«Δημοσιογράφος: Ο Springsteen απέρριψε μια προσφορά δώδεκα εκατομμυρίων δολαρίων για να εμφανιστεί για τρία δευτερόλεπτα σε μια διαφήμιση της Chrysler.
Tom Waits: Ναι. Πρώτα είχαν απευθυνθεί σε μένα. Ίδια προσφορά, δώδεκα εκατομμύρια δολάρια, αλλά εμένα με ήθελαν για ένα δευτερόλεπτο. Τους είπα: «Ξεχάστε το! Ρωτήστε τον Μπρους.» Η Honda μου πρόσφερε εκατό πενήντα χιλιάδες δολάρια για διαφήμιση. Η Chevrolet δεν μ’ αφήνει σε ησυχία! Μετά με ήθελαν και για ένα διαφημιστικό για ένα προϊόν προσωπικής υγιεινής για γυναίκες.
Δημοσιογράφος: Αυτή που λέει, «το υγρό κολπικών πλύσεων Σαμερς Ιβ σας κάνει να νιώθετε φρέσκια σαν το αγριολούλουδο στο λιβάδι»;
Tom Waits: Αυτή ήταν η ατάκα μου […] Επειδή ζούμε σε καταναλωτική κοινωνία, η μοναδική ουσιαστική πνευματική ηγεσία μας προέρχεται από αυτή την σκοπιά, το κυνήγι του δολαρίου. Λες και τίποτα δεν έχει σημασία, αρκεί να βγάλεις αρκετά λεφτά. Δεν τρέχει τίποτα αν ξεπουληθείς, αρκεί να πάρεις αρκετά.»1
Και όμως διάφοροι ξεπουλιούνται μπρος στον ηγέτη «δολάριο». Ίσως μαζεύουν χειροκροτήματα. Αναμφιβόλως όμως δαχτυλοδείχνονται από τις πάμπολλες σιωπηλές απογοητεύσεις ανά τον κόσμο για την εξέλιξη κάποιων ανθρώπων που κάποτε ορίζανε μια, «άλλης» αντίληψης, Αμερική αλλά τώρα προσκυνάνε την, άρχουσας αντίληψης, «USA». Παρακολούθησα μια διαφήμιση της Mercedes για το νέο της υπεραυτοκίνητο. Αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτα και δεν νοείται να δυσαρεστεί κανέναν, καπιταλισμό έχουμε και άρα την αναγκαστική του διαφήμιση. Αυτό, όμως, που ενοχλεί είναι τα ονόματα των συντελεστών, αυτών που παρελαύνουν πίσω και μπρος από τις κάμερες, μέσα από τα ηχεία μας και είναι πάρα πολύ γνωστά και ενίοτε αγαπητά. Μπορεί η λέξη «ξεπούλημα», να είναι λέξη σκληρή, αλλά η παραπάνω στιχομυθία, από τον κύριο Tom Waits που έχει ζήσει από τα μέσα την βιομηχανία του θεάματος και ως μουσικός και ως ηθοποιός και γνήσιος Καλιφορνέζος, σε απόσταση αναπνοής από το Hollywood, δηλώνει πως πρέπει να εμπιστεύομαι την κρίση του και ανεπιτήδευτα με πείθει.
Όπως υπήρξε σε πολλούς μια κάποια ηλικία που γνώρισαν και εντυπωσιάστηκαν από την μουσική του Tom Waits και το αλήτικο, πλην όμως ευγενές του, στυλ, και έπειτα βλέποντας το «Down By Law» του Jim Jarmusch, αρχίσαμε να τον εκτιμούμε ως καλλιτέχνη μιας γενικότερης καλλιέργειας που ήρθε και την επιβεβαίωσε μέσω των συνεντεύξεων του και την στάση του μπρος στο εμπορευματοποιημένο «ξεπούλημα», έτσι υπήρξε και η ηλικία που γνωρίσαμε το «Easy Rider» και το ερωτευτήκαμε μονομιάς, παρακολουθώντας το μάταιο ταξίδι του Dennis Hopper, του Peter Fonda και του Jack Nicholson σε μια Αμερική που τρώει την όποια «άχνα» των ανθρώπων, έτσι υπήρξε και η ηλικία που γνωρίσαμε τους δημιουργούς, όπως θα λέγαμε κάποτε, αδελφούς Joel και Ethan Coen με το «O brother where art thou?» και αμέσως μας κέρδισαν με το υποδόριο, κυνικό και μαύρο χιούμορ τους που δεν παρέμενε στην επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά τα έβαζε με το ξεχαρβαλωμένο αμερικανικό όνειρο και την αμερικανική κουλτούρα του συμβιβασμού και έτσι αρχίσαμε να βλέπουμε τις ταινίες τους την μια μετά την άλλη, αποκτώντας μέσω αυτών μια επιβεβαίωση ότι η Αμερική δεν είναι απλά cool. Και έτσι κάτι με κάνει να μην κολλάει το «Easy Rider» και οι Coen, με τη διαφημιστική καμπάνια, μιας από τις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίες του κόσμου. Όχι διότι απλά δεν υπάρχει σημείο επαφής (εκτός αν στο «Easy Rider» τσόπερ μονάχα θέλουν να βλέπουν), αλλά κυρίως γιατί υπάρχει σημείο σύγκρουσης. Και τούτο δεν χρειάζεται αιτιολόγηση. Ο καθένας σίγουρα όμως, κρίνεται στην συνολική πάροδο του χρόνου -και όχι σε μια στιγμή του- και έτσι αυτός έρχεται εκδικητικός να θέσει τον καθένα στην θέση που του αρμόζει.
«Προφανώς, το σπουδαιότερο κομπλιμέντο που μπορεί να κάνει ο πολιτισμός μας στους καλλιτέχνες στις μέρες μας είναι να εμφανιστούν σε διαφήμιση – κατά προτίμηση, γυμνοί γουργουρίζοντας στο καπό ενός νέου αυτοκινήτου… έχω πεισματικά και επανειλημμένα αρνηθεί αυτή την αμφίβολη τιμή»2 θα δηλώσει σαρκαστικά ο Tom Waits, όταν τον ζόριζαν να δανείσει την μουσική του σε διαφημίσεις και αυτός αρνούταν. Οι εταιρίες όμως για κάποιο λόγο ανεξήγητο, δεν το βάζανε κάτω, και παρά την ρητή του αντίθεση χρησιμοποιούσαν με κάθε τρόπο τραγούδια του και έτσι δεχόταν τις μηνύσεις του μουσικού, την μια μετά την άλλη. Ξεκινώντας το 1988, με την Frito-Lay (θυγατρική της Pepsi), αργότερα την Levi’s, μετέπειτα την Audi και το 2005 την Opel. Μπίζνα ο Tom, έκανε με τις αποζημιώσεις, θα μπορούσαμε να αστειευτούμε στο ύφος του… Μπίζνα σεμνότητας και αξιοπρέπειας, ωστόσο, θυμίζει και κάπως έτσι το επιβεβαιώνει «εφόσον το δικαστήριο δεν μπορεί να με κάνει ενεργό στο ραδιόφωνο, του ζητώ να με κάνει ραδιενεργό στους διαφημιστές»3. Αν τον προσέγγισε η Mercedes, ως η μόνη ως τώρα εκ Γερμανίας απούσα, δεν γνωρίζουμε. Αλλά τι σημασία έχει όταν η πολυεθνική βρίσκει πιο «συνεννοήσιμους καλλιτέχνες» στα πρόσωπα των αδελφών Coen, των «Steppenwolf» και του… Peter Fonda;
Και ίσως αρχικά να αναρωτιόμαστε σαν απλοί και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, μήπως εδώ τίθεται μια κρίσιμη ανάγκη οικονομικής φύσεως στους καιρούς κρίσης που ζούμε, αλλά πριν πεισθώ με την απάντηση θα ήθελα να γνωρίζω πόσο χρεώνεται το «τυράκι» για την εξαγορά του παρελθόντος και της τιμής του καθενός. Οι Steppenwolf με πωλήσεις άνω των 25 εκατομμυρίων δίσκων, δεν ξέρω τι ανάγκες μπορεί να έχουν, αλλά σίγουρα έχουν ανάγκη να μας πούνε πώς το να «γεννηθείς να είσαι wild», σημαίνει να εκθειάζεις την άπιαστη λαμπρότητα ενός αυτοκινήτου και τα κέρδη της εταιρίας του και κάπως έτσι να δικαιούσαι να κάνεις τον καμπόσο. Χωρίς να περίμενα περισσότερα ή καλύτερα από αυτούς, θα ήθελα να συμβαίνει. Οι αδελφοί Coen με τα τέσσερα «Όσκαρ» και τον ένα «Χρυσό Φοίνικα», τι ανάγκη για καριέρα και σταδιοδρομία και για μεροκάματο θα μπορούσαν να έχουν που δεν μπορούν να αρνηθούν τέτοιες δελεαστικές προτάσεις; Σαφώς, όμως, πλέον, αναρωτιέμαι αν μπορούν να κοιτάζουν τον Barton Fink ή τον Lewyn Davis ή τον Robert Johnson στα μάτια. Πολλοί νέοι σκηνοθέτες που προσπαθούν να εισέλθουν στην βιομηχανία του κινηματογράφου, φυσικά και διαφημίζουν προϊόντα, ως μέρος της εργασίας τους, αλλά με τους Coen, τηρώ τις αναλογίες σε κάθε περίπτωση και απόλυτα. Όσο για τον Peter Fonda, που όταν κυκλοφόρησε το «Easy Rider» το 1969, δήλωνε πως «παριστάνω όλους εκείνους που νιώθουν ότι η ελευθερία αγοράζεται, […] η ελευθερία που έγινε πουτάνα και την καβαλάμε όλοι με την άνεση μας»4, και τώρα πλέον μπαίνει στο σκηνικό οδηγώντας γεμάτος θλιβερό κομπασμό ένα μοντέλο των λίγων τυχερών μεγαλοαστών που θα μπορέσουν να το αποκτήσουν, δηλαδή την «ελευθερία» αυτή καθ’ εαυτή, εξευτελίζοντας τον εαυτό του, την ουσία της ταινίας που παρήγαγε και απογείωσε, την κουλτούρα της ταινίας που επιβεβαίωνε την αντικουλτούρα της εποχής, ενώ είμαστε τυχεροί που δεν κατάφερε να πιάσει μέσα στην φόρα της ευτέλειας του, τον Jack Nicholson που εκείνες τις εποχές, έτρεχε ο ίδιος με τις μπομπίνες από φεστιβάλ σε φεστιβάλ για να βρει χώρο να την προβάλει στον κοινό και τον Dennis Hopper, που νεκρός πλέον αδυνατεί να στείλει στον Peter την όποια περιφρόνηση του, και που έλεγε πως η «τέχνη είναι μια κακιά λέξη στο Hollywood. Αν την πολυχρησιμοποιήσεις, θα σου δείξουν το ασανσέρ και θα βγάλουν το όνομα σου από το πάρκινγκ. Λένε: είμαστε μπίζνες, όχι χώρος τέχνης»5 και έτσι μας άφησε με το κεφάλι ψηλά, ενώ «το Hollywood έδυε πίσω από την πλάτη του»6. Αλλά ο Peter Fonda, 50 χρόνια μετά και δυστυχώς ξεχασμένος, την σημειολογική ειρωνεία της αμερικάνικης σημαίας στην πλάτη του, την πατσαβούρεψε και την μετέτρεψε σε μια φανταχτερή και νικηφόρα αξία. Έτσι αναρωτιέμαι. Τόσα χρόνια πέρασαν και γκαρνταρόμπα δεν άλλαξε; Ίσως με τα λεφτά της διαφήμισης μπορεί έστω αργά να αγοράσει ένα καινούριο πουκάμισο της προκοπής και ίσως έτσι να ταιριάξει με τους νέους καιρούς του θεμιτού «ξεπουλήματος».
Tom Waits, έχεις απόλυτο δίκιο. A good man is hard to find.
Πηγή: pancreta