Ανάμεσα στα λοιπά υπάρχοντα που από παιδί ξεσκόνιζα κάποια γλυκά κυριακάτικα πρωινά, ανάμεσα σε παιδιάστικες ζωγραφιές, μαρκαδόρους, πλαστικά παιχνίδια και μια βιβλιοθήκη με κάθε λογής βιβλία και ενώ η μάνα μου ετοίμαζε το φαγητό και ο πατέρας μου είχε μόλις επιστρέψει από κάποιο ταξίδι (όπως πίστευα), είχα την τύχη να έχω και κάποια αντικείμενα που τότε δεν κατανοούσα με σαφήνεια την όποια αξία τους, αλλά σίγουρα ήταν διαμάντια που λάμπουν και στα μάτια ενός παιδιού η λάμψη τους εισχωρεί αστράπτουσα, με όποια συνέπεια αυτό μπορεί να έχει στην ψυχή του.
Η βελόνα σκράτσαρε πάνω στον δίσκο, το εξώφυλλο μιας γυναίκας ξαπλωμένης γυμνής μπρος τις σκοτεινές γραμμές του ορίζοντα και μια λιτή μελωδία, μια σύνθεση μουσικής και ποίησης – που τότε ήταν ακόμη νωρίς να κατανοήσω το σημάδι της – με έσφιγγε σαν ζώνη γεμάτη πραότητα και πόνο, μια φωνή που έμοιαζε να έρχεται από ένα πλοίο καταμεσής του ωκεανού που έχει σαλπάρει σε ένα τρομαχτικό ταξίδι έχοντας χαραγμένη στους φθόγγους της μια σοφία ζωής και θανάτου, όλη τη σοφία της ανθρωπότητας, του ανθρώπου που έχει τσακιστεί και έχει στιγματιστεί στο αλάτι και στην βροχή και την λαμαρίνα, στην αγάπη την αληθινή, την απροσδόκητη, την αρρωστημένη, την ανικανοποίητη, την αγάπη για τη Γιουδήθ, τη Σμαρώ, την Αναστασία, τη Μαρία, την Κωνσταντίνα, την Ελένη, την αυτή και την άλλη, τη Γυναίκα, τη μάνα, την απουσία.
Στίχοι σαν σίδερο πυρακτωμένο, ώστε να αντέχει στην παγερή σκληράδα της μαύρης θάλασσας. Το φως έλαμπε ανάμεσα τους και έτσι έμαθα την γλώσσα του λαού, όχι μέσα από τα παγωμένα, πένθιμα και άηχα βιβλία του σχολείου, μα από ένα ακατανόητο για την ηλικία μου θησαυρό. Εκεί πρωτομαθήτευσα στην ομιλία και στο συναίσθημα. Υπήρχε μια ζεστασιά θύμησης γεγονότων που δεν έζησα. Ένιωθα πως στο πρώτο άκουσμα της τσιμινιέρας του βαποριού είχα καθήκον να μαγνητιστώ και να πετάξω πλάι του σαν γλάρος στεριανός με στόχο να λάβω δυο τρία λόγια γεμάτα έγνοιες για τους ανθρώπους. Έμαθα να αγαπώ μεθυστικά με αριστουργηματικό τρόπο και τούτες οι καταθέσεις μέσα μου μοιάζανε θεμελίωμα των Θαυμάτων του κόσμου. Έμαθα να συγκινούμαι, δίχως να γίνομαι ευσυγκίνητος, στην ομορφιά μέσω της ποίησης. Εκεί παρέμενα ασάλευτος, οκλαδόν στο πάτωμα, καθώς τα αγέρια μοιάζανε πως ανέμιζαν ανάμεσα στα παιδικά μαλλιά μου. Τότε, όμως, όλα αυτά ήταν μια συναίσθηση θολή, μη συγκεκριμένη και ανακριβής. Εκεί φαίνεται γεννήθηκα για δεύτερη φορά, κοιτώντας τώρα πίσω στο παρελθόν, και έκτοτε ζω στον ομιχλώδη αντίλαλο που δημιούργησε ο κρότος αυτής της ομιλούσας αλήθειας που ένας ναυτικός σαν πειρατής, σαν οδοιπόρος, σαν εξερευνητής, σαν δολοφόνος, σαν εραστής, σαν βαθιά ανθρώπινος άνθρωπος ερχόταν στα αυτιά μου και στο νου μου και με έπαιρνε μαζί του να ταξιδεύω κάτω από το άσβηστο φως ενός αστεριού που ποτέ δεν είχα την τύχη να δω, αλλά έκτοτε με οδηγάει σχεδόν τυφλά σε ενέργειες στις ασφάλτους των ζωντανών και αεικίνητων πόλεων. Στο φως του σταυρού του νότου.
Αυτή ήταν η πρώτη μουσική που άκουσα στην ζωή μου, αυτή που ποτέ δεν σταμάτησα αμετάβλητα, ως και σήμερα, να ακούω. Έπειτα τα χρόνια πέρασαν και είχα προστατευτικά χωμένα στο σακίδιο μου τις συλλογές της ποίησης, περνώντας κάποτε από την Μασσαλία, το Πόρτο, την Λισαβόνα, τις ακτές της Γαλλίας και της Ισπανίας επενδύοντας τα ιδρωμένα μπολερό του φρανκικού παρελθόντος της και τις στέρφες κοιλάδες της Κόρδοβα. Άλλοτε στο πίσω κάθισμα του αυτοκίνητου να κοιτάζω εκστατικά του «Λι» να ανεμίζουν σαν γυναικεία μαλλιά, οι σελίδες του. Η ποίηση, το ταξίδι, του κοριτσιού το φίλημα, ο αδύνατος χορός στου καρχαρία το φτερό. Στα αυτιά μου και στο νου μου, αντηχούσε η καββαδιακή αλήθεια μονίμως και ασταμάτητα εμμονική. Λερώθηκα με τούτη την ποίηση, σεμνή και αναπάντεχα καθάρια και της έδωσα το ελεύθερο να γίνει κομμάτι του εαυτού μου, να με ορίσει στο χώρο των αισθήσεων, να με ορίσει στην τέχνη και την βαθιά της δύναμη που δεν παλιώνει, δεν σκουριάζει, δεν μπατάρει, δεν χάνεται στο πούσι και στις λευκές ενθυμήσεις του πρόσκαιρου.
Ένα αιώνιο ταξίδι, δίχως προορισμό, σχεδόν ακίνητο, κάθε ενέργεια σχεδόν μάταιη ελπίδα που κρίνεται σαν χαμένη διαδρομή, ένας χάρτης αχαρτογράφητος που κάθε φορά με μια πυξίδα σημειώνεις την κάθε σου νέα φάλτσα πορεία προς το άγνωστο είτε τούτο είναι ένα συναίσθημα είτε μια πράξη ηθικής καλοσύνης είτε μια πράξη καταδίωξης και εξέγερσης να σώσεις οτιδήποτε από την αρχέγονη φυσική κατάσταση του ανθρώπινου πόνου και ευτυχίας, όλα τα γυναικεία ονόματα θλιμμένες πόρνες μα και βίαια αληθινές, μια άσβεστη φλόγα που πυρακτώνει σαν σήμα τηλεγραφικό από τις φλεγόμενες κορφές του ηφαιστείου στις νορβηγικές σαν λεπίδες ακτές.
Ο Νίκος Καββαδίας μέσα από τα σπλάχνα της υγρής έκτασης, της μήτρας του κόσμου μιλάει στους στεριανούς με την οικειότητα του αγέννητου αδελφού, της πατρικής στοργής που όλο λείπει μα είναι εκεί παρούσα. Με προστατευτικό τρόπο μας υπενθυμίζει πάντα πως τον είδαμε, τον γνωρίζουμε, πως τον προσμένουμε. Στο χρόνο του καθενός, στο χρόνο όλης της ανθρώπινης βασανιστικής πορείας, δηλώνει παρών. Κανείς άλλος ποιητής δεν μπόρεσε να συνθέσει σε ένα τέτοιο ακατάληπτο και ανεξήγητο σύστημα και κώδικα, εικόνες, λέξεις, ρυθμούς, αρώματα και ηχητικές σημάνσεις που δεν χρειάζεται λεξικό της ελληνικής γλώσσας μα λεξικό της αισθαντικότητας για να βρίσκεις κάθε φορά την δική σου ερμηνεία σε κάθε στάση σου μπρος στο απλό και πολύπλοκο. Ο Νίκος λυγίζει την ατομικότητα, εμπνέει την αφαίρεση και την κάθε διαφορετική και αμφίσημη ουσία που δεν είναι διόλου ναυτική ή λιμανίσια. Στέλνει τα SOS του κάθε κινδύνου με τα ωχρά φανάρια του στην οικουμένη. Τραβάει, έκτοτε μπρος, και εμείς χρόνια ξοπίσω του. Μια ακολουθία έρωτα για τη ζωή και το ταξίδι, την προσδοκία για την απόλυτη και αδύνατη ομορφιά, μια ακολουθία κοινωνικής ευαισθησίας, της σκληρής και φαρμακερής απομόνωσης και της προσμονής του αναπάντεχου και της άπλετης ροής της θαλάσσιας κάλμας και φουρτούνας της. Αυτό είμαστε στη στιχουργική δεινότητα του Νίκου, στην εκφραστική δύναμη της μουσικής του Θάνου. Μια ακολουθία νάνων και ναυαγών που με το βλέμμα καθαρό, αν και ίσως, ταλαιπωρημένο, απογοητευμένο και απελπισμένο, μα πάντα σταθερό, κοιτάζουμε την καταστροφή και την αναδημιουργία του κόσμου. Ασάλευτοι μένουμε. Αυτός στην βάρδια του και εμείς στο ταξίδι του. Navigare necesse est!
1 Νίκος Καββαδίας, γενν. 11 Γενάρη του 1910 πέθ. 10 Φλεβάρη του 1975
Πηγή: toperiodiko.gr