Πριν από 61 ακριβώς χρόνια, ο νεαρός και άσημος ακόμα Paul Simon άφησε κάτω το μολύβι του έχοντας βάλει την τελευταία τελεία στους στίχους ενός τραγουδιού που προσπαθούσε μήνες να γράψει..
Το κλασικό και πολυαγαπημένο αυτό τραγούδι κυριολεκτικά διαμόρφωσε την πορεία του ντουέτου Simon&Garfunkel με απρόσμενο τρόπο. Αφορμή για τη σύνθεσή του υπήρξε η δολοφονία του Κένεντι, το Νοέμβριο του 1963, που έσπρωξε τον Simon να γράψει αυτή τη χαμηλόφωνη αλλά πανίσχυρη μελωδία. «Κλεινόμουν με την κιθάρα στο μπάνιο», έλεγε αργότερα σε μια συνέντευξή του ο Simon, «που είχε πλακάκια κι έκανε ωραία αντήχηση, καθόμουν με τις ώρες, αφήνοντας το νερό να τρέχει. Ο ήχος του μου φαινόταν καθησυχαστικός. Κι έπαιζα εκεί. Στα σκοτεινά». Έτσι έγραφε μουσική ο Simon, έτσι γράφτηκε και ο πρώτος στίχος του τραγουδιού: «Hello darkness, my old friend / I’ve come to talk with you again».
Οι υπόλοιποι χρειάστηκαν μήνες για να ολοκληρωθούν (σύμφωνα με έναν υπολογισμό, ο Simon έγραφε κατά μέσο όρο ένα στίχο τη μέρα). «Οι στίχοι δεν προήλθαν από κανέναν τρομερά βαθύ στοχασμό, αλλά δεν ήταν κι άσχημοι αν σκεφτείς ότι γράφτηκαν από έναν άνθρωπο 21 ετών», λέει ο Simon. «Προφανώς όμως, είχαν απήχηση σε πολύ κόσμο, σε κάποιο επίπεδο».
Το τραγούδι, στην πρώτη, αυστηρά ακουστική εκδοχή του (μια κιθάρα, δύο φωνές) αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος του ρεπερτορίου που παρουσίαζαν οι Simon&Garfunkel στα κλαμπ του Γκρίνουιτς Βίλατζ όπου έπαιζαν, και φυσικά το συμπεριέλαβαν και στον πρώτο τους δίσκο, το Wednesday Morning, 3 AM. Μόνο που ο δίσκος πήγε άπατος. Δύο χιλιάδες αντίτυπα, με το ζόρι. Ούτε το τραγούδι στο οποίο τόσα πολλά πόνταραν δεν κατάφερε να σηκώσει το άλμπουμ πιο ψηλά. Οι νεαροί συντελεστές του απογοητεύτηκαν τρομερά και αποφάσισαν να το διαλύσουν.
Και ίσως κάπου εκεί θα είχε τελειώσει η ιστορία, και η μουσική θα είχε χάσει μερικά πολύτιμα τραγούδια, αν δεν υπήρχε ένας αφανής όσο και ευφυής ήρωας της μουσικής βιομηχανίας: ο παραγωγός της Columbia, Tom Wilson. Ο Wilson, που είχε ήδη βοηθήσει τον Dylan στη μετάβασή του από τη folk στον ηλεκτρικό ήχο, έσωσε το τραγούδι μιξάροντάς το ξανά με ηλεκτρική κιθάρα – εν αγνοία του Simon.
Κυκλοφόρησε σε 45άρι, με flip side το «We’ve got a groovy thing goin’», τον Σεπτέμβριο του 1965, μπήκε στα αμερικανικά τσαρτ και άρχισε να ανεβαίνει σιγά-σιγά. Την πρωτοχρονιά του 1966, είχε φτάσει στο νούμερο 1. Οι Simon&Garfunkel επανενώθηκαν αμέσως και κυκλοφόρησαν νέο δίσκο με τίτλο The Sound of Silence ώστε να εκμεταλλευτούν το momentum. Από το άλμπουμ αυτό, εκτός από το ομώνυμο τραγούδι, έφτασαν και άλλα δύο στην κορυφή: Το «Homeward Bound» και το «I am a Rock». Ο Simon και ο Garfunkel είχαν γίνει πλέον οι Simon&Garfunkel.
Το «Sound of Silence» έγινε επίσης το τραγούδι-έμβλημα της ταινίας Ο Πρωτάρης, του Μάικ Νίκολς – ίσως περισσότερο ακόμα κι από το «Mrs. Robinson» που γράφτηκε ειδικά γι’ αυτήν. Ο σκηνοθέτης αρχικά δεν το ήθελε, γιατί ήταν μεν ήδη γνωστό, αλλά ούτε πολύ καινούργιο ούτε και αρκετά παλιό, βλέποντάς το όμως στο μοντάζ, ενταγμένο στην ταινία, συνειδητοποίησε πως ήταν το ιδανικό για το θέμα του: «Silence like a cancer grows»…
Έκτοτε το τραγούδι χρησιμοποιήθηκε κάμποσες φορές σε ταινίες και στην τηλεόραση, και γνώρισε επίσης πάμπολλες διασκευές. Και όπως όλα τα μεγάλα τραγούδια της ροκ –από το «Like a Rolling Stone» έως το «Smells like teen spirit», που οι τίτλοι τους δεν παρέμειναν απλώς τίτλοι– το «Sound of Silence» χάρισε στον κόσμο, στο παγκόσμιο λεξιλόγιο, αυτήν την υπέροχα πολυσήμαντη φράση: «Ο ήχος της σιωπής».
Πηγή: dimartblog.com