Το πλοίο δένει στο Λιμάνι. Στέκομαι σφιγμένη, ανάμεσα στο πλήθος και κοιτώ την πόλη απέναντι μου. Ξημερώνει δειλά. Η πόλη σαν ένα τεράστιο ρομπότ, φτιαγμένο από εκατοντάδες σπιτάκια, σαν τουβλάκια λέγκο, προσπαθεί να ξυπνήσει. Χιλιάδες μάτια τα παράθυρα. Κάθε που ανοίγει ένα φως τα κλειστά βλέφαρα γίνονται κίτρινα φωτάκια.
Το πλήθος αρχίζει να μετακινείται προς την αποβάθρα. Χέρια ανοίγουν κι αγκαλιάζουν τους επιβάτες. Χαμόγελα καθαρά κάτω από μαύρα μουστάκια. Άντρες που κουβαλούν τεράστιες βαλίτσες, γυναίκες με σακούλες με γλυκά. Κάτασπροι τουρίστες με γυαλιά ηλίου. Δεν γνωρίζω κανέναν. Αγκαλιά δεν με περιμένει, μα χαμογελώ. Κάθε που δένει ένα πλοίο στο λιμάνι είναι σαν να ξεκινά μια μικρή γιορτή.
Η παραφουσκωμένη μου βαλίτσα αρχίζει να κυλά πάνω στην άσφαλτο. Ακολουθώ πινακίδες, περιμένω κόκκινους σηματοδότες να αλλάξουν χρώμα. Σε λίγα μέτρα μια μεγάλη ταμπέλα μου λέει: «Καλώς ήλθατε στο Δημοκρατικό Ηράκλειο.»
Σταματώ στο ξενοδοχείο στην Επιμενίδου. Η υπάλληλος απολογείται που το δωμάτιο δεν έχει θέα στη θάλασσα. «Δεν πειράζει», απαντώ. «Είναι καλύτερα για να μη μπαίνω στον πειρασμό της φυγής.», αυτό δεν το λέω, το κρατώ για μένα.
Ανοίγω τη βαλίτσα. Δεν είναι μεγάλη μα μπορεί και χωράει όλη μου τη ζωή. Τη ζωή μέχρι τώρα. Για τις μέρες που έρχονται θα πρέπει ή να ξεφορτωθώ το παρελθόν ή να προμηθευτώ μεγαλύτερη χειραποσκευή.
Πηγαίνω μια βόλτα στην πόλη. Τα καταστήματα γεμάτα σουβενίρ, φουσκωτά σε σχήμα ντόνατς ή φλαμίγκο, αντηλιακά. Οι ντόπιοι προσπερνούν φορτωμένοι με σακούλες με ψώνια. Η σκιά μου αντανακλάται σε πολυκατοικίες ή πέτρινα παλεινά σπίτια. Η μεγαλομανία της μεταπολίτευσης μπερδεύεται με την προπολεμική Ελλάδα. Άσπρα χαρτιά που γράφουν «Ενοικιάζεται» πάνω σε ένα κολάζ από ξεθωριασμένες αφίσες. Μπορείς άραγε να αποκαλέσεις «σπίτι» κάτι που δεν σου ανήκει;
Στο τηλέφωνο η κρητική προφορά χαϊδεύει τα αφτιά.
«Παραμονή τση Παναγίας βρε κοπελιά, ίντα να πω, πετάξου ένα λεπτό, εδά1 ανέ μπορείς.»
«Σε λίγο θα είμαι εκεί», απαντώ.
«Περίμενε να σε τρατάρω2;», λέει η άγνωστη κυρία καθώς με υποδέχεται. Χάνεται πριν απαντήσω και επιστρέφει με έναν δίσκο. Αφήνει στο τραπέζι ένα πιατάκι με ένα καλιτσούνι3 κι ένα ξεροτήγανο.
«Από που ‘σαι μπρε κοπελιά;»
Ξετυλίγω την τηγανισμένη σπείρα Ο Πρίγκιπας με τα κρίνα ζωγραφισμένος πάνω στην πορσελάνη, με σησάμι μπλεγμένο ανάμεσα στα μακριά μαλλιά του.
«Από τη Σητεία.»
«Κι έπαε4 ίντα γυρεύγεις;»
Εγώ ήθελα να νοικιάσω μια μικρή γκαρσονιέρα και να που βρέθηκα τώρα να πρέπει να απαντήσω σε φιλοσοφικά ερωτήματα. «Πού είμαι, πού βρίσκομαι, πού πάω;» Μέχρι να απαντήσω η άγνωστη κυρία φεύγει για την κουζίνα κι επιστρέφει με δυο ποτηράκια ρακή, λίγες μυζηθρόπιτες και ένα πιατάκι με σύκα.
«Εγώ δεν τρώω πράμα γιατί έχω γενεί εφτά οργιές5.», εξηγεί.
Με δάκτυλα γυαλιστερά από την χλωρίνη, δείχνει εγγόνια και δισέγγονα στις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες.
“Όλα επήρανε το όνομα μου. Τούτηνιε6 είναι η Μαρία, και τούτηνιε αλλά η μάνα τση τη φωνάζει Μίριαμ και τούτοσες7 ο Μάριος.”
Βγαίνουμε στο δρόμο. Ακολουθώ την άγνωστη κυρία που κάθε τόσο κοντοστέκεται και σκουπίζει τα ιδρωμένα χέρια στην ποδιά της. Σιγά σιγά η πόλη σαν να αλλάζει. Ξεθωριάζουν οι άχαρες πολυκατοικίες και δίνουν την θέση τους σε μονοκατοικίες με ξύλινα παράθυρα ή ξεφτισμένες καγκελόπορτες. Δυο αδέσποτα σκυλιά μας πλησιάζουν. Με προσπερνούν και μπλέκονται ανάμεσα στα πρησμένα πόδια της άγνωστης γυναίκας. “Τα θωρείς8 τα κουλούκια9; Ίντα να τοσε πρωτοδώσω; Μόνο σαλάτα τρώγω με τέτοια φουνάρα10.”
Σε λίγο βγάζει τα κλειδιά από την τσέπη της ποδιά της. Ανοίγει την καγκελόπορτα. Μια γάτα ξαπλωμένη κοιμάται πάνω στο χαλάκι της εξώπορτας. “Σήκω ωρή από ‘τα11.”, την προστάζει. Η γάτα ανοίγει τα μάτια, την κοιτά αδιάφορα και τα ξανακλείνει. Η πόρτα ανοίγει. Με γρήγορες κινήσεις η σπιτονοικοκυρά τραβάει τις κουρτίνες κι ανοίγει παράθυρα και παντζούρια. Η γυναίκα εξηγεί λογαριασμούς και διαδικαστικά συμβολαίου. «Σε δυο λεπτά με τα πόδια θα να ‘σαι στα λιονταράκια. Κι αν έχεις αυτοκίνητο έχει αποπίσω ένα μπάρκι12. Ο άντρας μου δεν βάνει μπλιω13 έκεια το δικό ντου.» …Συνεχίζει να μιλά για γειτονικούς φούρνους, χασάπηδες, κάδους σκουπιδιών και άλλα.
Το φως του ήλιου γεμίζει το άδειο σπιτάκι. Οι λευκοί τοίχοι μεταμορφώνονται σε φιλόξενη αγκαλιά και το μωσαϊκό σε ζεστή αμμουδιά. Το σώμα μου ηρεμεί. Χαμογελώ δειλά. Στα μάτια μου ξεπροβάλλουν δειλά τα πρώτα σχέδια. Ένα γραφείο, μπρος από το παράθυρο, τα βιβλία μου πιο δίπλα και μια κρητική κουρτίνα… Ξαφνικά, νιώθω σαν το σπίτι μου.
Στο τέλος η άγνωστη γυναίκα με συμπάθησε. Θα ’ναι που δεν είπα λέξη.
Δώσαμε τα χέρια. Καλώς όρισα…
Λεξικό:
1. Εδά: Τώρα
2. Τρατάρω: Κεράσω
3. Καλιτσούνι: Παραδοσιακό, πασχαλινό γλυκό της Κρήτης
4. Έπαε: Εδώ
5. Έγινα εφτά οριγές: Πάχυνα πολύ
6. Τούτηνιε: Αυτή εδώ
7. Τούτοσες: Αυτός εδώ
8. Θωρείς: Βλέπεις
9. Κουλούκια: Σκυλιά
10. Φουνάρα: Υπερβολική ζέστη
11. Ετά: Εκεί
12. Μπάρκι: Πάρκινγκ
13. Μπλιω: Πια
Της Ειρήνης Δερμιτζάκη
Βιογραφικό:
Η Ειρήνη Δερμιτζάκη γεννήθηκε το 1982 στη Σητεία. Σπούδασε Θέατρο στην Ελλάδα και Κινηματογράφο στο Λονδίνο. Το 2018 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στη Δημιουργική Γραφή στην Αγγλία. Τα έργα της «Ορνιθοφοβία» και «Αντζελέτα και Ετελβίνα» (υπό την αιγίδα του υπουργείου πολιτισμού της Μεγ. Βρετανίας) έχουν ανέβει σε θέατρα του Λονδίνου. Έχει γράψει σενάρια για ταινίες μικρού μήκους και διηγήματα που διακρίθηκαν σε διαγωνισμούς και έχουν εκδοθεί από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Έχει επίσης συμμετάσχει στο συλλογικό μυθιστόρημα Η κατάρρευση από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες. Το 2017 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της Αυτό που δεν γνωρίζω ακόμα από την Anima εκδοτική. Το Γεννημένος Λούζερ είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
Πηγή: pancreta