28 Φεβρουαρίου 1903. Πειραιάς. Χατζηκυριάκειο. Στο δίπατο της οδού Βύρωνος 30, στην αρχή τής ανηφοριάς, έχουν γεννητούρια, κάτι πολύ συνηθισμένο σε τούτο το σπίτι. Ο ποριώτης Γιάννης Γκόγκος με την γυναίκα του, την Αγγελική την υδραία, αποκτούν το εικοστό πρώτο -και προτελευταίο- παιδί τους, τον Δημήτρη.
Μόλις ο Δημήτρης τελειώνει το τετρατάξιο γυμνάσιο, ο πατέρας του τον γράφει στον «Προμηθέα», μια τεχνική σχολή. Θέλει να τον κάνει ηλεκτρολόγο, για να τον βάλει για δουλειά στο Λιμενικό, όπου ο ίδιος είναι υπαξιωματικός. Όμως, ο Δημήτρης έχει μπλέξει με το μαντολίνο και την κιθάρα και τού ‘χει πάρει τα μυαλά η μουσική. Τελειώνει την σχολή μα μήτε ν’ ακούσει για Λιμενικό. Κάνει κάτι μεροκάματα στα Λιπάσματα και στα τσιμεντάδικα, μέχρι που κάπου στα 1920 πιάνει στα χέρια του βιολί και καταλαβαίνει ότι η ζωή του από δω και πέρα είναι η μουσική. Προσαρμόζεται.
Εγώ ήμoυνα 17 χρονώ παλληκαράκι, τσικλιμαγκάκι. Μεταξωτά ζουναράκια βάζαμε, δεν είχαμε ξανοιχτεί ακόμα. Και φεύγαμε, να πούμε, ν’ ανέβουμε και στην Αθήνα επειδή κάναμε και τίποτα άταχτες δουλειές (σ.σ.: εννοεί τα λαθραία που παίρναν απ’ τους ναυτικούς και τα μεταπουλούσανε) και οικονομάγαμε, να πούμε, κάνα φράγκο όσοι ήτανε έξυπνοι, να μη μας βλέπουν κάτω ότι χαλάγαμε λεφτά. Που τα βρήκατε; Δε δουλεύετε. Εμείς φεύγαμε. Τους άλλους που ήσαν κορόιδα τους τσιμπάγανε. Τoυς τυλίγανε. Εγώ ήμoυνα ατύλιχτος. Είχε ωραία ζωή τότε ο Πειραιάς. Και οικονόμαγαν οι μάγκες. (*)
Το 1923 πάει να υπηρετήσει στο Ναυτικό. Εκεί έρχεται σε επαφή με το μπουζούκι και τον μπαγλαμά. Νέο πεδίο δόξης. Πέφτει με τα μούτρα να τα μάθει. Στο μεταξύ, για να βγάλει το χαρτζηλίκι του, κλέβει κάθε τόσο εκρηκτικά και τα πουλάει στους ψαράδες τής Σαλαμίνας. Κάποια στιγμή τον βουτάνε και ο «ατύλιχτος» τυλίγεται σε μια κόλλα χαρτί και βουρ για το ναυτοδικείο. Εμπορία όπλων, σου λέει, πάρε πέντε χρόνια και δυο μήνες στην μπουζού, νά ‘χεις να πορεύεσαι.
Ο Δημήτρης Γκόγκος με την αγαπημένη του «καπνουλού». |
Λίγο πριν τον μπουζουριάσουν, ο Γκόγκος έμελλε ν’ αλλάξει όνομα άθελά του. Επειδή όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, κάπου έτυχε ν’ ακούσει μια οπερέττα ενός ούγγρου συνθέτη, του Έμμεριχ Κάλμαν, που εκείνη την εποχή έκανε στράκες στην Ευρώπη. Βάλθηκε, λοιπόν, να… διασκευάσει αυτή την οπερέττα για… μαντολίνο και μπουζούκι! Γέλασαν και οι πέτρες. Κι αφού η οπερέττα είχε τίτλο «Die Bajadere (= η χορεύτρια)», δεν χρειάστηκε πολύ χρόνος στην παλιοπαρέα για να κολλήσει στον Δημήτρη το καινούργιο του όνομα, που θα τον συνόδευε ακόμη και μετά τον θάνατό του:Μπαγιαντέρας.
Το 1930, ο Μπαγιαντέρας αποφυλακίζεται και παίρνει τον δρόμο του. Με τον φίλο του, αν και μικρότερό του, Στέλιο Κηρομύτη γυρίζουν τα στέκια τού Πειραιά και παίζουν μπουζούκι και μπαγλαμά. Έτσι, γνωρίζεται με όλα τα βαριά ονόματα: Βαμβακάρης, Μπάτης, Παγιουμτζής… Συνάμα, γνωρίζεται και με μια κοπελλιά που δούλευε στα καπνά τού Παπαστράτου, την Δέσποινα Αρμπατζόγλου. Για πάρτη της, το 1934 γράφει το πρώτο του τραγούδι, το χασικλίδικο «Καπνουλούδες«. Το κομμάτι αρέσει στην παρέα, που τον σπρώχνει να φτιάξει άλλο ένα και να το βγάλει σε δίσκο. Με τόσα ονόματα γύρω του, οι πόρτες της Κολούμπια δεν είναι δύσκολο ν’ ανοίξουν κι έτσι, τον Σεπτέμβρη του 1935, ο Μπαγιαντέρας κυκλοφορεί το πρώτο του δισκάκι με τις «Καπνουλούδες» και φλιπσάιντ το «Πάντα με γλυκό χασίσι«.
Από κει και πέρα, ο Μπαγιαντέρας μεγαλουργεί, γράφοντας την μια επιτυχία πίσω από την άλλη:Χατζηκυριάκειο, Γυρνώ σαν νυχτερίδα, Το τραγούδι της αγάπης, Μ’ έχεις μαγεμένο, Ξαβεριώτισσα, Το μαναβάκι, Το μαγικό σου σκέρτσο, Το αλανάκι… Κι από δίπλα, όλοι να του παραστέκονται: Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Μπάτης, Δελιάς, Παγιουμτζής, Περπινιάδης, Κάββουρας, Χιώτης, Λορέντζος, Καρίπης, Χρυσίνης… Ώσπου έρχεται ο πόλεμος. Πολεμάει στην Πίνδο και γύρω στα Χριστούγεννα του 1940 βγάζει έναν δίσκο με τέτοια τραγούδια: «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι« και «Ψηλά στης Πίνδου τα βουνά«.
Κι ύστερα έρχονατι τα μαύρα χρόνια τής κατοχής. Ιούνιος 1941. Ο αδελφός τού μεγάλου ρεμπέτη Μανώλη Δασκαλάκη έχει στο Μαρούσι ένα μαγαζί, το «Πειραιεύς». Ο Μπαγιαντέρας δουλεύει εκεί, με τον Γιάννη Σταμούλη (γνωστό ως Μπιρ-Αλλάχ). Από την αβιταμίνωση του έχει παρουσιαστεί γλαύκωμα. Αλλά…:
Τότε το μεροκάματο ήταν πολύ μικρό και δεν έπρεπε να χάνουμε ούτε μία μέρα. Τα μάτια μου πονούσαν συνεχώς. Ήξερα ότι είχα γλαύκωμα. Έτσι, μια μέρα, εκεί που έπαιζα ένα από τα γνωστά μου τραγούδια, αισθάνθηκα ότι χανόταν το κάθε τι από μπροστά μου. Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτα. Το μοιραίο είχε έλθει. Από κει και έπειτα άρχισε η περιφρόνηση από πολλούς. Δεν μπορούσαν να βασιστούν πια σε μένα. Έκανα το παν τότε για να τους αποδείξω το τι αξίζω. Δημιούργησα τις μεγαλύτερές μου επιτυχίες εκείνη την εποχή που τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται ακόμη. Άρχισαν τότε αυτοί που με περιφρόνησαν να με φροντίζουν κάπως και να με πλησιάζουν, ποντάροντας, όπως καταλάβαινα, στα τραγούδια μου. Δεν έπαψα ποτέ να παίζω μπουζούκι και κιθάρα, παρ’ ότι είχα χάσει το φως μου.
Καλλιθέα, 1956: Ο τυφλός Μπαγιαντέρας ζητιανεύει στους δρόμους με τις κόρες του (εδώ η μικρότερη). |
Η κατοχή και η τύφλωση αλλάζουν τον Μπαγιαντέρα. Είναι μεν μέλος του ΚΚΕ από το 1939 αλλά τώρα τον πιάνει το καπρίτσιο. Θέλει να παίξει ενεργό ρόλο στην αντίσταση. Κι αφού δεν βλέπει πια, θα το κάνει με τον τρόπο που ξέρει καλά: με την μουσική. Τα τραγούδια που γράφει πλέον δεν έχουν σχέση με χασίσια και έρωτες. Είναι αντιστασιακά, επαναστατικά, αντάρτικα. Καθ’ όλη την διάρκεια της κατοχής και παρά την τύφλωση, δεν σταματάει να γυρίζει και να τα παίζει σε κάθε στέκι τής Αθήνας και του Πειραιά, κάτω από την μύτη των γερμανών. Κάποια βραδυά τον πιάνουν κάτι ταγματασφαλίτες και τον κάνουν τόπι στο ξύλο. Κι εκείνος, αντί να πει «δόξα σοι ο θεός που δεν με σκότωσαν» και να κάτσει ήσυχος, συνέχισε απτόητος (**):
ΕΑΜ (Σου στέλνω χαιρετίσματα)
Σου στέλνω χαιρετίσματα απ’ τα βουνά, μανούλα,
στο καραούλι βρίσκομαι, στην πιο ψηλή ραχούλα.
Έχω τ’ αγρίμια συντροφιά, έχω και τα ζαρκάδια,
με τα τσακάλια τριγυρνώ μέρες, αυγές και βράδυα.
Τον ουρανό για σκέπασμα, τη γη έχω για στρώμα
και το ΕΑΜ μεσ’ στην καρδιά, γι’ αυτό θα μπω στο χώμα.Ελλάς, να ζης αιώνια
Πατρίς μου, κάθε σου γωνιά μιλάει για μια δόξα:
στις Θερμοπύλες τις παλιές, με δόρατα και τόξα,
Κι άλλη γωνιά στη Λιβαδειά, κι άλλη στο Μεσολόγγι,
στο Σούλι και στο Μέτσοβο, π’ αντιλαλούν οι λόγγοι
Κι εκεί ψηλά στην Ήπειρο, που ‘ναι καμαρωμένη,
οι ήρωες του Δώδεκα είναι εκεί θαμμένοι
Κι άλλη μια φλόγα λαμπερή, π’ ανάβει το Σαράντα,
θυμίζει λεβεντόκορμα κι όμορφα παλληκάρια.
Κι εμείς στο χέρι το σπαθί, σαν τα παλιά τα χρόνια,
το αίμα μας θα δώσουμε, Ελλάς, να ζης αιώνια.Νά ‘ναι γλυκό το βόλι
Φόρεσ’ αντάρτη τ’ άρματα, ζώσε και το σπαθί σου
και σύρε για τον πόλεμο κι η λευτεριά μαζί σου.
Τράβα και θέλω νικητής, παιδί μου, να γυρίσεις,
για τη γλυκιά τη λευτεριά το αίμα σου να χύσεις.
Πολέμησε, αντάρτη μου, πως πολεμάνε όλοι
και με τον Άρη αρχηγό, γλυκό νά ‘ναι το βόλι.
Στη σκλαβωμένη Ελλάδα μας
Στη σκλαβωμένη Ελλάδα μας, τα βράδια
βλέπεις στους δρόμους τους νεκρούς κοπάδια.
Κανείς δε βρίσκεται κερί ν’ ανάψει,
η μαύρη η σκλαβιά μας έχει κάψει.
Και μόνο απ’ τα βουνά ένα καντήλι
ανάβει κάθε μέρα με το δείλι,
τ’ ανάβει ο ΕΛΑΣ και δε θα σβήσει,
της λευτεριάς το δρόμο να φωτίσει.
Κι η δόξα, που μονάχη αργοδιαβαίνει,
τα λίγα παλικάρια περιμένει.
Προσμένει εκεί για να τα στεφανώσει,
της νίκης το στεφάνι να τους δώσει.Αρχηγό μου έχω τον Άρη
Για ντουφέκι δε με νοιάζει, ούτε βάζω πια μαράζι,
αρχηγό μου έχω τον Άρη, το λεβεντοπαλικάρι.
Συντροφιά μ’ αυτόν νικάμε, τους Κενταύρους δε φοβάμαι,
θαύματα μαζί του κάνω στις βουνοκορφές απάνω.
Οι φασίστες σαν με δούνε, ψάχνουν δρόμο για να βρούνε,
και τους στρώνω στο κυνήγι κι αυτοί όπου φύγει-φύγει.
25/8/2975: «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», στο θέατρο Ρουαγιάλ. (***) |
Μετά τον πόλεμο, ακολούθησε μια εικοσαετία φτώχειας και στέρησης, ώσπου κάποιοι ανακάλυψαν τα τραγούδια του κι άρχισαν οι επανεκτελέσεις. Η προσπάθεια αναβίωσης του ρεμπέτικου, που έγινε επί χούντας, ανακούφισε κάπως την φτώχεια του. Ο θάνατος τον βρήκε στο πλευρό τής αγαπημένης του καπνουλούς, της Δέσποινας, στις 18 Νοεμβρίου 1985. Δεκατρία χρόνια αργότερα θα χανόταν και το πατρικό του σπίτι στο Χατζηκυριάκειο, δίνοντας την θέση του σε άλλη μια πολυκατοικία, παρά τις πιέσεις των κατοίκων να γίνει ρεμπέτικο μουσείο. Όμως, τα τραγούδια του θα έμεναν για πάντα και ο ίδιος θα μοιραζόταν με τον Μιχάλη Γενίτσαρη τον τιμητικό τίτλο τού «ρεμπέτη της αντίστασης».
———————————————
(*) Τάσος Σχορέλης, «Ρεμπέτικη Ανθολογία», τόμος 1, εκδόσεις Πλέθρον, 1992
(**) Εκτός από τα πέντε τραγούδια που αναφέρονται εδώ, ο Μπαγιαντέρας έγραψε εκείνη την περίοδο και πολλά ακόμη, όπως «Αντάρτες παλληκάρια», «Άρης Βελουχιώτης», «Δίχως τανκς κι αεροπλάνα»,«ΕΑΜ-ΕΛΑΣ», «Μπλε και άσπρο», «Τ’ αντάρτικο εφούντωσε», «Χαίρε, ω, χαίρε ελευθεριά», «Το στερνό μου το κρεββάτι» κλπ. Τα περισσότερα απ’ αυτά δεν κυκλοφόρησαν ποτέ σε δίσκο. Κάποιοι του απέδωσαν εσφαλμένα και το πασίγνωστο αντάρτικο «Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα», το οποίο ναι μεν αγαπούσε και έπαιζε ο Μπαγιαντέρας αλλά γράφτηκε από τον αντάρτη λογοτέχνη Νίκο Καρβούνη.
(***) Όρθιοι από αριστερά: Νίκος Λογοθέτης, Στέλιος Χρυσίνης, Δημήτρης Γκόγκος, Πάνος Μιχαλόπουλος, Ρούλα Νοικοκυράκη. Καθιστοί: Σπύρος Καλφόπουλος, Στέλιος Κηρομύτης, Μιχάλης Γενίτσαρης και Ιορδάνης Τσομίδης. Με την πλάτη δεξιά, ο Νίκος Περγιάλης.
Πηγή: pancreta