«Η μορφή των λειψάνων» του Juan Gabriel Vásquez - Ειδήσεις Pancreta

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Juan Gabriel Vásquez Η μορφή των λειψάνων (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης) που θα κυκλοφορήσει στα τέλη Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Δεν ξέρω πόση ώρα περίμενα σ’ εκείνο το πολύχρωμο πνιγηρό δωμάτιο. Ήταν ένα στούντιο χωρίς παράθυρα, προφανώς σχεδιασμένο για να καλύπτει τις ανάγκες απομόνωσης του Μπεναβίδες. Υπήρχε μια πολυθρόνα ανάγνωσης κάτω απ’ τη φωτεινή δέσμη μιας μεγάλης λάμπας που πιο πολύ έμοιαζε με παλιά κάσκα κομμωτηρίου παρά με οτιδήποτε άλλο, και κάθισα εκεί αφού έκανα αρκετούς κύκλους χωρίς να βρω κανένα χώρο που να δείχνει ότι προοριζόταν για τους επισκέπτες: το στούντιο του γιατρού δεν ήταν φτιαγμένο για να δέχεται κανέναν. Δίπλα στην πολυθρόνα, πάνω σ’ ένα τραπεζάκι, ήταν στοιβαγμένα μια ντουζίνα βιβλία που πέρασα αρκετή ώρα κοιτάζοντάς τα, χωρίς να το πάρω απόφαση να ξεφυλλίσω κανένα, από φόβο μη χαλάσω κάποια κρυφή τάξη. Είδα μια βιογραφία του Ζαν Ζορές και τους Παράλληλους βίους του Πλούταρχου, είδα και ένα βιβλίο του Αρτούρο Άλαπε σχετικά με το Μπογκοτάσο, καθώς κι έναν άλλο τόμο, δερματόδετο, πιο λεπτό απ’ τον προηγούμενο, που μου ήταν αδύνατον να διαβάσω το όνομα του συγγραφέα του και που ο τίτλος του «μύριζε» λιβελογράφημα: Γιατί ο πολιτικός φιλελευθερισμός της Κολομβίας δεν είναι αμάρτημα. Το κέντρο τού πιο μεγάλου τοίχου έπιανε ένα γραφείο που η επιφάνειά του ήταν ένα τετράγωνο από πράσινο δέρμα, τακτοποιημένο με τόση σχολαστικότητα, ώστε πάνω του χωρούσαν, με απόσταση η μία απ’ την άλλη, δύο στοίβες χαρτιά, μία από κλειστούς φακέλους και μία από ανοιγμένους λογαριασμούς (περίεργη παραχώρηση στην πρακτική ζωή, σ’ ένα μέρος που, απ’ ό,τι έδειχνε, ήταν αφιερωμένο σε διάφορες μορφές στοχασμού), διατηρημένες στη θέση τους χάρη στο βάρος μιας μολυβοθήκης που έμοιαζε με χειροτέχνημα. Δύο συσκευές δέσποζαν στην επιφάνεια: ένα σκάνερ και η οθόνη του υπολογιστή, μια γκουμούτσα τελευταίας γενιάς που κατείχε τη θέση της σαν τοτέμ. Όχι, με διόρθωσα αμέσως, όχι σαν τοτέμ, αλλά σαν μεγάλος οφθαλμός· ο οφθαλμός ος τα πάνθ’ ορά. Διέπραξα τη γελοιότητα να βεβαιωθώ ότι ο υπολογιστής ήταν κλειστός ή, έστω, η κάμερά του, μη και με κατασκόπευε κανείς.

Τι είχε συμβεί εκεί κάτω; Δεν μου ήταν ακόμα πολύ σαφές. Με ξάφνιαζε η βίαιη αντίδρασή μου, παρ’ όλο που εγώ, όπως πολλοί της γενιάς μου, κρύβω στο βάθος μου καταπιεσμένη βία, συνέπεια του ότι μεγάλωσα σε μια εποχή όπου η πόλη, η πόλη μου, είχε μετατραπεί σε ναρκοπέδιο, κι όλη αυτή η βία με τις βόμβες και τους πυροβολισμούς αναπαραγόταν στην καθημερινότητά μας με τους ύπουλους μηχανισμούς της: ποιος δε θυμάται τη σπουδή με την οποία κατεβαίναμε από τα αυτοκίνητα και πλακωνόμασταν στο ξύλο για ένα ασήμαντο τροχαίο συμβάν, κι είμαι σίγουρος πως δεν είμαι ο μόνος που έχει δει πάνω από μία φορά τη μαύρη οπή της κάννης ενός πιστολιού να τον σημαδεύει στο πρόσωπο· ούτε πρέπει να ’μαι ο μόνος που γοητεύεται από σκηνές βίας, κάτι ποδοσφαιρικούς αγώνες που μετατρέπονται σε μάχη, κάτι κρυφές κάμερες που καταγράφουν γρονθοκοπήματα στο μετρό της Μαδρίτης ή σε κάποιο βενζινάδικο του Μπουένος Άιρες, σκηνές που ψάχνω στο ίντερνετ για να τις δω και να πάρω την απαραίτητη δόση αδρεναλίνης. Κι ενώ τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να δικαιολογήσει ό,τι είχε συμβεί κάτω, η κατάσταση των νεύρων μου, συνέπεια των συνθηκών ακραίας έντασης και έλλειψης ύπνου μέσα στις οποίες βρισκόμουν, ίσως μπορούσε να βοηθήσει στην εξήγησή του. Κι απ’ αυτό αρπάχτηκα, ναι· δεν ήμουν εγώ αυτός, κι ο Μπεναβίδες και η γυναίκα του έπρεπε να το καταλάβουν: τριάντα τετράγωνα μακριά από κει, οι αγέννητες κόρες μου διέτρεχαν κάθε μέρα κινδύνους που έκριναν τη ζωή τους, και κάθε μέρα παίζονταν στη ρουλέτα ενός τοκετού υψηλού κινδύνου η ευεξία μου και η ευεξία της γυναίκας μου. Δεν ήταν λογικό ένα σχόλιο όπως αυτό του Καρβάγιο να με κάνει να χάσω για μια στιγμή τα λογικά μου;

Από την άλλη, πώς ήξερε ο Καρβάγιο για τη συγγένειά μου με τον Χοσέ Μαρία Βιγιαρεάλ; Ήταν φανερό ότι δεν είχε συγκεκριμένες πληροφορίες, αλλά και ότι αυτός κι ο Μπεναβίδες είχαν μιλήσει για μένα με κάποιες λεπτομέρειες. Από πότε; Να με είχε καλέσει ο Μπεναβίδες στο σπίτι του με τον κρυφό σκοπό να μου συστήσει τον Καρβάγιο, ή να με γνωρίσει ο Καρβάγιο; Γιατί; Επειδή ήμουν ο ανιψιός κάποιου που ’χε ζήσει από πρώτο χέρι την 9η Απριλίου κι είχε παίξει καθοριστικό ρόλο σε ό,τι συνέβη μετά τη δολοφονία του Γκαϊτάν; Ναι· αυτό τουλάχιστον ήταν αλήθεια. Ήταν δημόσιο γεγονός κι αποτελούσε μέρος της επίσημης Ιστορίας: ο πιστός στο καθεστώς κυβερνήτης που στέλνει χίλιους άνδρες για να καταστείλει την εξέγερση. Όπως όλος ο κόσμος, είχα διαβάσει κι εγώ τα απομνημονεύματα του Γκαρσία Μάρκες, κι όπως όλο τον κόσμο με είχε φέρει και μένα σε αμηχανία, ακόμα και ταραχή, η σαφήνεια με την οποία ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος της χώρας μας, αλλά και ο διανοούμενος με τη μεγαλύτερη επιρροή, αποκάλυπτε, χωρίς ευφημισμούς, την ύπαρξη μιας κρυπτής αλήθειας· γιατί αυτό έκανε εκείνη η σελίδα: μιλώντας για τον κομψό άνδρα και υπονοώντας τη συμμετοχή του στη δολοφονία του δολοφόνου, ο Γκαρσία Μάρκες κατέθετε απερίφραστα τη βαθιά του πεποίθηση ότι ο Χουάν Ρόα Σιέρα δεν ήταν ο μοναδικός δολοφόνος του Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν, αλλά ότι υπήρχε πίσω από το έγκλημα μια καλοδουλεμένη πολιτική συνωμοσία. Εκείνος ο άνδρας είχε καταφέρει να σκοτώσουν έναν ψεύτικο δολοφόνο, για να προστατεύσει την ταυτότητα του πραγματικού: οι λέξεις αποκτούσαν τώρα άλλο φως. Δεν ήταν ανεξήγητο που τις είχα παραβλέψει στην πρώτη μου ανάγνωση, πριν από δύο χρόνια; Με τι μάτια είχα διαβάσει εκείνη τη σελίδα τότε, με τι αθώο βλέμμα; Αλλά αυτό που σίγουρα δε μου ’χε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό, ήταν ότι ο θείος μπορεί να ήξερε ποιος ήταν ο κομψός άνδρας. Η ιδέα ήταν εξωφρενική, όσο κι αν εκείνη την εποχή οι πάντες ήξεραν τους πάντες στις πολιτικές ελίτ. Ήταν εξωφρενική; Ήταν. Ήταν, όμως; Κάθε λέξη του Καρβάγιο πρόδιδε τη βαθιά του πεποίθηση: ο θείος μου, Χοσέ Μαρία, μπορεί να γνώριζε κάτι που θα έριχνε φως, έστω αμυδρό, στην ταυτότητα του άνδρα που είχε καταφέρει να σκοτώσουν έναν ψεύτικο δολοφόνο για να προστατεύσει την ταυτότητα του πραγματικού.

Αυτά συλλογιζόμουν, όταν χτύπησε η πόρτα. Ανοίγοντάς την, βρέθηκα μπροστά σε μια εκδοχή του Μπεναβίδες κυρτωμένη και με μαύρους κύκλους, λες και το πρόσφατο περιστατικό τον είχε φθείρει ακόμα πιο πολύ. Κρατούσε ένα δίσκο με δύο φλιτζάνια κι ένα θερμός φούξια, παρόμοιο με αυτά που χρησιμοποιούν κάποιοι δρομείς, με τη διαφορά ότι το θερμός του Μπεναβίδες δεν περιείχε νερό, ούτε κανένα απ’ αυτά τα αναψυκτικά που χαρίζουν ενέργεια, αλλά έναν καφέ μαύρο και δυνατό. «Εγώ όχι, ευχαριστώ» είπα, κι εκείνος απάντησε: «Ναι. Εσύ, ναι. Ευχαριστώ». Και μου σέρβιρε ένα φλιτζάνι. «Αχ, Βάσκες» συνέχισε, «σε τι μπελάδες μ’ έβαλες σήμερα…»

«Σας ζητώ συγγνώμη, Φρανσίσκο» είπα, «δεν ξέρω τι μ’ έπιασε.»

«Δεν ξέρεις; Ξέρω εγώ, όμως. Σ’ έπιασε αυτό που μάλλον θα ’χε πιάσει όλους μας στη θέση σου. Ο Καρβάγιο το παράκανε – κι αυτό το ξέρω. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δε μ’ έβαλες σε μπελάδες…» Κατευθύνθηκε σε μια γωνία του δωματίου και πίεσε ένα κουμπί πάνω σε κάτι που έμοιαζε σε ρομπότ με σχάρα: η θερμοκρασία του δωματίου κατέβηκε αρκετούς βαθμούς, κι αμέσως αισθάνθηκα ότι ο αέρας δεν ήταν πια υγρός. «Πάει το πάρτι μου, αγαπητέ μου φίλε» είπε ο Μπεναβίδες, «πάει το πάρτι της γυναίκας μου.»

«Μπορώ να κατέβω» προσφέρθηκα, «να ζητήσω συγγνώμη απ’ όλο τον κόσμο.»

«Δε χρειάζεται. Έφυγαν όλοι.»

«Και ο Καρβάγιο;»

«Και ο Καρβάγιο» είπε ο Μπεναβίδες. «Για το νοσοκομείο. Να του φτιάξουν το διάφραγμα.»

Πήγε μέχρι το γραφείο του, κάθισε κι άναψε τον υπολογιστή. «Ο Καρβάγιο είναι πολύ ιδιόρρυθμος τύπος» είπε, «και μπορεί κανείς να τον πάρει για τρελό. Δε λέω όχι. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι αξιόλογος άνθρωπος, αν και τόσο παθιασμένος, που μερικές φορές χάνει τον έλεγχο. Κι εμένα οι παθιασμένοι άνθρωποι μ’ αρέσουν. Είναι μια αδυναμία – τι να κάνουμε. Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που ό,τι πιστεύουν το πιστεύουν με αληθινό πάθος. Και ο Θεός το ξέρει ότι αυτό συμβαίνει στον Καρβάγιο.» Ενώ μιλούσε, κουνούσε το ποντίκι πάνω στο πράσινο δέρμα του τραπεζιού, και τα στοιχεία της οθόνης άλλαζαν, παράθυρα άνοιγαν και κάθονταν το ένα πάνω στ’ άλλο, ενώ πίσω τους φαινόταν η εικόνα που ο Μπεναβίδες είχε διαλέξει για την επιφάνεια εργασίας του. Δεν ξαφνιάστηκα όταν αναγνώρισα άλλη μία από τις διάσημες φωτογραφίες του Σάντι Γκονσάλες: εκείνη με το τραμ που καίγεται στη διάρκεια των επεισοδίων της 9ης Απριλίου. Είναι μια εικόνα γεμάτη βία, και κάποια ιδιαίτερη σημασία πρέπει να ’χει γι’ αυτόν που την επέλεξε ώστε να τη βλέπει κάθε φορά που ανοίγει τον υπολογιστή, αλλά την έδιωξα γρήγορα αυτή τη σκέψη: μπορεί κανείς και να μη βλέπει σ’ αυτή την εικόνα μια καταγγελία του ολέθρου και της συμφοράς εκείνης της αποφράδας μέρας, αλλά μόνο ένα κέντρισμα της μνήμης, μια ιστορική μαρτυρία. «Ήπιες τον καφέ σου;» με ρώτησε ο Μπεναβίδες.

Του έδειξα το άδειο φλιτζάνι μου και τον πάτο του με τα καφετιά δαχτυλίδια που κάποιοι (όχι εγώ) ξέρουν να διαβάζουν και να ερμηνεύουν. «Μέχρι κάτω» του είπα.

«Πολύ ωραία. Είσαι εντάξει, ξύπνιος, ή θες να πιεις κι άλλον;»

«Ξύπνιος είμαι, δόκτωρ. Αυτό που έγινε κάτω, ήταν άλλο πράγμα. Ήταν…»

«Μη με λες δόκτορα, Βάσκες, σε ικετεύω. Πρώτον, η λεξούλα είναι πολύ υποτιμημένη σ’ αυτή την χώρα. Όλο τον κόσμο, μα όλο τον κόσμο, έτσι τον φωνάζουν. Δεύτερον, δεν είμαι ο γιατρός σου. Τρίτον, εσύ κι εγώ είμαστε πια φίλοι. Δεν είμαστε φίλοι;»

«Ναι, δόκτωρ. Φρανσίσκο. Ναι, Φρανσίσκο.»

«Και οι φίλοι δε μιλάνε μεταξύ τους με τέτοιους τύπους. Κάνω λάθος;»

«Όχι, Φρανσίσκο.»

«Άμα είναι έτσι, μπορώ κι εγώ να σε αποκαλώ δόκτορα. Εσύ ασχολήθηκες με τη συγγραφή, αλλά, πριν, πήρες πτυχίο δικηγόρου. Και τους δικηγόρους τούς λένε κι αυτούς δόκτορες σ’ αυτή τη χώρα – δεν είν’ έτσι;»

«Έτσι είναι.»

«Και ξέρεις γιατί δεν σε αποκαλώ δόκτορα;»

«Γιατί είμαστε φίλοι.»

«Ακριβώς. Γιατί είμαστε φίλοι. Κι επειδή είμαστε φίλοι, σου ’χω εμπιστοσύνη. Φαντάζομαι ότι κι εσύ μου ’χεις εμπιστοσύνη.»

«Ναι, Φρανσίσκο. Σου ’χω εμπιστοσύνη.»

«Έτσι μπράβο. Κι ακριβώς επειδή έχουμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον, είμαι έτοιμος να κάνω κάτι που δε θα το ’κανα αν δεν σου ’χα εμπιστοσύνη. Και δεν το κάνω μόνο γι’ αυτό, αλλά και επειδή νιώθω πως σου οφείλω μια εξήγηση. Μπορεί εσύ να μου οφείλεις ένα ποτήρι του ουίσκι κι ένα πάρτι, αλλά εγώ σου οφείλω μια εξήγηση. Μα ακόμα κι αν δεν σου την όφειλα, θα σ’ την έδινα. Νομίζω ότι εσύ μπορείς να καταλάβεις αυτό που θα σου δείξω. Δεν είναι πολλοί αυτοί που μπορούν να το καταλάβουν και να το εκτιμήσουν. Αλλά εσύ, νομίζω, μπορείς. Μακάρι… μακάρι να μην πέφτω τόσο πολύ έξω με σένα. Έλα» είπε, δείχνοντας μ’ ένα αυταρχικό δάχτυλο το χώρο δίπλα στην καρέκλα του, μπροστά στο γραφείο με τα χαρτιά του. «Σταμάτα εκεί.»

Όταν υπάκουσα, βρήκα την οθόνη του υπολογιστή μεταμορφωμένη. Καταλαμβάνοντάς την ολόκληρη, με εξαίρεση τα χρωματιστά εικονίδια που γεμίζουν το κάτω μέρος όλων των οθονών όπως αυτή, υπήρχε μια εικόνα που αμέσως αναγνώρισα ότι ήταν μια ακτινογραφία θώρακα, στο κέντρο της οποίας, πλαισιωμένη απ’ τις σκιές των πλευρών κι ακουμπισμένη στη σπονδυλική στήλη, υπήρχε μια μαύρη κηλίδα στο σχήμα φασολιού. Πρέπει να το είπα δυνατά («Ένα φασόλι!») ή να ρώτησα («Κι αυτό το φασόλι τι είναι;»), γιατί ο Μπεναβίδες μού είπε ότι δεν ήταν φασόλι, αλλά μια σφαίρα παραμορφωμένη από την πρόσκρουση στους σπονδύλους: μία από τις τέσσερις σφαίρες που, στις 9 Απριλίου 1948, είχαν σκοτώσει τον Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν.


Πηγή: diastixo.gr