Στο βιβλίο «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος, ο συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος, μυθιστοριογραφεί για έναν άστεγο Αθηναίο ο οποίος πυροδοτεί μια πολύνεκρη λαϊκή εξέγερση στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. Πρόκειται για έναν άνεργο δημοσιογράφο, με μια ικανότητα μεταξύ παραφυσικής και ψυχοπάθειας, γνωστή ως πυρογένεση. Μια πολιτική και ερωτική μαύρη κωμωδία, χτισμένη με τα υλικά του ψηφιακού κόσμου, που θέτει επιτακτικά το ερώτημα: πού ζούμε;
Όπως αναφέρει σε σημείωμά του ο συγγραφέας: «Στο βάθος, θα έλεγε κανείς ότι αυτό το μυθιστόρημα υπήρξε προϊόν του φόβου που βίωσα το 2012 ότι, εάν μείνει άστεγη η μεσαία τάξη, τότε θα καεί η Ελλάδα. Έμπνευσή μου υπήρξαν, επίσης, η νεύρωση της Αριστεράς με τις λαϊκές εξεγέρσεις, αλλά και το απωθημένο σχεδόν όλων των Νεοελλήνων να καούν όλα. Ή, όπως θα το έθεταν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, «γαία πυρί μειχθήτω» […] Είναι προφανές ότι ο κόσμος της ψηφιακής ενημέρωσης και επικοινωνίας, που καταδυναστεύει τη ζωή μας μεταβάλλοντάς τη σε μαύρη κωμωδία, αποτελεί εξίσου πηγή έμπνευσης αυτού του καλειδοσκοπικού μυθιστορήματος. Ένας κόσμος όπου το πρωτοσέλιδο μιας παραδοσιακής εφημερίδας και η ανάρτηση σε ένα τυχάρπαστο μπλογκ, το βίντεο ενός ενημερωτικού ρεπορτάζ και ένα post στο Facebook εξισώνονται επικίνδυνα. Όπως ακριβώς εξισώνoνται και μια πολύνεκρη λαϊκή εξέγερση με την πυρογένεση. Ω, τι κόσμος, μπαμπά!».
Ακολουθεί απόσπασμα από το εν λόγω βιβλίο:
«Το χειρόγραφο του Δημήτρη Αποστολάκη αρχίζει με μια παιδική́ ανάμνηση, από την κηδεία της μητέρας του. Σύμφωνα με τον αφηγητή, τότε ήταν που του παρουσιάστηκαν τα πρώτα κρούσματα πυρογένεσης και πυροκίνησης. Ή τουλάχιστον, αυτά θυμάται ως πρώτα. Προφανώς εξαιτίας της υπερβολικής συναισθηματικής φόρτισης και της υπερδιέγερσης που του είχε προκαλέσει το τραυματικό συμβάν του θανάτου της Σωτηρίας, όπως την αποκαλεί και ο ίδιος μες στο γραπτό του.
Από το σημείο εκείνο – ένα είδος προϊστορίας ή προ-οικονομίας του κυρίως θέματος, αν προτιμάτε –, μέχρι το να αποδίδουμε στις όποιες ψυχικές ικανότητες του Αποστολάκη τις λεγόμενες Μαύρες Γιορτές, που συντάραξαν την Ελλάδα τα Χριστούγεννα του 2013, η απόσταση είναι και δεν είναι μεγάλη. Και για να βγάλει κανείς το σωστό συμπέρασμα, οφείλει να χειριστεί το όλο ζήτημα με εξαιρετική λεπτότητα και με άκρα προσοχή.
Ασφαλώς, έπαιξε ρόλο και το λαϊκό κίνημα, η κρίση είχε προετοιμάσει το έδαφος εξαθλιώνοντας ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, κι αυτό ήταν το εύφλεκτο υλικό που πυρπόλησε ο Αποστολάκης, σ’ αυτό βρήκε την ευκαιρία να βάλει μπουρλότο. Άραγε, όμως, χωρίς εκείνον και την πυρογενετική ψυχική ικανότητά του, θα είχε γίνει ό,τι έγινε; Ο ίδιος πολύ αμφιβάλλει στο χειρόγραφό του, επιμένοντας σε αυτό κατηγορηματικά. Και, δυστυχώς ή ευτυχώς, φαίνεται να λέει την αλήθεια.
Σημειωτέον ότι οι ταραχές εκείνων των ημερών είχαν λάβει πανελλαδική έκταση, με αποτέλεσμα να χαρακτηρισθούν από μερίδα του Τύπου και των πολιτικών κομμάτων ακόμη και ως εξέγερση. Το ποια ήταν τα αληθινά αίτια, η ακριβής φύση των γεγονότων και ο πραγματικός χαρακτήρας τους, έγινε αντικείμενο πολιτικής και κοινωνικής τριβής και διχογνωμιών.
Ως γνωστόν, όλα ξεκίνησαν από ένα μπαράζ, κατά τα φαινόμενα συντονισμένων πυρκαγιών, που ξέσπασαν δύο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του ’13 στο κέντρο της Αθήνας. Τις φωτιές ακολούθησαν καταστροφές και πλιάτσικο καταστημάτων, οικιών και πολυτελών οχημάτων από ετερόκλητες ομάδες πολιτών, καθώς και συγκρούσεις διαδηλωτών με τις δυνάμεις καταστολής, ακόμα και καταλήψεις ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων από αναρχοαυτόνομους.
Την επομένη, οι πυρκαγιές άναψαν ξανά στην Αθήνα, και οι ταραχές πήραν και πάλι μπρος, για να πλαισιωθούν σταδιακά μέσα στις μέρες που ακολούθησαν από φωτιές και λαϊκές αντιδράσεις σχεδόν σε όλες τις μεγάλες και μικρές ελληνικές πόλεις: Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Πάτρα, Κόρινθος, Καβάλα, Κοζάνη, Λάρισα, Βόλος, Κομοτηνή, Ρόδος, Ηράκλειο, Ρέθυμνο, Μυτιλήνη. Παράλληλα, μικρότερης έντασης επεισόδια σημειώθηκαν σε Δράμα, Φλώρινα, Τρίκαλα, Κέρκυρα, Καρδίτσα, Αγρίνιο, Αργοστόλι, Χίο, Χανιά.
Προς το παρόν, ας αφήσουμε κατά μέρος τον βαρύ φόρο αίματος, μολονότι γι’ αυτόν θα έπρεπε προπαντός να μιλάμε, και ας εστιάσουμε, ας περιοριστούμε αποκλειστικά στα οικονομικά μεγέθη.
Οι εμπρηστικές επιθέσεις και οι πορείες διαμαρτυρίας που διοργανώθηκαν μέσα σε εκείνο το χρονικό διάστημα, οδήγησαν σε μεγάλες υλικές καταστροφές δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων, γραφείων, καταστημάτων και οχημάτων, τα περισσότερα εξ αυτών στην Αθήνα, όπου και σημειώθηκαν μακράν οι μεγαλύτερες ζημιές και τα πιο εκτεταμένα επεισόδια ανάμεσα σε διαδηλωτές και αστυνομικούς.
1453 επιχειρήσεις που απασχολούσαν συνολικά 13.500 εργαζομένους, επλήγησαν λίγο ή πολύ. 96 τράπεζες, 44 σουπερμάρκετ, 381 μεγάλα καταστήματα, 917 μεσαία ή μικρά, και 7 κινηματογράφοι. Από αυτές τις επιχειρήσεις, οι 101 υπέστησαν ολοσχερή καταστροφή, ανάμεσά τους και οι γνωστές εμπορικές φίρμες Sprider, Ysatis, Intersport, Glou και Benetton στην οδό Ερμού και το κατάστημα Πλαίσιο στην οδό Στουρνάρη.
Η απώλεια τζίρου που σημειώθηκε στα καταστήματα της Αθήνας ήταν της τάξης των 190 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ οι καταναλωτές στράφηκαν για τις αγορές της εορταστικής περιόδου στα εμπορικά κέντρα των προαστίων, μακριά από το κέντρο της πόλης που ήταν σε κατάσταση πολιορκίας.
Οι Μαύρες Γιορτές, όπως συνηθίσαμε πια να τις λέμε, κράτησαν συνολικά εννιά μόλις μέρες, αλλά θεωρήθηκαν, και δικαίως, το μεγαλύτερο προανάκρουσμα εξέγερσης των κατεστραμμένων από την οικονομική κρίση μεσαίων στρωμάτων και της νεολαίας. Και, ασφαλώς, είναι ο μεγάλος αριθμός των θυμάτων εκείνο που υπογραμμίζει τη σοβαρότητα της κατάστασης: τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2013 στοίχισαν τη ζωή σε 83 ανθρώπους, ενώ παράλληλα είχαμε και εκατοντάδες τραυματίες.
Αυτός ο πολύνεκρος, μακάβριος απολογισμός – τα περισσότερα θύματα πέθαναν από ασφυξία ή απανθρακώθηκαν, εγκλωβισμένα σε φλεγόμενα κτίρια, ενώ αρκετοί βρήκαν το θάνατο στις συγκρούσεις με την Αστυνομία –, είναι για πολλούς ιερόσυλο, εάν όχι γελοίο, να συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με έναν και μοναδικό άνθρωπο. Να υποτιμάται σε τέτοιο βαθμό ο κοινωνικός παράγων, και να αντιμετωπίζεται ως προϊόν της βούλησης ενός και μόνο ιδιώτη μια τέτοιας έκτασης συλλογική αναταραχή.
Κυριολεκτικά απορούν και εξίστανται: πώς είναι δυνατόν, ένα ιστορικής σημασίας γεγονός, ένας λαϊκός ξεσηκωμός, μια κορυφαία εκδήλωση του μαζικού κινήματος και της ταξικής πάλης, να αποδίδεται στις παραφυσικές, μεταφυσικές, και πάντως ανεπιβεβαίωτες και επιστημονικά αστήρικτες, και γιατί όχι, σχεδόν κομπογιανίτικες, ψυχικές ιδιότητες ενός πατέρα δύο κοριτσιών, άνεργου δημοσιογράφου, εν συνεχεία αστέγου, και τελικά αυτόχειρα, του οποίου απλώς βρέθηκε ένα είδος ημερολογίου, που αποφασίσαμε να αποκαλούμε «χειρόγραφο Αποστολάκη»
Και αρκεί, άραγε, η προσωπική μαρτυρία μου, εφόσον υπήρξα για χρόνια συνάδελφός του στην «Ελευθεροτυπία» (δουλεύαμε αμφότεροι στο ελεύθερο ρεπορτάζ) και στενός φίλος του, αρκεί η δική μου διαβεβαίωση για να πειστείς για το αντίθετο, αγαπητή αναγνώστρια και αγαπητέ αναγνώστη;» (Απόσπασμα από την εισαγωγή του Γιώργου Χ. Θεοδωρίδη στο βιβλίο του Δημήτρη Αποστολάκη, «Πυροδοτώντας τις Μαύρες Γιορτές – Το χειρόγραφο του ανθρώπου που έκαψε την Ελλάδα» (εκδ. Εκλάμψεις, 2014), σελ. 13).
Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Εκδόσεις Κέδρος, 2018
Κρυσταλία Πατούλη
Πηγή: pancreta