταγμένες. Πόσο μάλλον όταν μια πόλη κατέχει ένα κατά κάποιον τρόπο μητροπολιτικό χάρισμα και ως εκ τούτου η επιρροή της διαθέτει την προκαταβολική δύναμη του παραδείγματος.
Παρά το ότι έχω διαλέξει να κατοικώ στην ύπαιθρο, τρέφω βαθιά εκτίμηση, θαυμάζω, μπορώ να πω, αυτό το επίτευγμα που συνιστά η πόλη. Η κάθε πόλη. Το μεγαλύτερο, το κατά πολύ μεγαλύτερο, μέρος της ζωής μου το έζησα στην Αθήνα και είναι αβέβαιο αν θα προφτάσω να ισοφαρίσω αντίστοιχα χρόνια και από τη ζωή μου εδώ, στην πόλη όπου γεννήθηκα. Τα όσα πάντως ανέφερα δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα στις δύο πόλεις, ισόποσα εκτιμώ και θαυμάζω και τις δύο.
Επιπροσθέτως, για την πόλη του Ηρακλείου τολμώ να πω ότι πέρα από την αγάπη μου, η οποία, αν θέλετε, είναι σπλαχνική, η διάθεσή μου να ζω κοντά, να υπάγομαι στον κανόνα της, να αναλαμβάνω την ατομική μου ύπαρξη σε αναφορά προς αυτήν, διάθεση που επήλθε με τα χρόνια, αυτή πολλά οφείλει στην προσωπικότητα που η πόλη μας καλλιέργησε τις τελευταίες δυο-τρεις δεκαετίες, όταν πλέον άρχισε να συνδυάζει την παλαιότερη γνωστή σε μένα ροπή προς την απόλαυση της ζωής, ένα είδος carpe diem ανάμεικτου με μια ήσυχη παλινδρόμηση ανάμεσα στον νεωτερισμό και την παραδοσιακότητα, με μιαν επιχειρούμενη πνευματική αναδιάταξη των δυνάμεών της και μιαν έφεση των ανθρώπων της να “σηκωθούν λίγο ψηλότερα”. Έχω την εντύπωση ότι στη στροφή αυτήν βρέθηκε στην πρωτοπορία.
***
Στους ανθρώπους που έχουν εγκαταλείψει σε μικρή ηλικία τη γενέτειρα και επιστρέφουν σε αυτήν σε ηλικία ωριμότητας, αν κρίνω από μένα, αναπτύσσεται μέσα τους κάτι σαν παράλληλος διάδρομος, ένα παράλληλο σύστημα από ράγες, ας πούμε, όπου πάνω τους κυλούν κατά βούληση ή και χωρίς βούληση, σαν να παριστάνουν το φόντο ως προς το παρόν, οργανωμένα τμήματα της παλαιότερης ζωής· και αυτό εμφυσεί στο παρόν μιαν άλλου τύπου πληρότητα, που δεν είναι ακριβώς των αισθημάτων, αλλά είναι κυρίως θέμα διάστασης. Το να είσαι και εδώ και αλλού. (Οπωσδήποτε όχι πανταχού, μη βιαστείτε να το πείτε.) Το μάτι σου, τότε, δεν κοιτά ή μπρος, στο μέλλον, ή πίσω, στο παρελθόν, αλλά κερδίζει μια κυκλική ορατότητα που διευκολύνει την αφομοίωση των δύσκολων βιωμάτων και δεν παροξύνει τις επιπτώσεις των καλών. Η χαρά αποκτά έκταση, χωρίς να χάνει σε μάζα, η αγωνία και οι φόβοι καθίζουν σε ένα υπόβαθρο που, σαν να καμπυλώνει, δεν σε αφήνει να υποκύψεις στην επήρειά τους, η απόλαυση της ζωής γέρνει προς μιαν εσωστρέφεια η οποία περισσότερο αποταμιεύει παρά δαπανά, αλλά όχι μόνο δεν είναι αναστολή της απόλαυσης, αλλά είναι και υπόσχεση απόλαυσης επιπλέον.
Αυτά είναι τα κέρδη μιας στέρησης που δεν εκφράζεται ως νοσταλγία αλλά προχωρεί ένα βήμα πιο μπροστά, για να εγκαταστήσει, ως όργανο πια μέσα στον ψυχισμό, την ιδανική παρουσία, παρουσία, που δίνει το στίγμα της σαν δυνατότητα να τις πλάθει ή να τις αναπλάθει, από μικρές ροές συνείδησης του παρελθόντος.
***
Ο τόνος μου, βέβαια, αν και εξομολογητικός, έχει πάρει αυτή τη μορφή της περιληπτικής και συγκεντρωτικής αναφοράς, αλλά πίσω της, όλοι το βλέπουμε, στοιχίζονται πολυάριθμα πρόσωπα, απειράριθμες μεγάλες και μικρές ιστορίες, πάμπολλα σημαντικά, μα και καθημερινά, γεγονότα και περιστατικά. Εύκολα τα ανακαλεί κανείς κατά τον δικό του ειρμό για να μετατρέψουν σε εικόνα έννοιες που διατυπώνονται αφηρημένα.
Έχω συνείδηση ότι απευθύνομαι σε άτομα ειδικού κράματος. Φίλος, εκ των Αθηναίων και με μεγάλη εποπτεία του ελληνικού χώρου, με εντυπωσίασε προ καιρού εκφέροντας την φράση “αυτό το ειδικό είδος λογίου που είναι ο Ηρακλειώτης λόγιος”. Αναρωτήθηκα για το περιεχόμενο αυτής της φράσης αλλά δεν είχα χρόνο να τον ρωτήσω τότε άμεσα. Ύστερα προτίμησα να μην τον ρωτήσω. Με την ευκαιρία που μου δίδεται τώρα, θα ήθελα να κάνω μια προσπάθεια να εξιχνιάσω το περιεχόμενό της, καθώς με το πρώτο άκουσμα της φράσης αναγνώρισα ότι επρόκειτο για μιαν οφθαλμοφανή αλήθεια: σαν αστραπή πέρασε από μπροστά μου πλειάδα προσώπων και φυσιογνωμιών. Η σχέση της πόλης μας με τα γράμματα με είχε απασχολήσει από τα παιδικά μου χρόνια, καθώς τότε για πρώτη φορά, έχοντας φύγει μακριά από την πόλη, συναντούσα και γινόμουν αποδέκτης της αχλής του ηρακλειώτη λόγιου της διασποράς. Αυτό είναι κάτι που το προσλαμβάνεις ζώντας αλλού, όχι μέσα στην ίδια την πόλη. Το ότι υπάρχει αυτό το είδος, με αυτό το τοπικό χαρακτηριστικό αλλά χωρίς εντοπιότητα, μόνο σε χώρους μετοίκησης μπορείς να το συνειδητοποιήσεις. Χαρακτηριστικά: προοδευτικότητα, ανοιχτοσύνη, ψυχικό έρεισμα, αφοβία απέναντι στον μόχθο. ΄Eνα αίσθημα εγγύησης πλανιόταν γύρω από την ηρακλειώτικη μετοικεσία. Αυτό ενσωμάτωσα κι εγώ σαν παρακαταθήκη που την είχα στοιχειοθετήσει μόνη μου στα πρώτα αθηναϊκά μου χρόνια. Και στα μεγαλύτερα, επανερχόμενη εδώ, συναντούσα έναν κυοφορούμενο δυναμισμό, μια εργατικότητα, και ένα πολλαπλασιαστικό πνεύμα ομοφροσύνης. Πόσοι φίλοι εκ των Αθηναίων δεν ένιωθαν την έλξη του Ηρακλείου; Και τι πιο φυσικό, γιατί το έργο ασκεί μαγνητισμό και οι κεραίες τους τον έπιαναν.
Είναι βασικός ο λόγος αυτός για το ότι, πέρα από τη συγκίνηση, νιώθω χαρά για την τιμή που μου γίνεται σήμερα: το ότι αποφασίστηκε από το σώμα που συνιστά αυτός ο “Ηρακλειώτης λόγιος”, όπως τον ονόμασε ο Αθηναίος φίλος.
***
Δεν είναι λόγια αβροφροσύνης αυτά. Δεν θα κούραζα το ακροατήριο με λόγια που δεν θα είχαν αντίκρυσμα σε πεποιθήσεις με τις οποίες πορεύομαι στη ζωή μου, στην προσωπική μου μυθολογία, ας πούμε. Κι εφόσον τούτη εδώ είναι η στιγμή της αναγκαίας εξομολόγησης, εφόσον οφείλω, ας πούμε, να “περιαυτολογήσω”, οφείλω να αναφερθώ επίσης στο κίνητρο που με κάνει να ασχολούμαι με τον λόγο, με τη λογοτεχνία, με τη γλώσσα, γιατί με αυτήν ακριβώς τη μυθολογία έχει να κάνει. Θαυμάζω τον λόγο σε όλες του τις μορφές. Αγαπώ και την απλότητα και την πολυπλοκότητά του. Χαίρομαι την ευσυνειδησία του, την επινοητικότητά του, την ειρωνεία του. Τρομάζω με τη δύναμή του: Για το καλύτερο και για το χειρότερο. Τσακώνοντας όμως τον εαυτό μου σε κατάσταση να τον παιδεύω και να με παιδεύει, κυρίως δηλαδή όταν αφήνω το ίχνος του πάνω στο χαρτί, εκείνο που με παρακινεί κι εκείνο που κυνηγάω να βρω είναι η κυριολεξία, η κυριολεξία για την παράσταση που παρελαύνει από τη νόησή μου, όταν απευθύνομαι σε αυτήν για να επεξεργαστεί την εικόνα που διεγείρουν τα αισθήματά μου, το ένστικτό μου, η κρίση μου, με ένα λόγο η διάκρισή μου. Αυτή είναι η στιγμή της μεγαλύτερης ικανοποίησης, ικανοποίησης και όταν ακόμα ψάχνω, όχι μόνο όταν, και εάν βέβαια, την βρίσκω. Και ονομάζω μυθολογία μου τη δυναμική παράσταση του κόσμου που καταλαμβάνει την κεφαλή μου, γιατί αυτή (η παράσταση), καθώς είναι των αδυνάτων αδύνατον να είναι μια πιστή παράσταση των πραγμάτων ως έχουν, αίρεται και πλάθεται σε μεγάλο βαθμό από τους πόθους και τα πιστεύω μου.
Εδώ τελειώνει η εξομολόγησή μου. Με αυτά τα λόγια υποκλίνομαι στην τιμή που μου κάνατε.
Ολόκληρη η ομιλία της Γεωργίας Παπαγεωργίου:
Παλεύοντας με τις λέξεις και τις ελιές
«Είναι μεγάλη τιμή και χαρά που βρίσκομαι απόψε στο Ηράκλειο, με την ευκαιρία της απονομής του Βραβείου «Νίκος Καζαντζάκης», για να μιλήσω για τη φίλη Κλαίρη Μιτσοτάκη, και ευχαριστώ τον Κώστα Μπουρναζάκη που με έπεισε να ξεπεράσω τη συστολή της ζωντανής ομιλίας.
Μου μοιάζει ταιριαστός ο τίτλος: «Παλεύοντας με τις λέξεις και τις ελιές» για τη σύντομη συμβολή μου στην αποψινή γιορτή, αν και πρωτίστως θα ήθελα να μπορώ να γράψω ένα μετάλλιο για να το αφιερώσω στην Κλαίρη, σαν αυτά που περιέχονται στο βιβλίο της «Μετάλλια», από τις εκδόσεις Ίκαρος, που είχα την τύχη να διαβάσω από το χειρόγραφο μέχρι να γίνει βιβλίο, μιας και ήμουνα η επιμελήτρια της έκδοσης. Και σ’ αυτό το δικό μου μετάλλιο να συμπυκνώσω όλα όσα θέλω να πω. Σαν ένα μικρό αντίδωρο. Όμως εγώ δεν γράφω, γι’ αυτό θα περι-γράψω με ένα βολ-πλανέ όσα έζησα με τη φίλη μου όλα αυτά τα χρόνια της γνωριμίας μας.
Πρώτα πρώτα την απίστευτη εμπειρία της έκδοσης, από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, της «Μεσογείου» του Φερνάν Μπρωντέλ, που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και ολοκληρώθηκε το 1998. Η περιπέτεια αυτής της μετάφρασης, έργο ζωής της Κλαίρης, και η πραγματοποίηση της έκδοσης, στην οποία συνέβαλα ως επιμελήτρια και διορθώτρια, στάθηκε η αφορμή της φιλίας μας. Μας συνέδεσε μια κοινή πίστη. Η ίδια η Κλαίρη έχει μιλήσει για την έλξη και την ευφορία που της προκάλεσε η μεταφραστική ενασχόληση με τη «Μεσόγειο» του Μπρωντέλ. Άλλωστε έχει γράψει ένα πολύ μεστό μικρό κείμενο –εξάλλου ξέρει πολύ καλά να συμπυκνώνει σε μικρά κείμενα όσα θέλει να πει είτε είναι πεζογραφία είτε είναι δοκιμιακός λόγος– σε ένα μικρό κείμενο λοιπόν για τη «Μεσόγειο», που το επιγράφει: «Η ποιητική στρατηγική μιας ιστορικής εμπειρίας. Σύντομος οδηγός για την ανάγνωση της “Μεσογείου” του Μπρωντέλ». Κείμενο το οποίο ο Δημήτρης Μαρωνίτης χαρακτήρισε: ένα είδος μεταφραστικής εξομολόγησης.
Πέτρες, χώμα, νερό, αέρας, ζωικά και φυτικά είδη και άνθρωποι. Από αυτά τα υλικά είναι καμωμένη όχι μόνο η Μεσόγειος αλλά και ο γνωστός κόσμος. Ο Μπρωντέλ και το βιβλίο του θαρρώ πως έφερε σιγά σιγά την Κλαίρη πίσω στην Κρήτη. Γιατί βεβαίως από αυτά τα υλικά είναι φτιαγμένη και η Κρήτη, κομμάτι της Μεσογείου. Αν το έργο του Μπρωντέλ είναι και η αποτύπωση της αγάπης του για τη Μεσόγειο, το ίδιο ισχύει και για την Κλαίρη μεταφράζοντας το βιβλίο.
Χάρη σε αυτή λοιπόν τη στενή συνεργασία γνώρισα την Κλαίρη, τον κόσμο της Μεσογείου, και της Κρήτης. Γνώρισα τη γενναιόδωρη, πιστή φίλη. Τη φιλόξενη οικοδέσποινα, την όλο εκπλήξεις. Γνώρισα τη διαφορετική ματιά της να βλέπει τα πράγματα, συχνά λοξή, αντισυμβατική, παράδοξη. Μα και μια ακαταπόνητη εργατικότητα που δεν διαλαλείται αλλά που διαχέεται παντού σε όλες τις δραστηριότητες που αναλαμβάνει πέρα από τις καθαρά προσωπικές ενασχολήσεις της.
Να λοιπόν ένα δικό μου βολ πλανέ που με πάει από τα νεανικά της χρόνια στο Ηράκλειο, μετά στην Αθήνα και το Παρίσι για σπουδές στη μεσαιωνική ανθρωπολογία και επιστροφή στην Αθήνα. Και το βολ πλανέ συνεχίζεται στα διάφορα σπίτια της, τόσο χαρακτηριστικά της προσωπικότητας της, μεγάλα και μικρά, από το προάστιο της Αγίας Παρασκευής, στο κέντρο της Αθήνας στην Πλάκα, και μετά σε ένα άλλο σπίτι στην Αθήνα πάντα, στον Νέο Κόσμο, με τους δύο γάτους, τον Ένα και τον Άλλο –έτσι τα ονόματα τους, σαν πρόσωπα κάποιου θεατρικού έργου–, για να καταλήξει πίσω στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, και να ριζώσει, όπως τα δέντρα που φύτεψε με αγάπη στον κήπο της. Μια διαδρομή που την έφερε στον γενέθλιο τόπο και σε ένα δικό της σπίτι με τον υπεραιωνόβιο φίκο και τα υπέροχα σκυλιά της. Μια διαδρομή που προϋπέθετε εσωτερική δύναμη και πειθαρχία και που απαιτούσε γενναίες αποφάσεις. Και ενώ είναι εκατό τα εκατό διανοούμενη με μια βαθιά επιστημοσύνη και ευρυμάθεια, επέλεξε να γίνει και αγρότισσα ακάματη. Και αναρωτιέμαι, γιατί; Μήπως την απάντηση μας τη δίνει η ίδια η Κλαίρη με το μότο της Μαρίνας Τσβετάγιεβα, που πρόταξε στη «Flora mirabilis»: «Η τέχνη – είναι όπως η φύση». Με τα γραπτά της και τις ελιές της, λοιπόν, αξεχώριστα τα δυο, αγωνίες και για τα δυο, παλεύοντας με τις λέξεις και με τη γη.
Η Κλαίρη μού γνώρισε την Κρήτη. Το πρώτο ταξίδι κάποια Χριστούγεννα πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Εκείνη τότε δούλευε στο Μέγαρο, υπεύθυνη του Τομέα εκδόσεων, και εγώ ως εξωτερική συνεργάτις. Ένα ταξίδι αξέχαστο. Οργώσαμε κυριολεκτικά την ανατολική Κρήτη ως τη Σητεία, κάτι σαν ένα ταξίδι μύησης για μένα, γνωριμία με τόπους, γεύσεις, ανθρώπους, βουνά, βουνά, βουνά, τοπία αρχαϊκά. Η Κλαίρη σε βοηθά αβίαστα να ανακαλύπτεις άλλα πράγματα εκτός από τα προφανή. Και όλα αυτά διανθισμένα με γέλια και συζητήσεις. Ναι, έχουμε γελάσει πολύ με την Κλαίρη, και ευτυχώς γελάμε ακόμη. Γιατί η Κλαίρη έχει χιούμορ, ίσως καμιά φορά παράδοξο και συχνά ανατρεπτικό.
Και τα ταξίδια συνεχίστηκαν πριν και μετά τη μόνιμη εγκατάσταση της εδώ. Όλα αυτά τα χρόνια μου γνώρισε σπουδαίους ανθρώπους. Τους αξέχαστους Μενέλαο Παρλαμά και Στυλιανό Αλεξίου, και τον Νίκο Γιανναδάκη. Περάσαμε στιγμές που δεν ξεχνιούνται με τον Νίκο εδώ στο Ηράκλειο πίνοντας ρακή, ενώ μας διηγόταν τα κατορθώματα του πατέρα του. Γνώρισα τον Θωμά Φανουράκη και τη ζωγραφική του. Και πολλούς ακόμη. Δούλεψα για το περιοδικό «Παλίμψηστον» της Βικελαίας Βιβλιοθήκης όσο ζούσε ο Νίκος Γιανναδάκης αλλά και μετά. Για τα «Κρητικά Χρονικά», το περιοδικό της ΕΚΙΜ και έτσι γνώρισα τους ανθρώπους του Ιστορικού Μουσείου και τη δουλειά τους. Είδα την αφοσίωση της Κλαίρης για το μουσείο και την ΕΚΙΜ, φροντίζοντας εκθέσεις και εκδόσεις, όπως για τη συλλογή του Θωμά Παπαδοπεράκη στο Ιστορικό Μουσείο, τις «Μέρες του ’43», «Η καθημερινή ζωή στην κατοχική Κρήτη», του Ρούντο Σβαρτς «Crete 1943» ή η σειρά Μαρτυρίες, στην οποία έχει την εκδοτική φροντίδα και ενίοτε και την επιμέλεια κειμένων και στην οποία έχουν κυκλοφορήσει 10 τόμοι καλαίσθητοι και τεκμηριωμένοι. Πάντα παρούσα και ακούραστη ανιδιοτελής αρωγός. Σε κάποια είχα κι εγώ μια μικρή συμμετοχή ως διορθώτρια κι έτσι μπόρεσα να παρακολουθήσω συχνά από κοντά τη δουλειά της.
Και όλα αυτά πάντα εξαιτίας, ναι το εννοώ το εξαιτίας, της φίλης μου, που ξέρει να σε παρασύρει, ανεπαισθήτως, με διακριτικότητα και ευαισθησία, πάντα για καλό. Είναι ένα μεγάλο χάρισμα αυτό, που μαρτυρεί την εξαιρετική ικανότητα της Κλαίρης να αναλύει σε βάθος τους ανθρώπους που την αφορούν.
Πρώτο της βιβλίο «Η Πριγκίπισσα Τίτο κι εγώ». Κυκλοφόρησε το 1990 από τις εκδόσεις Διάττων. Για μένα ένα παράξενο μικρό αφήγημα, στοιχειοθετημένο στο χέρι με απλά 16άρια, και με επίφυλλο του Πέρη Ιερεμιάδη. Μια τόσο καλαίσθητη έκδοση, δείγμα της ευαισθησίας και της αγάπης της Κλαίρης για την τυποτεχνική τέχνη, που τη συναντάμε στη συνέχεια και σε άλλα της βιβλία. Της αγάπης της για το βιβλίο και ως αντικείμενο, ως περιέχον που αναδεικνύει το περιεχόμενο. Το 1996 βγήκε το θαυμάσιο βιβλίο της «Flora mirabilis» από τις εκδόσεις Το Ροδακιό, με το σχέδιο στο εξώφυλλο της πρόωρα χαμένης φίλης μας Μαρίνας Αθανασίου. Άλλο ένα δείγμα της καλαισθησίας και της εκδότριας Τζούλιας Τσιακίρη και βεβαίως της Κλαίρης. Στην αφιέρωση στο βιβλίο που μου έδωσε έγραφε: «Της Γεωργίας από την αρχή μέχρι το τέλος». Ναι, είχα τη χαρά και την τιμή να παρακολουθήσω το βιβλίο από την αρχή ως το τέλος, από το χειρόγραφο, τις πολλαπλές γραφές του ως το τελικό ανέκκλητο αποτέλεσμα που είναι πάντα ένα βιβλίο. Με αυτά τα θαυμαστά άνθη μας χάρισε εικόνες των Ανωγείων γεμάτες μια άλλη ομορφιά. Γιατί η Κλαίρη είναι και αυτή μια flora mirabilis.
Το 2006 κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Σωρείτες», νουβέλες και διηγήματα, όπως διαβάζουμε στο εξώφυλλο, από τις εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της Εστίας. Το ομότιτλο διήγημα περιέχει οκτώ μικρά μέρη, οκτώ ψυχικά πάθη: μίσος, ηδονή, ζήλεια, μέθη, δέος, χαρά, θλίψη, οργή. Μικρές συμπυκνωμένες πινελιές, που νομίζεις πως πέφτουν επάνω σου σαν βέλη.
Η αγάπη της για το θέατρο και τον κινηματογράφο είναι γνωστή. Το μαρτυρούν οι μεταφράσεις της θεατρικών έργων και η συμμετοχή της στο περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το δικό της θεατρικό «Οι παράξενοι λόγοι της Κυρίας Μποβαρύ» εκδόθηκε από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών το 1992 και σε β΄ έκδοση από την Άγρα το 2008 και ανέβηκε στο Θέατρο του Νότου το 1992.
Τον Οκτώβριο του 2015 από τις εκδόσεις Το Ροδακιό κυκλοφόρησε το βιβλίο της Κλαίρης «Η Νίκη σαν φοίνικας» για την αγαπημένη μας φίλη Νίκη Μαραγκού, που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην Αίγυπτο, κοντά στο Φαγιούμ, τον Φεβρουάριο του 2013. Ένα lamento, που μέσα του έχει και όλες τις χαρές που μοιράστηκαν οι δύο φίλες στα ταξίδια τους στην Κύπρο και στην Ελλάδα.
Γύρω στο 1993 ή 1994 σχεδίασε μια σειρά βιβλίων, μικρά σε μέγεθος, που κυκλοφόρησαν στα τέλη του 1995. Νεοέλληνες συγγραφείς ανθολόγησαν τους αγαπημένους τους Έλληνες συγγραφείς και έναν Γάλλο. Η σειρά έχει τίτλο: Η μικρή κιβωτός. Ένας τόπος συνάντησης δύο διαφορετικών δημιουργών, δύο διαφορετικών στιγμών. Τελικά είδαν το φως πέντε τόμοι Θα τους αναφέρω γιατί νομίζω πως δεν είναι τόσο γνωστοί. Ο Χριστόφορος Λιοντάκης ανθολογεί Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη με τίτλο «Το σκοτεινό τρυγόνι». Η Μάρω Δούκα Γιώργο Βιζυηνό, «Μεταξύ λόγου και πάθους». Η Μαρία Λαϊνά Νίκο Καχτίτση, «Η περιπέτεια της φαντασίας». Ο Θανάσης Χατζόπουλος τις Μέρες του Γιώργου Σεφέρη, «Ζήτημα φωτός», και ο Κωστής Παπαγιώργης Ονορέ ντε Μπαλζάκ, με τίτλο «Σημειωματάριο της ανθρώπινης κωμωδίας». Εδώ δυστυχώς σταμάτησε η σειρά.
Εκείνη όμως ποτέ δεν σταμάτησε να μεταφράζει, με τη γλωσσική ευαισθησία που τη χαρακτηρίζει, αγαπημένα της κείμενα, κείμενα που της ταιριάζουν ή που της κινούν το ενδιαφέρον τη συγκεκριμένη στιγμή. Κείμενα ποικίλα, ποιητικά, θεωρητικά, θεατρικά. Σταχυολογώ σχεδόν στην τύχη. Πωλ Βαλερύ «Διάλογος για το δέντρο» και Σαιν Τζων Περς, «Πουλιά», Ντενί Ντιντερό με τον γενικό τίτλο «Αισθητικά», που περιλαμβάνει «ύπουλα» κείμενα, όπως λέει κάπου η ίδια: «Επιστολή προς τους κωφάλαλους. Προς χρήσιν όσων ακούν και βλέπουν. Φιλοσοφικές αναζητήσεις για την προέλευση και τη φύση του ωραίου, Δοκίμια για τη ζωγραφική και Σκόρπιες σκέψεις για τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την ποίηση», Ζυλ Μισελέ, «Εισαγωγή στην ιστορία της γαλλικής επανάστασης», δίγλωσση έκδοση, Marguerite Duras και τη «Φιλονικία» του Marivaux για τον σκηνοθέτη Βίκτωρα Αρδίττη, Εμίλ Ζολά, «Τερέζ Ρακέν» για τον σκηνοθέτη Γιάννη Χουβαρδά.
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω δυο λόγια για το χρόνο της Κλαίρης. Η ίδια έχει πει πως δίνει στο χρόνο, όσο χρόνο χρειάζεται. Έχει έναν δικό της χρόνο, έναν ρυθμό που ποικίλλει και που σε παρασύρει. Άλλοτε αργόσυρτο άλλοτε γρήγορο, σε αντιστοιχία με τις σκέψεις της ίσως. Και πάντα τόσο πολύ προσωπικό.
Κλαίρη σε ευχαριστώ για όλα αυτά. Μα και γιατί συχνά με έκανες να σκεφτώ πράγματα που ίσως δεν θα τα είχα σκεφτεί».
Ολόκληρος ο χαιρετισμός του Δημάρχου Ηρακλείου Βασίλη Λαμπρινού:
«Η πρόταση του αλησμόνητου Μανόλη Καρέλλη, Δημάρχου Ηρακλείου στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης –τότε που η πόλη μας προσπαθούσε να ανασυγκροτήσει το κοινωνικό και πολιτισμικό της πρόσωπο– να ενταχθεί στα δρώμενα του Δήμου το Βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης», υπήρξε γόνιμη και ουσιαστική. Από το 1977 έως σήμερα βραβεύτηκαν σπουδαίες προσωπικότητες από τον χώρο των Γραμμάτων, των Καλών Τεχνών, της Μουσικής, των Ανθρωπιστικών Επιστημών, και διακεκριμένοι μελετητές της ζωής και του έργου τού Νίκου Καζαντζάκη.
Το Βραβείο αυτό απέκτησε εξαρχής πανελλήνιο κύρος. Αποτελούσε για τον κάθε βραβευμένο ένα διαρκή τίτλο τιμής, όπως αποδεικνύει η αναφορά του σε όλα τα βιογραφικά κείμενα των δημιουργών αυτών. Στην κοινωνία του τόπου μας υπήρχε και παραμένει η υπερηφάνεια ότι τιμήθηκαν τα τέκνα της Κρήτης που ξεχώρισαν, και προσέφεραν έργο στο οποίο μετουσιώνονται τα καλύτερα και διαρκέστερα στοιχεία του πολιτισμού και της ιστορικής μας πορείας.
Το Βραβείο που φέρει το όνομα του μεγάλου Ηρακλειώτη Δημιουργού Νίκου Καζαντζάκη, τιμάει βέβαια, διαχρονικά, το έργο του. Ένα έργο που, με την παγκόσμια καταξίωσή του, τοποθετείται δίπλα στις δημιουργίες των άλλων κορυφαίων μορφών του τόπου μας, του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου και του Βιτσέντζου Κορνάρου.
Εξήντα ένα χρόνια έπειτα από την ολοκλήρωση της ζωής και του πνευματικού του μόχθου, ο Καζαντζάκης, αποτελεί πάντα, το παράδειγμα του δημιουργού που, αφομοιώνοντας ιδιοφυώς τον πολιτισμό Δύσης και Ανατολής, και κρατώντας τα θεμελιακά στοιχεία της Ιστορίας και του πολιτισμού της γενέτειράς του, κατόρθωσε να συνθέσει ένα έργο οικουμενικών διαστάσεων, του οποίου η απήχηση και το κύρος υπερέβησαν την δοκιμασία του χρόνου και τον κατέταξαν στους σημαντικούς Ευρωπαίους συγγραφείς των τελευταίων αιώνων.
Το εφετινό Βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης», ενταγμένο στον θεματικό κύκλο των «Γραμμάτων», απονέμεται στην συγγραφέα κυρία Κλαίρη Μιτσοτάκη. Μία προσωπικότητα με εξαιρετική διαδρομή στα σύγχρονα ελληνικά γράμματα, και με επιτεύγματα σε πολλές περιοχές του Λόγου. Από κοινού με το υψηλής ποιότητας πεζογραφικό της έργο, την πολυσχιδή διαδρομή της στο δοκιμιακό πεδίο, στην εκδοτική επιμέλεια, στα θεατρικά κείμενα, πρέπει ιδιαιτέρως να επισημανθεί το εκτενές, σπουδαίο μεταφραστικό της έργο. Με κορυφαία κατάθεσή της την τρίτομη εμβληματική «Μεσόγειο», του Φερνάν Μπρωντέλ, ενώ υπό έκδοση βρίσκεται, όπως μαθαίνουμε, σε μετάφρασή της, μια επίτομη ανθολόγηση του θρυλικού έργου τού Μαρσέλ Προυστ, «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο».
Η αναγνώριση της πνευματικής προσφοράς της κυρίας Μιτσοτάκη με το Βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης», αποτελεί ένα έμπρακτο «ευχαριστώ» της γενέτειράς της για την συνολική δημιουργική της πορεία.
Θερμά συγχαρητήρια, και καλή συνέχεια στο έργο της.
Σας ευχαριστώ».
Πηγή: pancreta