Είναι κάποια τραγούδια που έχουν παίξει μία και μοναδική φορά στη ζωή μας, έναν και μόνο ρόλο. Δεν ανήκουν στα αγαπημένα μας, δεν θα τα διαλέξουμε για την έναρξη της γαμήλιας τελετής, ούτε για την εξόδιο ακολουθία. Μπορεί επίσης να είναι τραγούδια για τα οποία ντρεπόμαστε, εκείνα που κρύβουμε κάτω από το ιπτάμενο χαλί. Αιωρούμενα τραγούδια, κόμποι στο χέρι (και στον λαιμό)· τραγούδια-φαντάσματα.
Τον χειμώνα του 1989 γύριζα από τη Θεσσαλονίκη με το βραδινό ΚΤΕΛ. Είχα ανέβει για να χωρίσω με κάποιον. Ε, χώρισα! Δική μου η πρωτοβουλία (η πρώτη μου), άρα «αποστολή εξετελέσθη». Θεωρητικά, έτσι ήταν. Αλλά η θεωρία είναι στα μαχαίρια με την πράξη από το έτος μηδέν. Και όπου βγαίνουν μαχαίρια, κάτι κόβουν, κάποιος κόβεται. Ήμουν χάλια.
Στο λεωφορείο, θέμα να ήμασταν δέκα οι επιβάτες. Είχαμε πιάσει ο καθένας από δύο θέσεις, την είχαμε ξαπλάρει και κοιτάζαμε από τα παράθυρα ο καθένας τη δική του ταινία. Δεν έβρεχε, αλλά είχε βρέξει: όταν δεν θέλεις κάτι πάρα πολύ, στο σύμπαν έχει βρέξει.
Κοντά στα Τέμπη, ο οδηγός άλλαξε κασέτα. Ζαμπέτας. Ανάμεσα στα άλλα, το Αδιέξοδο. Δεν το είχα ξανακούσει. Δεν άκουγα τέτοια. Ανακάθισα. Τότε ήταν που σκοτείνιασε πραγματικά. Έγινα νύχτα.
Το τραγούδι τελείωσε, αλλά η μελωδία μού είχε καρφωθεί, έπαιζε σαν λούπα στο μυαλό μου. Τους στίχους δεν είχα προλάβει να τους εμπεδώσω, όμως. Η κασέτα τελείωσε κάποια στιγμή, ο οδηγός την αντικατέστησε με κάτι πράγματα ανήκουστα. Σηκώθηκα, πήγα μπροστά και, με όλη τη γλύκα που είχε απομείνει στο ταψί μου, του ζήτησα να μου δανείσει την προηγούμενη κασέτα να την ακούσω στο walkman. Μου την έδωσε ο άνθρωπος.
Μέχρι την Αθήνα, θα πρέπει να άκουσα αυτό το τραγούδι πάνω από 100 φορές. Rewind–Play. Και η κάθε φορά διέφερε από την προηγούμενη. Ή, μάλλον, καλύτερα να πω ότι εγώ ήμουν που διέφερα από ακρόαση σε ακρόαση – το τραγούδι παρέμενε ως έχει. (Τώρα που το σκέφτομαι, αυτή είναι μία ιδιότητα των μεγάλων τραγουδιών: να σε πιάνουν αλλιώς, ανάλογα με τις συνθήκες. Τραγούδια προσωπικής συγκυρίας. Έτσι που το λέω, ακυρώνω μία από τις βασικές μου πεποιθήσεις, ότι στην τέχνη υπάρχει τρόπος να αποδείξεις πως κάτι είναι αντικειμενικά χάλια· ας είναι.)
Φτάνοντας στο τέρμα, επέστρεψα την κασέτα στον οδηγό, με τις ευχαριστίες μου. Εκείνος ο καλός άνθρωπος, ποιος ξέρει πώς με είδε –ξενυχτισμένη, κλαμένη, βλαμμένη–, μου την χάρισε. «Ό,τι κι αν είναι, θα περάσει», πρόσθεσε, περισσότερο για να ξορκίσει την αμηχανία μας. «Εμείς να δούμε πότε θα περάσουμε», είπε κάποιος από πίσω γιατί είχαμε κλείσει τη δίοδο των συνεπιβατών μου. «Όλοι περαστικοί είμαστε», απάντησα. Θα γελούσαμε αργότερα· τώρα νυστάζαμε. Αποβιβαστήκαμε και διαλυθήκαμε ανησύχως.
Στο ταξί για το σπίτι, έβαλα την κασέτα στο walkman ν’ ακούσω το τραγούδι άλλη μια φορά. Ακόμα δεν είχε ξημερώσει (αυτό θ’ αργούσε). Στο δεύτερο ρεφρέν, το παλιόπραμα μάσησε την κασέτα. Δεν πιστεύω στα σημάδια. Μια σύμπτωση είναι μια σύμπτωση είναι μια σύμπτωση – αλλιώς θα ήταν κάτι άλλο. Αλλά τη μασημένη κασέτα δεν την πέταξα· την έχω ακόμα φυλαγμένη σε ένα κουτί που αν έγραφε απέξω κάτι δήθεν περιγραφικό του περιεχομένου του, θα έλεγε «προσοχή: εύθραυστον!».
Πηγή: pancreta