Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό,
καθώς αρμόζει στους κεκοιμημένους,
ενώ φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα
κι αυτοί περνούν σκυφτοί
σηματοδότες και βγαίνουν σε υπόγειες
διαβάσεις.
Πάλι σκοτάδι, πάλι της ψυχής
τ’ απόκρημνα φαράγγια
κι ο ήλιος με παλάμες κάρβουνο
να τους πατάει,
ώσπου βουτάνε στα νερά και κρύβονται.
Κι όμως γελούσαν στα νοσοκομεία,
δε βρίσκανε το φαγητό του γούστου τους,
βλέπανε τηλεόραση, έκαναν σχέδια
για ένα μέλλον που κανείς δεν τους υπόσχονταν.
Ούτε οι γιατροί με το φθαρμένο κύρος
ούτε οι δικοί τους με την αναπόδεικτη αγάπη
και μόνον οι οροί τούς λέγαν την αλήθεια
στάζοντας μέρα και νύχτα
τα χημικά του χάρου μες στο αίμα τους.
Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό,
καθώς φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα
κι αυτοί βουτάνε στα νερά και κρύβονται,
ενώ το φως επάνω
τρέχει σε πλάτες και μαλλιά
και συντηρεί τα ζώα και τα χόρτα,
μα προπαντός τα λέπια του.
(Των κεκοιμημένων, από τη συλλογή «Γυάλινα Γιάννενα». Το αντέγραψα από τον ιστότοπο giannena-e.gr).
Σ' είχα κι έφεγγα,
σ' είχα κάποτε δικό μου
φως μου, φως μου, φως μου,
σ' είχα κι έφεγγα.
Σ' είχα κι έβλεπα,
στα δικά σου μάτια φως μου,
τις χαρές του κόσμου,
σ' είχα κι έβλεπα.
Σ' είχα κι έλεγα,
κι έλεγα τραγούδια φως μου
κι ήσουν ο σκοπός μου,
σ' είχα κι έλεγα.
Τώρα σ' έχασα,
και τη μουσική του κόσμου
και τα λόγια φως μου
τώρα ξέχασα...
(Αντιγραφή από την έκδοση «Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς», Εκδόσεις Μελάνι, 2002. Μελοποιήθηκε από τον Νίκο Μαμαγκάκη και πρωτοτραγουδήθηκε από τη Μελίνα Κανά).
--------------------------------------------
* Παράφραση ερωτήματος που διατρέχει το βιβλίο και βασανίζει τις σκέψεις του ήρωα-συγγραφέα Camille de Toledo στο βιβλίο του "Θησέας, μια δεύτερη ζωή" (εκδ. Ποταμός, 2022, μετ. Σπύρος Γιανναράς).
Πηγή: katerinatoraki.blogspot.com