Τα κακόφημα σπίτια - Ειδήσεις Pancreta

«Τα Βούρλα, στον Πειραιά», γράφει η Λιλίκα Νάκου «ήταν τότε ο χώρος όπου μάζευε η αστυνομία τις πόρνες του δρόμου. Περιτριγυρισμένος με τείχη, ήταν πελώριος, δυο φορές περίπου σαν το Σύνταγμα, και μέσα είχε κτίσματα χωριστά όπου κατοικούσαν οι γυναίκες».

Για τα Βούρλα, μας μιλάει και ο Καραγάτσης στο Δέκα (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας). «Προχώρησε στην οδό Αγίου Διονυσίου, που είναι προέκταση της Ακτής Κονδύλη. Ερημιά και μισοσκόταδο εξόν από ένα οικοδομικό τετράγωνο δεξιά – κάτι ανάμεσα σπίτι και φρούριο – που καταυγαζόταν από πολλά δυνατά λαμπιόνια. Ήταν οι Δικαστικές Φυλακές, τα παλιά Βούρλα, ο απαισιότερος οίκος ανοχής που υπήρξε στην Ελλάδα. Μόνον όποια δεν την ήθελαν τα οργανωμένα σε ιδιωτικές επιχειρήσεις “σπίτια” καταντούσε στα Βούρλα. Νοίκιαζε μια καμαρούλα και δούλευε για λογαριασμό της, δίχως «μαμά». Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική. Μολονότι την τάξη την κρατούσε ιδιαίτερο αστυνομικό τμήμα, εγκατεστημένο μέσα στον πορνοσυνοικισμό, οι κάθε λογής ρουφιάνοι και σωματέμποροι είχαν εκεί το στέκι τους κι εκμεταλλεύονταν τις γυναίκες με τον εκφοβισμό και την τρομοκρατία, κάμοντάς τους το βίο αβίωτο. Ένεκα τούτου, καταπώς είπαμε, μόνον οι απόκληρες της δουλειάς κατέληγαν στα Βούρλα, όταν δεν μπορούσαν να δουλέψουν μέσα στην ασφάλεια του καθιερωμένου μπορντέλου».

Τοποθετημένα στις παρυφές της πόλης, σε συγκεκριμένες συνοικίες που χαρακτηρίζονται κακόφημες, οι οίκοι ανοχής είναι τόποι που κινούνται έξω από τον ευρέως αποδεκτό χώρο, νησίδες που λειτουργούν παράλληλα με τον υπόλοιπο κόσμο και διέπονται από τους δικούς τους κανόνες. Ο Φουκώ τους συγκαταλέγει μαζί με τα ψυχιατρεία, τις φυλακές, τα πλοία, τα μουσεία και άλλα στους χώρους που ονομάζει “ετεροτοπίες”. Σύμφωνα με το νόμο άλλωστε, πρέπει να απέχουν τουλάχιστον 200 μέτρα από πλατείες, πάρκα, ναούς, παιδικές χαρές και σχολεία.

Τα πορνεία είναι επίσης στενά συνδεδεμένα με τα λιμάνια, στην Ελλάδα δε η μοίρα τους εξαρτάται απόλυτα από την παρουσία ξένων στόλων, πράγμα που καθίσταται εμφανές σε ταινίες όπως τα Κόκκινα φανάρια ή το Ποτέ την Κυριακή που εκτυλίσσονται στα χαμαιτυπεία της Τρούμπας. Μα και στην αρχαιότητα, τα πορνεία βρίσκονταν κοντά στον Κεραμεικό και στο λιμάνι του Πειραιά.

Όσο μεγαλύτερος είναι ο χώρος που μεσολαβεί ανάμεσα στο δρόμο και το δωμάτιο, ανάμεσα στη φαντασίωση και στην πραγμάτωσή της, τόσο πιο πολυτελής είναι ο οίκος ανοχής. Ο εσωτερικός διάκοσμος είναι περίπου πάντα ο ίδιος: ένα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι, ένα κομοδίνο μ’ ένα αμπαζούρ, ένα λαβομάνο, ένας καθρέφτης. Το κόκκινο χρώμα κυριαρχεί συνήθως, αν και στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μάριο Βάργκας Λιόσα (μτφρ. Κ. Τζωρίδου, εκδ. Καστανιώτη), ο δον Ανσέλμο, ο ιδιοκτήτης του περιβόητου πορνείου, δίνει εντολή να βαφτεί ολόκληρο πράσινο. «Το βάφτισαν αμέσως: “Το Πράσινο Σπίτι”. Δεν τους διασκέδαζε όμως μονάχα το χρώμα, αλλά και η παράξενη διαρρύθμισή του. Αποτελούνταν από δυο ορόφους… Ο δεύτερος όροφος περιλάμβανε έξι μικροσκοπικά δωμάτια, παραταγμένα μπροστά σ’ έναν διάδρομο με ξύλινο παραπέτο που έβγαινε πάνω από το σαλόνι του πρώτου ορόφου». Διαρρύθμιση κατάλληλη για να μπορεί να παρατάσσεται το εμπόρευμα και να επιλέγει ο πελάτης. «Ο δον Ανσέλμο μας παράγγειλε ένα γραφείο, έναν πάγκο μπαρ ακριβώς ίδιο με του “Άστρου του Βορρά” και μισή ντουζίνα κρεβάτια, έξι λαβομάνα, έξι καθρέφτες, έξι δοχεία νυκτός».

Μπαίνοντας, οι γυναίκες χάνουν την ταυτότητά τους, έχουν μόνο ένα υποκοριστικό ή ένα παρατσούκλι, γίνονται ένα επιπλέον αντικείμενο στο χώρο. «Η βία μετατρέπει σε πράγμα αυτόν που την υφίσταται», έλεγε η Σιμόν Βέιλ.

Καμπαρέ, χαμαιτυπεία, μπουντουάρ, φτωχικές κάμαρες αλλά και πολυτελή δωμάτια, τα πορνεία τροφοδότησαν τη φαντασία και ενέπνευσαν πολλούς συγγραφείς. Το 1931, άνοιξε τις πόρτες της στο Παρίσι η «Σφίγγα», οίκος ανοχής που έγινε διάσημος, με έμβλημά του «βλέπεις τα πάντα, ακούς τα πάντα και δεν λες τίποτα». Φιλοξένησε διάσημους συγγραφείς όπως τον Μπλεζ Σαντράρ και τον Σιμενόν ο οποίος, εμπνευσμένος από εκεί έγραψε το μυθιστόρημα Στο μεγάλο 13 με το ψευδώνυμο Gom Gut.  Η εικόνα των χώρων αυτών διφορούμενη, αμφιλεγόμενη, όπως και η αντίληψη και τα συναισθήματα της εκάστοτε κοινωνίας γι’ αυτά.

Τα πορνεία δεν καταργούν τις ταξικές διαφοροποιήσεις, αντίθετα τις συντηρούν: οι φτωχοί επισκέπτονται εκείνα που βρίσκονται στις παρυφές της πόλης, ενώ οι πλούσιοι πολυτελή οικήματα στις κεντρικές συνοικίες. Χώροι ανοικτοί στον καθένα μα και ταυτόχρονα κλειστοί – στη Γαλλία ονομάζονταν maisons closes δηλαδή κλειστά σπίτια – περιορισμένοι, επιτηρούμενοι, η πρόσβασή τους απαιτεί την καταβολή ενός αντιτίμου. Αντίθετα με τα ευυπόληπτα σπίτια, δεν διαθέτουν κανένα εξωτερικό στολίδι, κανένα διακριτικό πέραν κάποιου ιδιαίτερου φωτισμού, κατάλοιπο μάλλον των μεσαιωνικών κόκκινων φαναριών. Ζωντανεύουν τη νύχτα, τις ώρες που όλα τα άλλα σπίτια ησυχάζουν. Οι επισκέπτες τους εισέρχονται στα κρυφά, με χίλιες προφυλάξεις. Τόποι απολαύσεων, συνδεδεμένοι με κρασί, φαγητό και θεάματα, όπου βρίσκει κανείς «ό,τι καλύτερο υπάρχει στη ζωή» σύμφωνα με τον Φλωμπέρ. Χώροι μετάβασης από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Κάθε τι το απαγορευμένο αλλού, είναι εδώ αποδεκτό. Πηγή φαντασιώσεων, ηδονών, απολαύσεων μα και απέραντης θλίψης και δυστυχίας. Ναοί του σώματος, του νεαρού, του σφριγηλού, του ωραίου που απολαμβάνει και χαρίζει απόλαυση, μα και του πάσχοντος σώματος. Καταφύγιο των εύρωστων και κοινωνικά ευυπόληπτων αλλά και των καταφρονεμένων, των ανάπηρων, των κάθε λογής απόβλητων. Τόποι όπου η ψυχική ευφορία του ενός προϋποθέτει την ψυχική καταρράκωση του άλλου.

Οι εταίρες στην αρχαία Ελλάδα και αργότερα οι γκέισες στην Ιαπωνία, γυναίκες με υψηλή μόρφωση, κατείχαν ιδιαίτερη θέση, όπως μαρτυρούν πολλά κείμενα. Με την έλευση του Χριστιανισμού, η πορνεία συνδέθηκε με τη διαφθορά, την εξαχρείωση, τις κάθε λογής ασθένειες. Οι Βικτωριανοί αποκαλούσαν την πορνεία «Μεγάλο Κοινωνικό Κακό» και επιχείρησαν την καταστολή και κατάργηση των οίκων ανοχής, ενώ σε άλλες εποχές προτιμήθηκε η νομιμοποίησή τους και η χωροταξική κατανομή τους. Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα το φαινόμενο παίρνει μεγάλη έκταση. Μπαλζάκ, Ζολά, Φλωμπέρ, Ευγένιος Συ,  Μωπασάν, ο ρεαλισμός κάνει κυρίαρχο θέμα του την πορνεία.

Η φιγούρα της εκδιδόμενης γυναίκας παρουσιάζει και αυτή δύο όψεις. Σε ορισμένους συγγραφείς, η γυναίκα γίνεται θύμα εκμετάλλευσης κάποιων ανδρών ή αναγκάζεται να οδηγηθεί στην πορνεία όπως η Φαντίν στους Άθλιους του Ουγκώ, η Νάνσυ στον Όλιβερ Τουίστ ή η Σόνια στο Έγκλημα και τιμωρία. Σε άλλες περιπτώσεις, η πορνεία αποτελεί για κάποιες συνειδητή επιλογή στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από την αθλιότητα και να ζήσουν, όπως η Νανά, μέσα στις ανέσεις και την πολυτέλεια. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τον 19ο αιώνα, η μόνη εναλλακτική για τις φτωχές γυναίκες ήταν δουλειά με εξαντλητικά ωράρια και απάνθρωπες συνθήκες σε κάποιο εργοστάσιο.

Αγία και πόρνη, θύμα και θύτης ταυτόχρονα, η εκδιδόμενη γυναίκα εμφανίζεται στη λογοτεχνία αριβίστρια, άπληστη, σκληρή απ’ τη μια, τραγική ηρωίδα, γεμάτη συμπόνια και αυταπάρνηση παρότι περιφρονημένη, στιγματισμένη, στο περιθώριο της ζωής. Με την Χοντρομπαλού, ο Μωπασάν χρησιμοποιεί την πόρνη σαν έναν καθρέφτη που αντανακλά την υποκρισία των αστών. Χάρη στη γενναιοδωρία ψυχής και τη μεγαλοσύνη αυτής της ηρωίδας, δέκα άνθρωποι διαφεύγουν τον πόλεμο, κανείς τους όμως δεν δέχεται την άλλη μέρα το πρωί να μοιραστεί το φαγητό μαζί της. Η Μαργαρίτα Γκωτιέ στην Κυρία με τας καμελίας του Α. Δουμά, διάσημη εταίρα που ζει μέσα στην πολυτέλεια συντηρούμενη από τους εραστές της, εγκαταλείπει τον Αρμάνδο, τον άνδρα που ερωτεύεται, για να μη σταθεί εμπόδιο στη σταδιοδρομία του. Η Λίζι, η Αξιοσέβαστη πόρνη του Σαρτρ, αρνείται να ψευδομαρτυρήσει κατά ενός αθώου μαύρου διότι το θεωρεί ανήθικο. Η μαντάμ Ορτάνς στο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Ν. Καζαντζάκη, διάσημη πόρνη που γνώρισε πλούτη και μεγαλεία, εκπλήσσει με την αφοπλιστική της αθωότητα και την επιθυμία της, έστω και στα γεράματα, να παντρευτεί. Ο Μπαλζάκ και ο Ζολά με τη διάσημη Νανά, αντίθετα, παρουσιάζουν την κοκότα πολυτελείας, τη μοιραία γυναίκα που προκαλεί την ηθική και οικονομική καταστροφή πολλών ανδρών. Ο Μπωντλέρ πάλι συχνάζει στα πορνεία και επιδίδεται σε κάθε είδους απολαύσεις επιθυμώντας μέσω των “τεχνητών παραδείσων” να «συλλέξει το Ωραίο που ενυπάρχει στο κακό». Στα Άνθη του κακού, ανάμεσα στα ποιήματα που είναι αφιερωμένα σε γυναίκες, ορισμένα αφορούν την πόρνη Σάρα και τη μιγάδα Ζαν Ντυβάλ που συμβόλιζαν γι’ αυτόν το πάθος, τη σαρκική απόλαυση, την ομορφιά μέσα στην κακία, τη βία και την πτώση. Ας μην ξεχνάμε μάλιστα ότι για κάποια απ’ αυτά τα ποιήματα το βιβλίο απαγορεύτηκε με την κατηγορία της προσβολής της δημοσίας αιδούς.

Τα πορνεία είναι και ο χώρος όπου συναντιούνται ο έρωτας κι ο θάνατος, η νεότητα και το γήρας.  Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών  στη νουβέλα του Γιασουνάρι Καβαμπάτα (μτφρ. Έφη Κουκουμπάνη-Πολυτίμου, εκδ. Καστανιώτη) είναι ένας οίκος ανοχής που απευθύνεται σε ηλικιωμένους άντρες οι οποίοι πληρώνουν για να περάσουν τη νύχτα τους ξαπλωμένοι δίπλα σε γυμνές παρθένες που έχουν ναρκωθεί. Ο ήρωας αναστοχάζεται τη ζωή του, ο ερωτισμός διαπλέκεται με την αίσθηση του επερχόμενου θανάτου και της τραγωδίας των γηρατειών. «Η απεραντοσύνη που κάλυπταν οι σεξουαλικές σχέσεις των ανθρώπων, το αβυσσαλέο βάθος τους, πόσο απ’ αυτό άραγε είχε γνωρίσει στα εξήντα εφτά του χρόνια ο γερο-Εγκούτσι; Και γύρω από τους γέρους καινούρια σάρκα, νεανική σάρκα, όμορφη σάρκα γεννιόταν ασταμάτητα. Μήπως το μυστικό που έκρυβε αυτό το σπίτι ήταν η επιθυμία των θλιμμένων γέρων για το όνειρο που δεν είχε τελειώσει ποτέ, η θλίψη των ημερών που είχαν χαθεί χωρίς καν να τις έχουν ζήσει; Ο Εγκούτσι την πρώτη φορά που είχε έρθει είχε σκεφτεί ότι τα κορίτσια που δεν ξυπνούσαν πρόσφεραν απόλυτη ελευθερία στους γέρους, μια ελευθερία χωρίς ηλικία. Κοιμισμένες και αμίλητες, έλεγαν αυτά που οι γέροι ήθελαν να ακούσουν». Αντίστοιχο είναι το θέμα του μυθιστορήματος του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου (μτφρ. Κ. Σωτηριάδου, εκδ. Λιβάνη) όπου ένας ενενηντάχρονος αποφασίζει να κάνει δώρο στον εαυτό του για τα γενέθλιά του μια νύχτα σ’ έναν οίκο ανοχής με μια έφηβη παρθένα.

Μπορεί κανείς να πουλάει το σώμα του και να βρίσκει ευχαρίστηση σ’ αυτό; Μπορεί μια γυναίκα να εκδίδεται και ταυτόχρονα να παραμένει πιστή; Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στο καλό και στο κακό; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που θέτει το μυθιστόρημα του Ζοζέφ Κεσέλ Η ωραία της ημέρας (μτφρ. Ρ. Κολαίτη, εκδ. Μεταίχμιο) στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη ταινία του Μπουνιουέλ. Η Σεβερίν Σεριζί, μια παντρεμένη γυναίκα αστικής καταγωγής που αγαπά τον άνδρα της, προσφέρει τις υπηρεσίες της κάθε μεσημέρι σ’ έναν οίκο ανοχής προσπαθώντας να ικανοποιήσει την επιθυμία της για άγριο σεξ με μαζοχιστικά στοιχεία. Αυτή η ηρωίδα που θυμίζει την Μαντάμ Μποβαρύ, πνίγεται μέσα στον καθωσπρεπισμό της αστικής τάξης και αδυνατεί να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στην αγάπη και το σεξ, ανάμεσα στα αισθήματά της για τον άνδρα της και τις αδυσώπητες απαιτήσεις των αισθήσεων.

Τι γίνεται λοιπόν με τις ανεξερεύνητες πλευρές της σεξουαλικότητας σε μια κοινωνία η οποία, σύμφωνα με τον Φουκώ, θεωρεί τις ερωτικές σχέσεις μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο ως τη μοναδική αποδεκτή μορφή σεξουαλικότητας και εξοβελίζει όσες δεν συμμορφώνονται με την αναπαραγωγή; Μήπως η ύπαρξη των πορνείων είναι άμεσα συνυφασμένη με μια κοινωνία που εξοστρακίζει την απόλαυση, καταστέλλει συστηματικά την ηδονή φορτώνοντάς την με αμέτρητες ενοχές και καταδικάζει στο περιθώριο ή στο πυρ το εξώτερο τους παραβάτες; «Κανένας άλλος πολιτισμός δεν έριξε το σεξ στον υπόνομο και στην τουαλέτα όπως ο δικός μας», λέει ο Ντ. Χ. Λώρενς και ο Καραγάτσης συνεχίζει:

«Η Μαρία Μακρή συλλογιέται πως τα Βούρλα καταργήθηκαν για τα μάτια του κόσμου: για να μη φαίνεται τόσο προκλητικά ο ξεπεσμός της γυναίκας. Τίποτα όμως δεν άλλαξε. Οι γριές και οι κακοσούσουμες, αντί να δουλεύουν συγκεντρωμένες σε κοινόβιο, ξεποδαριάζονται στα πεζοδρόμια, να ψωνίζουν πελάτες και να τους κουβαλάν στις τρώγλες τους, τις εγκατασπαρμένες σ΄ όλες τις φτωχογειτονιές της μεγάλης πολιτείας.

Την ίδια κακή μοίρα έχουν κι οι καλύτερες, που άλλοτε εργάζονταν άνετα κι αμέριμνα, μέσα στην ασφάλεια των μπορντέλων. (Αυτές τώρα, έπεσαν στην δικαιοδοσία των νταβατζήδων, που άλλοτε μπορούσαν ν΄ αποφύγουν). Εκεί που τα πράγματα έμειναν παρόμοια, είναι στις «πολύ καλές», που εξασκούν το επάγγελμα κρυφά, μόνο με πελατεία συστημένη» ( το Δέκα).

της Λίλας Κονομάρα

Πηγή


Πηγή: pancreta