Από το "Μουσική και άλλα πεζά" του Αχιλλέα Κυριακίδη - Ειδήσεις Pancreta

Της είπε εγώ θα σ΄αγαπώ για πάντα. Τον πίστεψε. Της είπε θα σε παντρευτώ αλλά όχι τώρα. Του είπε πόσο δηλαδή να περιμένω. Της είπε δεν ξέρω, περίμενε. Του είπε με προξενεύουν σ’ ένα παλλικάρι από το διπλανό χωριό. Έστειλε τους δικούς του μια νύχτα, έβγαλαν μαχαίρια, δεν έμεινε ψυχή ζώσα. Της είπε τώρα δεν υπάρχει διπλανό χωριό. Του είπε ναι, αλλά άμα σε πιάσουν εγώ τι θα κάνω. Της είπε δεν με πιάνουν. Γύριζε χρόνια στα βουνά σαν το λύκο. Δυο-τρεις νύχτες το μήνα, κατέβαινε και πλάγιαζε στο στρώμα της κρυφά. Μια, δυο, το κακό έγινε. Πήγε να τον βρει, με την κοιλιά στο στόμα. Του είπε το καλό που σου θέλω κατέβα να με παντρευτείς, θα με πομπέψουν. Της είπε μείνε εδώ, παπά θα βρούμε. Του είπε εγώ δεν περίμενα πέντε χρόνια για να στεφανωθώ μες στα πουρνάρια. Της έκανε άλλα δυο παιδιά, ώσπου χάθηκε. Μάθαινε νέα του στη χάση και στη φέξη. Τον κυνηγούσαν όλοι οι χωροφύλακες της οικουμένης. Το΄χαν να το λένε που έσφαζε αδιακρίτως. Τέτοιο τέρας έλεγαν. Ύστερα, λέει, βγήκε στη θάλασσα, έγινε πειρατής (μη χάσει), κούρσευε καράβια κι ένα το πήρε για τη πάρτη του και το ΄βγαλε με τ΄όνομα της. Το χωριό είδε κι απόειδε, την ξαπόστειλε. Κατέβηκε στη πόλη κι έγινε πουτάνα. Πήγε και τη βρήκε στα κρυφά, με κάτι μασκαριλίκια μην τον δουν. Της λέει καλά βρε παιδί μου-πουτάνα; Του λέει αυτή την τέχνη μ΄έμαθες. Της λέει και τα παιδιά; Του λέει ξέχασ ΄τα. Παίρνει τις ανάποδες του κι αρχίζει τους όρκους, να να μη σώσω να ξανασφάξω άνθρωπο, να που να μου κοπεί το χέρι αν ξανακάνω κρίμα στη ζωή μου. Του κόπηκε. Σε μιαν επιδρομή να εξοντώσει το χωριό της που την είχε σπρώξει στο βούρκο. Του το΄φαγε το χέρι ένας χασάπης, λίγο αφότου του΄χε ξεκληρίσει το μισό σπίτι. Δυο φεγγάρια παραμιλούσε τα΄όνομα της. Ύστερα πάλι μην τον είδατε. Έκανε να φανεί δυο χρόνια και κάτι μέρες. Στις κάτι μέρες, της παρουσιάστηκε φάντης μπαστούνι. Της είπε να με. Του είπε πρώτα που πήγε το χέρι σου και μετά έμαθα πως τραβιέσαι με μια Δέσποινα. Της είπε κάθε άνδρας έχει το αδύναμο σημείο του. Του είπε τότε ρώτα να δεις τι κάνουν τα παιδιά και γιατί δεν ρωτάς. Τη ρώτησε τι κάνουν τα παιδιά. Του είπε τράβα να ρωτήσεις τη Δέσποινα, γιατί εγώ από τότε που τα σκότωσα έχω να τα δω. Της είπε κακούργα τα παιδιά μου, τι έκανες. Του είπε αυτά τα σκέφτονται νωρίτερα και γιατί δεν το΄χεις βάλει πρόγραμμα να με παντρευτεις, τι άλλο δηλαδή πρέπει να περιμένουμε. Της είπε εγώ που σου΄χα πει θα σ΄αγαπώ για πάντα. Του είπε από μένα δεν έχει αλλάξει τίποτα. Της είπε φεύγω πάλι, άμα γυρίσω τα ξαναλέμε. Πριν φύγει, έβαλε φωτιά στο μπορντέλο να πάει στο διάολο, τρεις γυναίκες λαμπάδιασαν κι ένας πελάτης που πετάχτηκε έξω σαν την φλεγόμενη βάτο, άρπαξε η διπλανή αχυραποθήκη, κι ύστερα η φωτιά πήρε τον κατήφορο και την κυνηγούσαν από πίσω. Πλάκα πλάκα, κάηκε η μισή πόλη. Στα δεκάξι χρόνια πάνω, να σου τον πάλι. Τρόμαξε να την βρει, κι όταν την βρήκε, σ΄ένα μοναστήρι, τρόμαξε να τη γνωρίσει. Του είπε τι έγινε το μάτι σου, γιατί είχε χάσει και το μάτι του τόσα χρόνια τώρα. Της είπε δεν μπορώ άλλο αυτή τη ζωή, δεν είναι ζωή αυτή, έλα να παντρευτούμε, ν΄ανοίξουμε σπίτι. Του είπε τόσα χρόνια τι έκανες για μένα, τώρα σου΄ρθε που άγιασα. Της είπε δεν το΄χω σε τίποτα να τα κάνω λίμπα εδώ μέσα. Του είπε έτσι κι απλώσεις χέρι σε καμιά ηγουμένη, σε δίνω, να το΄χεις υπόψη σου. Της είπε δεν μ΄έχεις άξιο, έφυγε και ξαναγύρισε μες στο αίμα. Τον έδωσε. Της είπε τελικά ακόμα κι η πιο αγνή αγάπη δεν μπορεί να ζήσει για πάντα. Τον άφησε να σαπίσει στη φυλακή.

Το βίντεο από την εκδήλωση για τον Αχιλλέα Κυριακίδη στο Ηράκλειο στις 26 Απριλίου 2017, βιβλιοπωλείο Αναλόγιο


Πηγή: pancreta