Τον Μάρτιο του 1993 ο φωτορεπόρτερ, Kevin Carter, φωτογραφίζει ένα αποστεωμένο από την πείνα και ετοιμοθάνατο κοριτσάκι. Δίπλα του ένα όρνεο. Η φωτογραφία θα μείνει στην ιστορία.
Τον Μάρτιο του 1993 ο φωτορεπόρτερ, Kevin Carter ταξίδεψε μαζί με τον βοηθό του Γιαο Σίλβα στο νότιο Σουδάν κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου για να φωτογραφίσει τις κινήσεις του τοπικού επαναστατικού κινήματος. Συγκλονισμένος από τις εικόνες φτώχειας και παρακμής που αντίκρισε, άρχισε να προετοιμάζει ένα ρεπορτάζ για τα θύματα της πείνας που συνωστίζονταν στους δρόμους μιας κατεστραμμένης χώρας, “ανεξάρτητης” από το 1956, με δύο εμφυλίους πολέμους, λιμό, γενοκτονίες και την κύρηξη ενός πολέμου το 2005 από το γειτονικό Τσαντ.
Κατά τη διάρκεια του ρεπορτάζ, σε ένα μικρό χωριό της Ayod, λίγα μέτρα πριν το τοπικό κέντρο σίτισης της UNICEF, αντίκρισε ένα μικρό κορίτσι, αποστεωμένο από την πείνα να προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του. Ετοιμοθάνατο και γυμνό σερνόταν, όταν ένα αρπακτικό πουλί προσγειώθηκε λίγο πιο πίσω του.
Λίγες μέρες μετά οι New York Times αγόρασαν την φωτογραφία και την έφεραν στην επιφάνεια στο επόμενο τεύχος. Ο δυτικός κόσμος συναντούσε για λίγο τις ενοχές του κι εκατοντάδες άνθρωποι τηλεφώνησαν στα γραφεία της εφημερίδας για να μάθουν την τύχη του κοριτσιού. Ξέρανε μόνο ότι κατάφερε να φτάσει μέχρι τον σταθμό. Κανείς δε γνώριζε τι απέγινε συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Carter, που απομακρύνθηκε αμέσως μόλις τράβηξε τη φωτογραφία.
Στις 23 Μαΐου 1994, 14 μήνες μετά, ο Kevin Carter ανέβαινε στο πλατό της Βιβλιοθηκης Μεμόριαλ του Πανεπιστημίου της Κολούμπια για να παραλάβει το Βραβείο Πούλιτζερ για θεματική φωτογραφία. Δεν έμεινε εστιατόριο και νυχτερινό κέντρο της μόδας, στη Νέα Yόρκη, στο οποίο να μην τον πάνε. Όλοι οι εκδότες εφημερίδων και περιοδικών ήθελαν να τον γνωρίσουν και να κλείσουν συνεργασία μαζί του.
Ο Carter δεν είχε όμως να διαχειριστεί μόνο τη φήμη του, αλλά και τα «ενδότερα βάσανα» που του γέννησε η ίδια του η δουλειά. Η ελευθερία της άγνοιας είχε γίνει βάρος γνώσης. Δεν άκουσε, δεν του μετέδωσαν, αλλά γνώριζε, είδε. Ο ίδιος, παραδέχτηκε ότι όταν προσγειώθηκε το γεράκι λίγα μέτρα δίπλα από το ετοιμοθάνατο κοριτσάκι, περίμενε εκεί, ακίνητος, επί 20 λεπτά, μέχρι να πετύχει «τη καλύτερη πόζα». Είχε πει, μάλιστα, πως ήλπιζε ότι το γεράκι, κάποια στιγμή θα άνοιγε τα φτερά του, και ότι «αυτή θα ήταν η πιο φοβερή φωτογραφία, γιατί θα έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμο να σκεπάσει και να εξαφανίσει το παιδί».
Αρκετοί συνάδελφοί του στην Νότιο Αφρική, αλλά και αλλού, επέκριναν τη βράβευση του, χαρακτηρίζοντας την «ψεύτικη» και έθεσαν πολλά και σοβαρά ερωτήματα για την επαγγελματική του ηθική – γενικά, για την επαγγελματική ηθική πολλών ανθρώπων των μίντια, που κυνηγάνε «την καλή πόζα», με κάθε κόστος. «Ο άνθρωπος που, όπως ο ίδιος παραδέχτηκε, καθόταν εκεί επί 20 λεπτά, εστιάζοντας τον φακό του, και περιμένοντας την καλύτερη σκηνή, είναι και εκείνος ένα άλλο αρπαχτικό, ένα γεράκι στο ίδιο ακριβώς τοπίο», έγραφε, τότε, η εφημερίδα St. Petersburg Times, της Φλόριδα. Ακόμα και επιστήθιοι φίλοι του, αναρωτιούνταν συχνά γιατί ο Κάρτερ δεν είχε βοηθήσει εκείνο το παιδάκι;
Ποτέ δεν μαθεύτηκε τι απέγινε το κοριτσάκι της φωτογραφίας. Γράφτηκε πως ο Κάρτερ το σήκωσε και το πήγε στους γιατρούς, στο κέντρο όπου μοίραζε συσσίτιο η UNICEF, αλλά κανείς δεν ξέρει. Ο ίδιος, όποτε ρωτήθηκε, έλεγε «το πήραν». Ποιοι; Που; Κανείς ποτέ δεν έμαθε. Σε φίλους εμπιστεύθηκε ότι μετάνιωσε που δεν βοήθησε το παιδί μετά και δεν αγνόησε τις γενικές δημοσιογραφικές οδηγίες που θέλουν να μην αγγίζουν δημοσιογράφοι θύματα για το φόβο επιδημιών. “Το να κοιτώ το παιδί και να το φωτογραφίζω, με κάνει ακόμη ένα, πιο σύγχρονο, όρνιο…”
Στις 27 Ιουλίου 1994, δύο μήνες μετά, ο Carter έφτασε οδηγώντας με το αγροτικό του αυτοκίνητο μέχρι τον ποταμό Braamfonteinspruit, τον χώρο που έπαιζε μικρός πίσω από το πατρικό του σπίτι στο Parkmore, στο Γιοχάνεσμπουργκ. Προσάρμοσε ένα λάστιχο στην εξάτμιση του αυτοκινήτου του, και το κατεύθυνε στο εσωτερικό του οχήματος, κλείνοντας τα παράθυρα. Στα 33 του χρόνια αποφάσιζε να φύγει από τη ζωή αφήνοντας πίσω του την 7χρονη κόρη του Megan.
Το σημείωμα που βρέθηκε δίπλα του ήταν πολυσέλιδο και απευθυνόταν στον Γιοάο Σίλβα, τον άλλον αυτόπτη μάρτυρα εκείνης της φωτογράφησης και εκτός των άλλων έλεγε: “Αγαπητέ Θεέ, υπόσχομαι ότι δεν θα πετάξω πια άλλο φαγητό στα σκουπίδια, όσο άνοστο και αν είναι. Προσεύχομαι, ότι θα προστατεύεις την ψυχή αυτού του παιδιού…” “πραγματικά, πραγματικά λυπάμαι,” “Ο πόνος της ζωής υπερισχύει της χαράς σε σημείο ότι η χαρά δεν υπάρχει.”
Όπως έγραψε ο Σκότ Μακλίοντ, σ’ ένα άρθρο για το περιοδικό Time, «το βάρος της φήμης ήταν μόνο το οριστικό, δραματικό κτύπημα ενός θανάτου που τον είχε «προβλέψει» και προετοιμάσει η ίδια η προσωπικότητα του Κάρτερ, η πίεση να είναι ο πρώτος που θα φτάσει εκεί όπου είναι η δράση, ο φόβος ότι οι φωτογραφίες του ποτέ δεν ήταν όσο καλές θα έπρεπε, η υπαρξιακή διαύγεια που τον κυρίευε όποτε συνειδητοποιούσε ότι εκείνοι που φωτογράφιζε σκοτώνονταν, εκείνος ζούσε, εκείνοι πέθαιναν ανώνυμοι, εκείνος συνέχιζε να ζει αποκτώντας φήμη, εκείνοι έλιωναν από την πείνα, εκείνος από την αχορτασιά φούσκωνε».
«Χωρίς λεφτά για τηλέφωνο, για το νοίκι μου, για να υποστηρίξω το παιδί μου, για να ξεπληρώσω τα χρέη μου, χρήματα, χρήματα, χρήματα, μα πάνω απ’ όλα, οι εφιάλτες από τις ζωντανές θύμησες από δολοφονίες, και πτώματα, και θυμός πολύς, και πόνος ανείπωτος, για παιδιά που πεινάνε, για τρελούς, συχνά και αστυνομικούς, που πατάνε τη σκανδάλη, δεν αντέχω άλλο, φεύγω», ήταν η τελευταία παράγραφος του σημειώματος που άφησε πίσω του.
Με πληροφορίες από Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων
Πηγή: pancreta