Φύγαμε Κερασία... - Ειδήσεις Pancreta

  φωτο: Lukas Vasilikos

Ο θαλασσινός αγέρας ανακάτεψε τα μαλλιά της. Το μείγμα αρμύρας και σκουριάς που διαπέρασε τα ρουθούνια της, έγδαρε ηδονικά τον ουρανίσκο της. Το αίσθημα μιας άγριας ελευθερίας τη συνεπήρε. Έγειρε σύγκορμη στην κουπαστή και του παραδόθηκε.

Το καράβι της γραμμής άφηνε αγκομαχώντας το λιμάνι του Πειραιά για τη Νάξο. Η Κερασία δεν το σκέφτηκε πολύ. Το αποφάσισε σχεδόν ακαριαία. Θα εκμεταλλευόταν το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος για να επιστρέψει στο νησί και τους δικούς της. Το είχε ανάγκη. Και θα το έκανε. Δεν έβλεπε την ώρα.

Όταν ο ήλιος άρχισε να τρυπά ανελέητα τις τέντες του καταστρώματος κι η Σύρος πίσω τους ξεμάκραινε, η Κερασία αναζήτησε τεχνητή δροσιά στο εσωτερικό του πλοίου. Όπως το φανταζόταν. Ήταν κατάμεστο. Κόσμος, κορμιά χυτά, ανάκατα στους καναπέδες μετρούσαν υπομονετικά τέταρτα και μισάωρα ώσπου να φτάσουν στον προορισμό τους. Παιδάκια που ζωγράφιζαν απορροφημένα στα τραπεζάκια και γονείς που συζητούσαν χειρονομώντας ακατάπαυστα. Νέοι που διάβαζαν ή σκάλιζαν το κινητό τους χωρίς να νοιάζονται για τη φασαρία γύρω τους. Κρύοι καφέδες που λικνίζονταν πάνω στα πάσα. Εικόνες καταχωρήμενες ισόβια στη μνήμη της, κομμάτια στο μωσαϊκό της συνεχούς επιστροφής της.

"Κερασία!"

Μια φωνή. Γύρισε προς το μέρος της. Τα χείλη της καμπύλωσαν σε ένα ζεστό χαμόγελο. Ο Σταμάτης. Ο παιδικός της σύντροφος. Μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά, δραπέτευσαν μαζί από την άγουρη εφηβεία κι ύστερα χάθηκαν. Η σχέση τους ακολούθησε την προδιαγεγραμμένη ρότα που ακολουθούν οι περισσότερες παιδιάστικες φιλίες. Που είναι εκεί, χωρίς να είναι εκεί, βρίσκονται μέσα σου, μα δεν υπάρχουν στη ζωή σου.

Σηκώθηκε και την αγκάλιασε. Η Κερασία ανέπνευσε τη γνώριμη οσμή του. Σα να ήταν χθες...την άδραξε η ανάμνηση. Της είπε έλα και την έβαλε να καθίσει δίπλα του στριμώχνοντας την στην πολυκοσμία.

"Πες μου τα νέα σου Κερασία. Έμαθα πως χώρισες...πραγματικά στενοχωρήθηκα...αν και..." η φράση του έμεινε μετέωρη.

"Αν και; Σε ακούω Σταμάτη..."

"Αυτός ο Στέφανος. Ποτέ του δε μου γέμισε το μάτι. Σε είχα για καλύτερα..."

Η Κερασία κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι της. Υπήρχε τελικά κάποιος στο περιβάλλον της που συμπαθούσε αληθινά τον Στέφανο; Μάλλον κανένας...

"Με συγχωρείς, δε μου πέφτει λόγος...έπρεπε να συγκρατηθώ" απολογήθηκε ο Σταμάτης. Περιεργαζόταν εξονυχιστικά την έκφρασή της.

Του χαμογέλασε. "Μη...μη ζητάς συγνώμη. Μίλα μου για τις κόρες σου!" Το μικρό της οικογένειας που καθόταν πλάι τους, ύψωσε τότε τα ματάκια του και τους χάρισε έναν αστείο ήχο σα γουργούρισμα. Η Κερασία του ανταπέδωσε μια τρυφερή γκριμάτσα. Ο Σταμάτης γέλασε και η αμήχανη στιγμή τους άφησε.

Όταν στα μεγάλα τζαμένια ανοίγματα φάνηκε η Νάξος, την τράβηξε από το χέρι και βγήκαν στο κατάστρωμα. Παιδιά που έτρεχαν χαρούμενα έγιναν πάλι. Ο αιγαιοπελαγίτικος ήλιος τους θάμπωσε. Τα μάτια της γέμισαν χρώμα. Τα μάτια του γέμισαν Κερασία. Χαμήλωσε το βλέμμα του. Τα δάχτυλά του άγγιξαν τη μπλούζα της. Της φάνηκε πως κάτι έψαχνε...

"Αχ Κερασία δεν το ήξερες· ποτέ δε στο είχα πει, μα αυτή η μικροσκοπική ελιά στο στήθος σου ήταν το καλοκαιρινό μου βάσανο. Στοίχειωνε το αγορίστικο μυαλό κι όλα τα μεσημέρια μου... Και αμέτρητα απογεύματα... Στο δρόμο για την Αγία Άννα, πάνω σε εκείνα τα ποδήλατα...θυμάσαι; Δε γνώριζα τι πρόσμενα· έψαχνα μέσα στις σκιές στο δάσος με τους κέδρους. Κι ύστερα κυνηγιόμασταν στη θάλασσα...κρυβότανε στην άμμο. Τα γέλια σου, οι φωνές...το αλάτι στους ξεφλουδισμένους ώμους μας...και η ελιά σου...πάντα η ελιά σου..."

"Θυμάμαι" του απάντησε. Και το ήξερα, είπε από μέσα της. Κατέβασε το ραντάκι της, έπιασε απαλά το χέρι του και το ακούμπησε στην ελιά της. Το πλοίο σφύριξε καθώς περνούσε αργά τις Πόρτες.

Επιτέλους Κερασία!

Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη

Απόσπασμα από το βιβλίο «Κερασία» που κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία -από τις εκδόσεις Αγγελάκη.


Πηγή: pancreta