Ένα μικρό αφιέρωμα στον εικαστικό Γιάννη Ρίτσο, με αφορμή την επέτειο του θανάτου του, στις 11 Νοεμβρίου 1990.
* * *
Ο Γιάννης Ρίτσος, «ο ποιητής της Ρωμιοσύνης». Τα ποιήματά του γνωστά, τραγουδισμένα, αγαπημένα. Αλλά ο Ρίτσος είχε κι άλλο ταλέντο, λιγότερο γνωστό: ζωγράφιζε. Μια «ζωγραφική-γλυπτική», όπως έλεγε ο ίδιος:
«Έκανα μια, θα λέγαμε, ζωγραφική γλυπτική. Ξαφνικά μου έρχονταν μορφές ελληνικές οι οποίες σχετίζονταν με την αρχαία Ελλάδα, με τις αρχαιοελληνικές μορφές. Κάποτε ακολουθούσα τη γραφή της Κνωσού, κάποτε την κλασική… Μόνο ανθρώπινες μορφές κι ανθρώπινα σώματα, ποτέ τοπία. Σώματα ως επί το πλείστον γυμνά, ανθρώπινες μορφές και το πολύ πολύ άλογα».
Διαλέγοντας ως υλικά την πέτρα και το ξύλο, τα βότσαλα και τις ρίζες που ξεβράζει το κύμα ο ποιητής έμοιαζε να ελευθερώνει τα κρυμμένα τους μυστικά. Όπως σημειώνει ο Γ. Τσαρούχης«Το θέμα του είναι ένα σ’ ό,τι σχεδίασε και ζωγράφισε: η ανθρώπινη μορφή, που παλεύει με την αγριότητα του κόσμου για να αγριέψει και η ίδια στο τέλος και να γίνει τερατώδης και αλύπητη. Μα μέσα απ’ την αγριάδα και τη σκληρότητα, σαν σπίθα μέσα στη στάχτη, υπάρχει ατόφια αγάπη και, σαν περαστική αστραπή, ο έρωτας, πέρα από την εγκράτεια και την απόλαυση. Ο έρως που δημιουργεί τον κόσμο».
Στα έργα αυτά, δημιουργήματα τα περισσότερα της εξορίας, ο Γ. Ρίτσος διοχέτευσε την απελπισία του αλλά και τις άσβεστες ελπίδες του. Ζωγράφισε την ασχήμια, αλλά και την αγάπη του για τη ζωή και την ομορφιά. Αποτύπωσε τη μοναξιά του αλλά και τη βαθιά του πίστη στον άνθρωπο. «Ο Ρίτσος αναζητεί και ανακαλεί πάνω στις πέτρες του τον χαμένο παράδεισο: έναν κόσμο αιώνιας και αμάραντης νιότης, ερατεινά κορίτσια και αθλητικά αγόρια με ελληνικές κατατομές, εμπνευσμένες από την αρχαία αγγειογραφία» σημειώνει η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα. «Το τραγικό του βίωμα ο ποιητής το αποτύπωσε σχεδόν αποκλειστικά και με μεγάλη εκφραστική ένταση στις ρίζες από καλάμια. Οι ίδιες οι ρίζες, βασανιστικές, ροζιασμένες του υπαγόρευαν τις μορφές που ανέσυρε με ελάχιστες γραμμές μέσα από τα πάθη του ξύλου. Γιατί οι ρίζες έχουν πάνω τους τα ίχνη του χρόνου, της φθοράς, του γήρατος. Έτσι βγήκαν αυτές οι μαρτυρικές φυσιογνωμίες, που ανταποκρίνονται στα πάθη του ποιητή, στα πάθη του λαού μας».
Μόλις πρωτομπεί κανείς στο σπίτι του Ρίτσου έχει την εντύπωση πως μπαίνει σ’ ένα πρωτότυπο μουσείο. Τα τραπέζια, οι καρέκλες, οι τοίχοι, ακόμη και το πάτωμα έχουν κατακλυσθεί από τα έργα που φτιάχνει με τα χέρια του ο ποιητής. Πίνακες με σινική μελάνη σε καφετιά χρώματα, που θυμίζουν βυθό ή μικροσκοπική εξέταση της ζωής, ρίζες θάμνων σε φανταστικά σχήματα, κόκκαλα ζώων ζωγραφισμένα με το χέρι και πέτρες… δεκάδες πέτρες σ’ όλα τα σχήματα και τα μεγέθη.
Οι ζωγραφισμένες πέτρες του Ρίτσου, διαλεγμένες με στοργή από τον ίδιο σε στιγμές ανάπαυλας, στην παραλία της Σάμου, κι ύστερα σφραγισμένες μ’ εκείνη την εντελώς δική του προσωπικότητα, με μορφές αρχαϊκές, πρόσωπα, που λες και απαγγέλλουν στίχους του ποιητή… ή χορικά αρχαίου δράματος, έχουνε κι αυτές ξεπεράσει τα σύνορα της Ελλάδας. Δύο απ’ αυτές έχουν τιμητική θέση στο γραφείο του Αραγκόν.
«Πολλοί έρχονται και μου ζητούν να κάνω έκθεση με όλα αυτά, λέει ο Ρίτσος, και με το χέρι δείχνει τα πέτρινα και τα κοκάλινα έργα του, που έχουν πια κατακλύσει το σπίτι. Πρόσφατα ήρθε ένας εκπρόσωπος μιας γκαλερί του Παρισιού… Ωστόσο δε θέλω, αυτά είναι πάρεργα, δεν είναι η δουλειά μου».
Πώς αλήθεια αντικρίζει τα ζωγραφικά του έργα ο Ρίτσος; Μας το λέει ο ίδιος. Πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε από τα εκδοτικά «Κέδρος» η δέκατη τρίτη έκδοση του βιβλίου του Κώστα Βάρναλη «η αληθινή απολογία του Σωκράτη» με εικονογράφηση Γιάννη Ρίτσου. Σ’ ένα σύντομο πρόλογο για την εικονογράφηση του βιβλίου ο Ρίτσος λέει για τη ζωγραφική του: «Δεν είμαι ζωγράφος, παρ’ ότι απ’ τα πρώτα παιδικά χρόνια μου ασχολούμαι με τη ζωγραφική στο διάλειμμα της συγγραφικής δουλειάς μου. Αυτό το «στα διαλείμματα» δηλώνει καθαρά τον ανεύθυνο ερασιτεχνισμό αυτής μου της ασχολίας».
Ωστόσο, οι ζωγραφισμένες πέτρες του Ρίτσου είχαν κάνει όλο το δρόμο ως το Παρίσι, για να εκτεθούν στο χώρο όπου είχε ανέβει η «Ρωμιοσύνη» Και εντυπωσίασαν!
* * *
Να με θυμόσαστε – είπε.
Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.
Την ομορφιά ποτές μου δεν την πρόδωσα.
Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα.
Πάμπτωχος.
Μ’ ένα κρινάκι του αγρού τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα.
Να με θυμάστε
Επιμέλεια αφιερώματος: Νατάσσα Συλλιγνάκη
Βασισμένο σε δύο άρθρα της Ηλιάνας Μόρτογλου στον Ριζοσπάστη (εδώ κι εδώ)
Πηγή: dimartblog.com