του Λάμπρου Λιάβα
Ο Φουσταλιέρης γεννήθηκε το 1911 στο Ρέθυμνο. Από τα 11 του χρόνια, το 1922, άρχισε να μαθαίνει την τέχνη του ρολογά, κάτι που ήταν το δεύτερο μεγάλο πάθος του μετά το «μπουλγαρί». Σε ηλικία δεκατριών χρόνων το 1924, αγοράζει με τον πρώτο του μισθό το πρώτο του μπουλγαρί, ένα μικρό σε όγκο, μεταχειρισμένο, ξεχασμένο από κάποιον πελάτη σε μια ταβέρνα.
Το όργανο αυτό ασκούσε στο μικρό Φουσταλιέρη μια ιδιαίτερη επιρροή. Ο αδερφός της μητέρας του έπαιζε αυτό το όργανο, αλλά όπως είχε πει και ο ίδιος, εκείνη την εποχή το μπουλγαρί είχε «γεμίσει» το Ρέθυμνο. «Τότε βοηθοί της λύρας (όργανα συνοδείας) ήταν κυρίως το μπουλγαρί και το μαντολίνο. Το λαούτο, ο Φουσταλιέρης το θυμάται στο Ρέθυμνο μετά το 1930.
Να τι λέει ο ίδιος: «Όσο μεγάλωνα, τόσο έμπαινα στον νταλγκά του οργάνου!» Έχοντας μάθει αρκετά κοντά στο θείο του, τον Καρεκλά για το μπουλγαρί, άρχισε να πηγαίνει μαζί του σε γάμους και άλλα γλέντια και να τον συνοδεύει σαν «πασαδόρος». «Στα χωριά ζητούσαν τότε χωραΐτικα όργανα από το Ρέθυμνο δηλαδή. Όμως οι γάμοι ήτανε σκληροί, ζόρικοι. Με τα δάχτυλα μετρούσα το πότε είχα κοιμηθεί στο σπίτι μου. Το γαμήλιο γλέντι κρατούσε 5-6 νύχτες. Στα Σφακιά έφτανε και τις 15! Έπαιζα και μ’ έπαιρνε ο ύπνος επάνω στο όργανο».
Έτσι, με τα πρώτα ακούσματα από τις ταβέρνες του Ρεθύμνου και τη συνεργασία του με τον Αντώνη Παπαδάκη (Καρεκλά) ο οποίος ήταν και θείος του, ο Φουσταλιέρης αρχίζει να παίζει όλους τους Κρητικούς ρυθμούς, ακόμα και ρεμπέτικα!Παρόλο που ο Φουσταλιέρης δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός (και κρατούσε την τέχνη του ρολογά) ήταν δεξιοτέχνης και δεν άργησε να δημιουργήσει τη δική του σχολή. Ταυτόχρονα, ανέδειξε το μπουλγαρί, από συνοδευτικό όργανο της λύρας και σε σολιστικό, πετυχαίνοντας την καθιέρωσή του στο χώρο της δισκογραφίας των 78 στροφών.
Συνεργάστηκε δισκογραφικά με πολλούς μεγάλους μουσικούς της εποχής. Παράλληλα, στις Ρεθυμνιώτικες συντροφιές έπαιζε συχνά με μικρασιάτες μουσικούς, οι οποίοι είχαν βρεθεί στην Κρήτη μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής προσωπικότητας του Φουσταλιέρη έπαιξε η παραμονή του στον Πειραιά (1933-1937).
Στον Πειραιά, η Κρητική παραδοσιακή μουσική, συναντά το ρεύμα του Παγιουμτζή, τον Κερομύτη, τον Μπαγιαντέρα κι άλλους. Με τον Μπάτη μάλιστα, ήταν και παλιοί γνώριμοι και σύχναζε και στην παράγκα του (χοροδιδακαλείον), στου Καραϊσκάκη. Εκεί, ήταν κρεμασμένα στη σειρά τα μπουζούκια, έχοντας το καθένα το όνομά του! Η «Μαριγούλα», η «Κούλα», ο «γέρο-Μάγκας» κτλ! Ανάμεσα σ’ αυτά και το μπουλγαρί που παίζει το «Στελάκι» από την Κρήτη και ενθουσιάζει τους ρεμπέτες με τη «διπλοπενιά» και την «τριπλοπενιά» του.
Από το 1937 έως και το 1992 που πέθανε, ο Στέλιος Φουσταλιεράκης – Φουσταλιέρης ζούσε στο Ρέθυμνο, ασχολούμενος με τις δύο μεγάλες αγάπες του. Την τέχνη του ρολογά και το μπουλγαρί! «Γιατί και οι δυο αυτές τέχνες έχουν μεγάλη σχέση μεταξύ τους, είναι λεπτή δουλειά, όπως παλιά κάναμε τα εξαρτήματα των ρολογιών στο χέρι και τα δουλεύαμε με το φακό, έτσι και στη μουσική χρειάζεται σημασία στη λεπτομέρεια, στην πενιά. Χρειάζεται αξιοπρέπεια τόσο πίσω από τον πάγκο, όσο και όταν παίζω το όργανο.»
Ο Φουσταλιέρης με την ίδια αξιοπρέπεια και το ίδιο αμείωτο μεράκι παρέμεινε ως το θάνατό του, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και σ’ ολόκληρη την Ελλάδα ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της παράδοσης του ελληνικού ταμπουρά. Γιατί δυστυχώς, στις μέρες μας, η μακραίωνη αυτή παράδοση κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Το λαγούτο και το μπουζούκι, εκτόπισαν του μπουλγαρί… Η μουσική του Φουσταλιέρη αποτελεί ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της Κρητικής μουσικής.
Πηγή: kritikiparadosi.gr
Ένας Κρητικός στον Περαία
—του Γρηγόρη Παπαδογιάννη—
Η ξεχωριστή του πορεία, όμως, στην ιστορία της κρητικής μουσικής δεν σφραγίστηκε μόνο από αυτό ούτε από τις επιδράσεις που δέχτηκε από Μικρασιάτες μουσικούς που είχαν έρθει στο Ρέθυμνο με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Είναι, ίσως, ο μοναδικός παραδοσιακός μουσικός της Κρήτης που θα «μπλέξει» με τους ρεμπέτες. Αυτό θα γίνει την περίοδο ανάμεσα στο 1933 και το 1937, όταν έζησε στον Πειραιά. Το «Στελάκι από την Κρήτη», όπως τον βάφτισαν οι μάγκες εκεί, γνωρίστηκε και έπαιξε με τον Μάρκο, τον Δελλιά, τον Παγιουμτζή, τον Μπαγιαντέρα και τον Μπάτη, που ήταν ο συνδετικός κρίκος. Είχαν γνωριστεί όταν ο Μπάτης είχε κατεβεί στην Κρήτη ως… βοηθός πλανόδιου οδοντίατρου, και σμίξανε ξανά στον Πειραιά. Τα τραγούδια, λοιπόν, του Φουσταλιέρη, χωρίς να είναι αποκομμένα από τον βασικό κορμό της κρητικής μουσικής, έχουν ολοφάνερες τις επιδράσεις από τα χρόνια που έζησε κοντά στους μεγάλους ρεμπέτες. Πολύ αργότερα, όταν το «Στελάκι» έχει γυρίσει στην Κρήτη, ο Γιάννης Παπαϊωάννου θα πει, σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άλφα (Μάιος 1968): «…Έξω από τον Χαλκιά γνώρισα και έναν Κρητικό. Στέλιος Φουσταλιεράκης λεγόταν. Ήταν τσαγκάρης. Έφαγα τον κόσμο να τον βρω. Έπαιζε κάτι κρητικά στο μπουζούκι και τρελαινόμουν… Τον έχασα όμως…»
Εκείνη την περίοδο μπαίνει και στη δισκογραφία με τρεις δίσκους 78 στροφών. Στις ετικέτες τους αναγράφεται ότι παίζει μπουζούκι, καθώς το μπουλγαρί ήταν άγνωστο όργανο για τους υπεύθυνους των δισκογραφικών εταιρειών στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι, όμως, πως και στην Κρήτη συχνά το ονόμαζαν μπουζούκι ή και τουρκομπούζουκο. Εκεί, στα στούντιο της Columbia, είναι καλλιτεχνικός διευθυντής ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας. Κάποια τραγούδια από τις ηχογραφήσεις του Φουσταλιέρη περνούν στη δισκογραφία με το όνομά του, χωρίς να έχουν καμμία σχέση με την έτσι κι αλλιώς αξιόλογη καριέρα του λαϊκού συνθέτη. Ούτε πριν ούτε μετά έφτιαξε τραγούδια που το ηχόχρωμά τους να θυμίζει αυτά που αργότερα διεκδίκησε ο Φουσταλιέρης – αλλά αυτή είναι μια συνηθισμένη ιστορία, τουλάχιστον για την εποχή εκείνη. Το χειρότερο βέβαια είναι, πέρα από την ιστορία με τον Τούντα, ότι έγιναν κι αργότερα ηχογραφήσεις τραγουδιών του (και μάλιστα την εποχή που ζούσε ακόμη ο δημιουργός τους) από τραγουδιστές γνωστούς και άγνωστους, οι οποίοι πήραν τραγούδια του Φουσταλιέρη και τα βάφτισαν παραδοσιακά. Ειδικά το Όσο βαρούν τα σίδερα έχει ηχογραφηθεί πολλές φορές, μόνο που κάποιοι είτε από άγνοια είτε από «ευκολία» το αναφέρουν ως παραδοσιακό – και ξεμπερδεύουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Φουσταλιέρης δεν είχε, όπως είναι φυσικό, επιρροές από τα παραδοσιακά• εννοείται ότι είχε. Τα λόγια του περιγράφουν κρυστάλλινα τη σχέση του με την κρητική μουσική: «Το μπουλγαρί το αγάπησα και το αγαπώ. Παίζω πάνω του όποιον σκοπό θέλω: βάλε ζεϊμπέκικο, τσιφτετέλια, νησιωτικά κρητικά, ό,τι θέλεις παίζω. Αλλά ή αγαπημένη μου μουσική είναι η κρητική. Την στέριωσα, την τίμησα, την πλούτισα και τη διατηρώ ακόμη. Πολλά συρτά που παίζονται σήμερα είναι δικά μου».
Με μπουλγαρί και με ψυχή
Επίσημα έχουν καταγραφεί 24 δίσκοι του των 78 στροφών, αλλά ο ίδιος έλεγε ότι συνολικά είχε ηχογραφήσει 36. Από το 1937 που γύρισε στην Κρήτη συνεργάζεται με έναν από τους πιο σημαντικούς τραγουδιστές που έζησαν στο νησί, τον Γιάννη Μπερνιδάκη, γνωστό με το παρατσούκλι Μπαξεβάνης – γιατί ήτανε η φωνή του, λέει, σαν μπαξές. «Με τον Μπαξεβάνη συνεργαζόμουν πιο πολύ, τον είχα τραγουδιστή κ’ εγώ έπαιζα ψιλό όργανο. Είχα βγάλει το γνωστό καλαματιανό Κρητικοπούλα, κι όταν το παίξαμε έβαλα τον Μπαξεβάνη πρίμο στη φωνή, τον Στελάκη Περπινιάδη σεκόντο, πρίμο σεκόντο εγώ με το μπουλγαρί, σεκόντο τον συχωρεμένο τον Ντάβο (έπαιζε μαντόλα) και μπάσο τον Kαρύδη. Ήτανε μια ανεπανάληπτη δημιουργία». Έτσι μας χάρισαν κομμάτια όπως το Όσο βαρούν τα σίδερα, Μερακλήδικο πουλί, Τα βάσανά μου χαίρομαι, που ακόμη και σήμερα δεν λείπουν από τα πραγματικά (κι όχι τα ιμιτασιόν των διάφορων γελωτοποιών της μουσικής παράδοσης του νησιού) κρητικά γλέντια. Κάποια τραγούδια ερμηνεύει και η αδελφή του Μπαξεβάνη, η Λαυρεντία Μπερνιδάκη, που η υπέροχη φωνή της ήταν η πρώτη γυναικεία φωνή από την Κρήτη που ηχογραφήθηκε σε δίσκο. Από τη δεκαετία του 1950, με αφορμή ένα ατύχημα, αραιώνει τις εμφανίσεις του στα γλέντια αλλά και τις ηχογραφήσεις και αφοσιώνεται περισσότερο στην οικογένειά του, τη γυναίκα του τη Σόνια, τον γιο του Νίκο, και το κατάστημά του, το ρολογάδικο που είχε ανοίξει – σήμερα ο γιος του έχει στο ίδιο σημείο κοσμηματοπωλείο. Δεν σταμάτησε, όμως, να παίζει μουσική ως τον θάνατό του, το 1992. Αρκετές τιμητικές διακρίσεις γνώρισε, προς το τέλος κυρίως της ζωή του, μα και πάλι δεν αναγνωρίστηκε όσο θα έπρεπε. Το παράπονό του, όμως, δεν ήταν ούτε αυτό ούτε καν πως τα τραγούδια του κάποιοι τα οικειοποιήθηκαν:
«Στα χέρια μου κρατώ την παλιά κρητική μουσική. Άμα πεθάνω κ’ εγώ δεν θα υπάρχει κανείς που να μπορεί να παίζει ατόφιους παλιούς κρητικούς σκοπούς. Δυστυχώς. Ένας ένας από μας, την παλιά φρουρά, φεύγει και μαζί χάνεται η ελπίδα για να διατηρηθούν και ν’ ακουστούν από τους μεταγενέστερους έτσι όπως πρωτοπαίχτηκαν οι σκοποί της κρητικής μουσικής. Ποιος φταίει γι’ αυτό; Ούτε κανείς ιδιώτης ούτε κ’ η πολιτεία ενδιαφέρθηκαν ποτέ να καταγράψουν και να διατηρήσουν τις κρητικές μελωδίες όπως βγήκαν ατόφιες από το δοξάρι του Ροδινού, ή του Καρεκλά, ή από το μπουζούκι του Μπαξεβάνη, και το μπουλγαρί το δικό μου…»
Πηγή: rethemnos.gr
Πηγή: dimartblog.com